Ἡ μοναξιά (Einsamkeit)
Ἡ μοναξιά εἶναι μιά βροχή — πού σκαρφαλώνει
ἀπ’ τά πελάγινα νερά ὅταν νυχτώνει
ἤ ἀπό μιά πεδιάδα ἀλαργινή καί μόνη,
πάει πρός τόν οὐρανό πού πάντα τήν περιέχει
καί ἀπό ἐκεῖ, πιά σάν βροχή, στήν πόλη: β ρ έ χ ε ι.
`
Μές στίς ἀβέβαιες ὧρες πέφτει σάν βροχή
ὅταν οἱ δρόμοι πρός τό χάραμα βαδίζουν
κ’ ὅταν κορμιά, πού ἀκόμη δέν ἔχουνε βρεῖ
ὅ,τι ποθοῦνε, καί περίλυπα χωρίζουν,
κ’ ὅταν ἀνθρώποι πού μισιοῦνται συνεχίζουν
στό ἴδιο κρεβάτι νά ξαπλώνουν, τότε πάει
`
καί στά ποτάμια ἡ μοναξιά κατρακυλάει…
`
Ἐμπειρία θανάτου (Todes-Erfahrung)
Τίποτα δέν γνωρίζουμε γι’ αὐτόν τόν πηγαιμό, πού
μαζί μας δέν μοιράζεται. Δέν ἔχει αἰτία καμιά
ὁ θαυμασμός, ἡ ἀγάπη, ἤ τό μίσος τοῦ ἀνθρώπου
νά στρέφεται στό θάνατο, πού τόσο θαυμαστά
`
μιά μάσκα θρήνου τραγικοῦ μᾶς τόν παραμορφώνει.
Ἀκόμη, ὁ κόσμος ρ ό λ ο ι εἶναι πού παίζουμε, κ’ ἐνῶ
ἡ ἀγωνία ἄν ἀρέσαμε σπαρακτικά μᾶς ζώνει,
παίζει μαζί κ’ ὁ θάνατος — κ’ ἀς μήν ἀρέσει αὐτό.
`
Μά ὅταν ἐχάθης, διείσδυσε ἀπό τή χαραμάδα
πού εἶχες περάσει, κ’ ἔλαμψε στοῦ θεάτρου τή σκηνή
μιά αἰχμή πραγματικότητας· πράσινο, πρασινάδα
γνήσια καί δάσος γνήσιο καί λιακάδα αληθινή.
`
Παίζουμε ἀκόμη. Κ’ ἔντρομοι, ὅ,τι ἔχουμε ἄγρια μάθει,
χειρονομῶντας τ’ ἄδουμε συχνά, ἀπαγγελτικά,
μά ἡ ὕπαρξή σου, πού ἀπό ἐμάς καί τό ἔργο ἔχει διαλάθει,
παρότι πιά πολύ μακριά, μπορεῖ καμιά φορά
`
κάπως σά μιάν ἐπίγνωση νά μᾶς καταλαμβάνει
μίας πραγματικότητας πού μᾶς ζυγώνει ἀργά,
ὥστε νά παίζουμε τή ζωή γιά ὅσο μᾶς τυγχάνει
χωρίς νά ὑπολογίζουμε στό χειροκρότημα.
`
Ἀπό ἕναν Ἀπρίλη (Aus einem April)
Τό δάσος εὐωδιάζει ξανά:
μετέωροι οἱ κορυδαλλοί, τόν οὐρανό μαζί τους
σηκώνουν, ἀπ’ τούς ὤμους μας ὅπου βαρύς κοιμόταν·
κ’ ἄν τάχα, μέσα ἀπ’ τά κλαδιά, τώρα ἄδεια ἡ μέρα μοιάζει,
φτάνει ἕνα ἀπόγεμα βρόχινο καί μεγάλο
νά φέρει τίς ἡλιόχρυσες
καί τίς καινούργιες ὧρες
ἀπ’ ὅπου, δραπετεύοντας, στίς μακρινές προσόψεις
τῶν σπιτιῶν, πληγές γεμάτα κ’ ἔντρομα
φτεροκοποῦν μέ ὁρμή τά παραθύρια.
`
Μετά, ἡσυχία· ἡ βροχή πέφτει σάν ἄγριο μέλι
στήν πέτρα πού λαμπύριζε μά τώρα σκοτεινιάζει,
καί κάθε θόρυβος θαρρεῖς κ’ ὁλότελα κουρνιάζει
καί χάνεται στοῦ φρύγανου τά φεγγοβόλα σκέλη.
`
Ὁ πάνθηρας (Der Panther)
Στόν Βοτανικό Κῆπο τοῦ Παρισιοῦ
Τό βλέμμα του, ἀπ’ τά κάγκελα συνηθισμένο τόσο
κουράστηκε καί τίποτε δέν συγκρατεῖ ἄλλο πιά.
Σάν χίλια κάγκελα γι’ αὐτόν νά ὑπάρχουνε, π’ ὡστόσο
κανένας κόσμος πίσω τους δέν φέγγει· τίποτα.
`
Καθῶς ἁπλώνει εὐλύγιστος τό στιβαρό του ζάλο
ὁλοένα σέ μικρότερη αὐτοπεριστροφή,
μοιάζει ὡς νά σέρνει ἕναν χ ο ρ ό τ ο ῦ δ υ ν α τ ο ῦ, μεγάλο,
γύρω ἀπό μιά μεθυστική κ’ ἐσθλή του βούληση.
`
Καμιά φορά τά μάτια του σηκώνουν τήν αὐλαία
ἀθόρυβα — καί μέσα τους μιά εἰκόνα εἰσχωρεῖ,
τά ἠλεκτρισμένα μέλη του διαρρέει καί, τελευταία,
μές στήν καρδιά του πάει καί σβεῖ.
`
Ἄσκηση στό πιάνο (Übung am Klavier)
Τό θέρος βουίζει, μεσημεριανή νωθρότητα·
κ’ αὐτή τό δροσερό φουστάνι της εἰσπνέει
καί τή λαχτάρα της γιά μιά πραγματικότητα,
σέ μιάν Étude (σπουδή στό πιάνο) ἀβρή διαχέει:
`
κάτι… πού αὔριο νἀρχόταν, ἤ τ’ ἀπόγεμα,
ἤ, ἴσως, πού εἶναι ἤδη ἐδῶ, μά εἶναι κρυμμένο·
Ὠς πού, ἄξαφνα, ἀπό τό παράθυρο, τά ὁλόγεμα
δέντρα στό πάρκο αἰσθάνεται τό φροντισμένο,
`
καί τότε σταματᾶ. Κοιτάζει ἔξω, σταυρώνει τά
χέρια –κάποιο βιβλίο μεγάλο πῶς ποθοῦσε!–
καί μονομιᾶς τοῦ γιασεμιοῦ τό μῦρο, ἀδόνητα,
διώχνει μακριά. Πώς τήν ἀρρώσταινε θαρροῦσε.
`
Ὥρα σοβαρή (Ernste Stunde)
Ὅποιος κλαίει μές στόν κόσμο κάπου τώρα
χωρίς αἰτία κλαίει κάπου στόν κόσμο,
κλαίει γιά μένα.
`
Ὅποιος γελάει μές στή νύχτα κάπου τώρα
χωρίς αἰτία γελάει μέσα στη νύχτα,
γελάει μ’ ἐμένα.
`
Ὅποιος ὁδεύει μές στόν κόσμο κάπου τώρα
χωρίς αἰτία ὁδεύει μές στόν κόσμο,
σ’ ἐμένα ὁδεύει.
`
Ὅποιος πεθαίνει μές στόν κόσμο κάπου τώρα
χωρίς αἰτία πεθαίνει μές στόν κόσμο
μέ ἀντικρύζει.
`
[Ἐσύ, ἀπαρχῆς…] (Du im Voraus)
Ἐσύ, ἀπαρχῆς
χαμένη ἀγάπη, πού δεν ἔφτασες ποτέ
ποιές μελωδίες κάν σ’ εὐχαριστοῦν, δέν ξέρω.
Μήτε γυρεύω πιά, ὅταν –καί ἄν– τύχει καιρθεῖς
νά σέ γνωρίσω. Κάθε μεγάλη
μέσα μου εἰκόνα, ἐκεί περα, τοῦ β ι ω μ έ ν ο υ κόσμου:
πόλεις καί γέφυρες καί πύργοι καί κάθε ἀ-
προσδόκητη ἀλλαγή πορείας, κάθε
τόπος παντοδύναμος, πού ἀπ’ ἄκρη
σ’ ἄκρη κάποτε τόν διέσχισαν θεοί,
ὅλα ἀναθρώσκουν στό ἴδιο νόημα μέσα μου:
ἐσένα νά ξεφεύγεις.
`
Ἄχ, οἱ κήποι εἶσαι ἐσύ
ἄχ, μέ πόση τούς κοιτοῦσα
προσμονή. Ἕνα παράθυρο ἀνοιχτό
στήν ἀγροικία — κ’ ἐσύ, συλλογισμένη, σ χ ε δ ό ν
νά μέ πλησιάζεις. Σοκάκια πού ἀντάμωσα
κ’ ἐσύ εἶχες μόλις περάσει, μά
κ’ αὐτοί οἱ καθρέφτες, καμιά φορά, τῶν μαγαζιῶν
που, λιγωμένοι ἀπ’ τό προλίγου κοίταγμά σου,
ἀντανακλοῦσαν τήν ἄναυδη ὄψη μου. — Καί τάχα,
ποιός ξέρει σίγουρα ἄν τό ἴδιο πουλί χτές βράδυ
μέσα στούς δυό μας, χωριστά, δέν ἀντηχοῦσε;
`
Στήν ἄκρη τῆς νύχτας (Am Rande der Nacht)
Τό δωμάτιό μου καί αὐτή ἡ ἀπεραντοσύνη
–ἄγρυπνη πάνω ἀπ’ τόν τόπο πού νυχτώνει–
εἶναι Ἕνα. Κ’ ἐγώ μιά χορδή
πού σέ μακρόσυρτες
ἀντιδονήσεις πάλλεται.
`
Εἶναι τά πράγματα σώματα βιολιῶν
γεμάτα σκοτάδι πού ψελλίζει·
μέσα τους ὀνειρεύεται τῶν γυναικῶν ὁ θρῆνος
μέσα τους στριφογυρνᾶ στόν ὕπνο της
ὁλάκερων γενεῶν μνησικακία.
Ἐγώ ἀς σκιρτήσω
ὁλάργυρος, καί ὕστερα
κάθε τί ἀπό κάτω μου θά ζήσει
κ’ αὐτό πού μέσα στά πράγματα λαθεύει
θ’ ἀποζητήσει πιά τό φ ῶ ς
πού, ἀπ’ τη χορευτική μου ἀντιλαλιά,
γύρω ἀπ’ τόν οὐρανό πού κυματίζει
καί μέσα ἀπό στενές χαραματιές,
στίς προαιώνιες
Ἀβύσσους, δίχως
τέλος, πέφτει.
`
Ὁ θάνατος τοῦ ποιητῆ (Der Tod des Dichters)
Πλάγιαζε ἐκεῖ. Τό πρόσωπό του ὠχρό, κ’ ἀναγερτό
στό μαξιλάρι, μ’ ἄρνηση πλημμυρισμένο τόση,
ἀφότου ὁ κόσμος καί, ἄμοιρα, μαζί του, ἡ αὐτού-γνώση,
ἀπ’ τίς αἰσθήσεις του ἔχοντας ὁλότελα ἀποκόψει,
σ’ ἕνα ἔτος ξαναρίχνονταν ἀμέτοχο, κενό.
`
Ὅμως δέν ξέραν ὅσοι ἐκεῖ, ἔτσι νά ζεῖ, τόν κοίτααν,
πόσο καί πῶς μέ ὅλα αὐτά ἐκεῖνος ἦταν Ἕνα·
γιατί ὅλα αὐτά: τά διάσπαρτα λιβάδια, τ’ ἀνθισμένα,
τά ἔγκατα καί τά νερά, τό πρόσωπό του ἦταν.
`
Ὤ, ἦταν τ’ ὤχρό του πρόσωπο τό ἄπέραντο ἐδωνά,
πού ἀκόμα τοῦ διανοίγεται γιά νά τόν προσελκύσει,
κ’ ἡ μάσκα του, περίφοβη τώρα πού πάει νά σβήσει,
εἶναι ἀπαλή κ’ ὁλάνοιχτη, καθώς φρούτου καρδιά
πού στόν ἀέρα κρέμεται κ’ ἀδάγκωτο σαπίζει.
`
`
_____________________________________________________________________
Ἐπίμετρο
Τό στοίχημα ἦταν νά προσπαθήσω ν’ ἀκολουθήσω τή διαδρομή πού ἔκανε αὐτός ὁ «ἀμφίρροπος μυστικός» μ έ χ ρ ι νά γίνει ὁ πολυμνημόνευτος, μέγας Ρίλκε τῶν Ἐλεγειῶν καί τῶν Σονέτων στόν Ὀρφέα. Πράγμα πού, ἄν θά ἤθελα νά κρατήσω μιά συνέπεια ἀπέναντι στήν ἑρμηνευτική προστακτική, πού κάποτε θέλησε τή γλῶσσα μέσα σ’ ἕνα σχῆμα ἀντίστροφης ἀναλογίας μέ ὅ,τι παράδοξα ὀνόμασε «Eigentlichkeit» («αὐθεντικότητα»), ἀποφάσισα πώς ἡ ἐργασία αὐτή θάπρεπε νά λάβει ἕνα χαρακτήρα μᾶλλον ἐνδεικτικό. Παναπεῖ, νά ὑ π α ι ν ι χ θ ῶ, ἀφενός τόν Ρίλκε πού κατάλαβα ἐγώ, ἀφετέρου τόν Ρίλκε πού θεωρῶ πώς πιό πολύ, ἀπό τόν περασμένο αἰῶνα μέχρι σήμερα, κοινωνήθηκε: ἕνα κριτήριο «ἐκτοπίσματος» τρόπον τινα, γυμνό ὅμως ἀπό κάθε ἀξίωση ἀντικειμενικότητας – δόγμα στό ὁποῖο οὔτως ἤ ἄλλως δέν πιστεύω. Μεθοδολογικά, αὐτό πῆρε τή μορφή μιᾶς ἄσκησης αὐτοπεριορισμοῦ: πῶς νά πῶ τόν Ρίλκε σέ λιγότερα ἀπό δέκα ποιήματα.
Ὅσες μεταφράσεις τῶν ποιημάτων ἤξερα ἤδη, ἀνήκουν ὅλες στόν κορυφαῖο μεταφραστή καί ρέκτη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, Ἄρη Δικταῖο. Ἐπέλεξα ὡστόσο, γιά προφανεῖς λόγους, νά μήν τίς λάβω ἐδῶ ὑπόψη. Ἠ μόνη «ἐξαίρεση», ἄν μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὡς τέτοια, ὑπῆρξε τό ποίημα «Ἐμπειρία θανάτου» («Todes-Erfahrung», 1907), κατά τή μετάφραση τοῦ ὁποίου εἶχα πλάι μου -ἑρμηνευτικά ὡς πρός τό περιεχόμενο, παρά καθοδηγητικά ὡς πρός τή μορφή- τήν ἐξαιρετική ἀνάλυση τοῦ Γιάννη Τζαβάρα ἀπ’ τή συλλογή δοκιμίων του «Ὅμηρος καί Ρίλκε περί θανάτου» (Δωδώνη, 2019). Συνολικά ἑρμηνευτικά, καίτοι γραμμένα μέ ἀφορμή τό ὄψιμο ἔργο, ἔλαβα ἐπίσης ὑπόψη τά κείμενα «Rilkes Deutung des Daseins» & «Mythopoietische Umkehrung in Rilkes Duineser Elegien» (H. G. Gadamer, 1955 & 1967, GW B9) καί «Wozu Dichter?» (M. Heidegger, 1946, GA 5).
Τέλος, ὅλα τά ποιήματα, ἐκτός ἀπ’ τό κατοπινότερο «Ἐσύ, ἀπαρχῆς» («Du im Voraus», 1913/14), πού δέν ἄντεξα νά μήν τό συμπεριλάβω, ἀνήκουν στή λεγόμενη «περίοδο τοῦ Παρισιοῦ» (1902-1910) καί συγκεκριμένα στούς τόμους «Νέα Ποιήματα» («Neue Gedichte», 1907) καί «Βιβλίο τῶν Εἰκόνων» («Buch der Bilder», 1906 ἡ ἐμπλουτισμένη ἔκδοση, 1902 ἡ πρώτη).
Τά ποιήματα μεταφράστηκαν στό διάστημα 25/03–21/04, ἐν μέσω μιᾶς Ἄνοιξης πού δέν ἦρθε.
Εξαιρετική δουλειά, μπράβο!
Θαυμάσια η εργασία σας! Εύγε! Ένας ευγενής άθλος!
Πόση ομορφιά! Συγχαρητήρια!