I.

Οι λέξεις, η μία δίπλα στην άλλη σέρνονται υπό το βάρος του νοήματος τους.
Αναρριχώνται στης αγάπης σου το πλήθος.
Στην κορυφή φτάνουν, τα καταφέρνουν
και σε αντικρύζουν.

II.

Εγώ είμαι η ζωή.
Εγώ δημιουργώ.
Εγώ ανυψώνω τα πάντα στους ουρανούς.

Εγώ και καίω.
Εγώ καταστρέφω.
Εγώ ανοικοδομώ.

Και όλοι εσείς εγώ είμαι.
Μα τι ταπείνωση.

III.

Δύο λέξεις,
δύο όμορφες λέξεις θα έλεγε κανείς.
Πως θα τις περιέγραφες πολλοί ρωτάνε.
Και ξεκινά μία τρόπον τινά διήγηση.
Να…
Όπως σε ένα από αυτά τα δειλινά, ξέρετε, τα οκνηρά θα έλεγε κανείς.

Μα αυτός ο κανείς, αυτός που μας παρατηρεί, μας οδηγεί θα έλεγε κανείς…

Αναβλύζουν τα πάντα μέσα από αυτές τις τρυφερές, τόσο αγνές λέξεις που θα τολμούσα να γράψω πως είναι τόσο εύθραυστες που θα τις προσέχαμε με ευλάβεια, θα τις αγκαλιάζαμε, θα τις αφήναμε ελεύθερες αλλά εμείς θα καραδοκούσαμε γιατί δεν θα αντέχαμε να τις χάναμε.

Ναι, αλλά έρχεται μία μέρα που νιώθουμε μία αδυναμία, την κατάρρευση των αστεριών στα βάθη μας.

Έχουν μεγαλώσει από την φροντίδα μας και έχουν γίνει τρομερές σχεδόν αβάσταχτες, μα πάντοτε τόσο ανυπέρβλητα όμορφες.

Αυτές οι λέξεις…

IV.

Αχ.. πόσο θα ήθελα να έσκιζα την καρδιά μου από το στήθος μου και να στην πρόσφερα ταπεινά στον βωμό της ευτυχίας σου.
Θα υπήρχε στον χώρο σου, θα σε άκουγε, θα άκουγε τις ανησυχίες της ψυχής σου και θα ευφραινόταν, θα χτύπαγε με έναν πελώριο ενθουσιασμό.
Θα σώπαινε όταν το επιθυμούσες, θα ζωντάνευε όταν το λαχταρούσες, μία μοναχική συντροφιά.
Θα παραδινόταν σε κάθε σου σκέψη.
Και μακάρι, μακάρι μέσω της μανίας του γλυκού ανέμου να μου ψιθύριζε τις τρυφερές σου επιθυμίες.

V.

Σε φιλώ,
με το χάδι του ανέμου.
Ξαγρυπνώ,
δίπλα σου να στέκω.
Νοσταλγώ,
την μοναξιά σου να αγγίξω.
Και στην πτώση,
εσένα ακολουθώ.

Για μια φορά το φτερούγισμα σου να ακούσω
να απομακρύνεται από την καρδιά μου.
Για μια φορά να μην αποζητά την ζεστασιά μου.