Λάρισα π. & μ. Χ.

Φωτιές στους κάμπους
Φωτιές στο Πηνειό
δίπλα μου απλώνονται αρχαία θρύψαλα
λόγια σπαρακτικά
από χρησμούς και όνειρα, βγαλμένα
κι οι Θεσσαλές οι μάγισσες να ψάχνουν
στις λίμνες το φεγγάρι

Που είσαι Λόλα;
Σʼ αναζητώ χιλιάδες χρόνια
Σε πρόσωπα σκαμμένα
Σε πρόσωπα αναμμένα
σε μια γη που ανθίζει στο λιοπύρι
οι πληγές ανοίγουνε και κλείνουνε
Στο σώμα του Ιπποκράτη
ακόμα προσπαθώ να ψηλαφίσω αρχαίες
θεραπείες

Τρέξε Λόλα, τρέξε
Οι μιναρέδες πέφτουν
Οι γέφυρες διπλώνονται
εβραϊκά τραγούδια ακούγονται
και σλάβικες κραυγές
όλα μαζί τα πλήθη
σε ένα γιουρούσι ύμνων
και θρησκειών
και γύρω μου μια στέπα από χρυσάφι

Σε βρήκα Λόλα, σε βρήκα
Οι δρόμοι αδειάζουνε
γεμίζουν οι πλατείες
Τα αρώματα φουντώνουν
Είναι μια πόλη ταραγμένη
Είναι μια πόλη σιωπηρή
Είναι μια πόλη χλευασμένη

Φωτιές και ταραχή πάλι μεσʼ τους δρόμους
Φωτιές και φόβοι στην ψυχή μας
δυο Βούλγαροι κάθονται πιο πέρα
δύο άγνωστοι Βυζαντινοί
δυο Μολδαβές χορεύτριες
δύο Λιάπκιν κοιτάζονται αντικριστά
μέσʼ στους καθρέπτες διηγούνται ιστορίες
αμήχανα απλώνουν τα χέρια τους προς τα μένα

Αυτή η πόλη παλεύει
μʼ ένα έρημο καημό
Αυτή η πόλη φλέγεται
σʼ ένα αδιέξοδο στενό

Μείνε Λόλα
μείνε κοντά μου
Λεγεώνες από νέους στους δρόμους πλέον
κολόνες από μπετόν αρματώνουν τη νέα εποχή
χιλιάδες όνειρα ακόμη εκπορνεύονται
κι ένας γιγάντιος αετός σκεπάζει το Αλκαζάρ
των παιδικών μας πόθων

Αυτή η πόλη αποζητά και βρήκε
νέους πολλούς κι αμήχανους Θεούς

(Από το Μία πόλη στη λογοτεχνία Επμ. Θωμάς Ψύρρας)

Τα Χέρια

Τα χέρια μου,
είναι η άμμος της Παλαιστίνης,
το σώμα, ο ήλιος, τα μάτια των παιδιών,
είναι η απέραντη φωνή της στέπας,
είναι το κεφάλι μιας άτυχης κοπέλας,
ακουμπισμένο στο στήθος μιας νεκρής καμήλας,

Τα χέρια μου
έπαιξαν με τον αέρα,
έπαιξαν με τη θάλασσα,
με τα μπούτια μιας βρώμικης πουτάνας,
κι έγιναν λέξεις που δεν λυτρώθηκαν,
στο στόμα σφηνωμένες,
κι έγιναν καράβια που έφυγαν χωρίς ανθρώπους,

έτσι είναι τα χέρια μου,
έτσι σβήνω κι εγώ τα τσιγάρα στην καρδιά σου,
σαν τον πατέρα που θάβει ένα-ένα τα παιδιά του,
κι ακουμπάω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι,
ανταλλάσσουμε σιωπές,
ανταλλάσσουμε νοήματα και βλέμματα,
χωρίς προστριβές,
χωρίς αλήθειες,
έτσι έσβησα κι εγώ

Βροχή, τα χέρια μου απλωμένα,
βροχή, τα μάτια μου πλημμυρισμένα,
Τα χέρια μου δεν νοιώθουν ντροπή,
δεν έχουν μνήμη,
δεν έχουν συναισθήματα,
είναι τα θλιμμένα κύτταρα ενός καρκίνου της σιωπής,

τα χέρια μου δεν έχουν χώρο,
δεν έχουν θέση πάνω στο τραπέζι,
ξέπεσαν στο χώμα,
σαν τα κλαδιά ενός ανάπηρου δένδρου,
τα χέρια μου, δεν είναι πια τα χέρια μου,
είναι τα άρρωστα παιδιά μου,
κι έφυγαν από ʽμένα
κι έφυγα κι εγώ χωρίς αυτά

Αυτοπορτραίτο

στο πρόσωπο μου κουβαλάω την άμμο
μια πυραμίδα από λέξεις και κινήσεις
που έκτισες πάνω μου

κουβαλάω το βλέμμα του Φαέθωνα,
μια βαθιά ματιά μές΄ στους αιώνες
που με κυνήγησαν αλύπητα

ίσως είμαι ένας Αδριανός
σαστισμένος μπροστά στα έρημα μάτια μίας σκλάβας
στα κατακρεουργημένα στήθη μιας Αφρικανής,
όχι δεν είμαι Παλαιστίνιος, δεν είμαι Λιβανέζος,
μόνο Πρόσφυγας ανατολίτης,

Με αποκάλεσαν γιο το Θεού,
γιο της Αφροδίτης,
με αποκάλεσαν πνεύμα αθάνατο,
με 7 ψυχές και αναρίθμητες μετενσαρκώσεις,
Μου απέδωσαν τις ιδιότητες του πουλιού
Τα χαρίσματα του Οδυσσέα,
Την κίνηση του αετού…

Παραμένω ένα παιδί σε απορία,
Σε ένα σώμα ακίνητο,
Ψημένος στις στάχτες ενός ατέλειωτου μεσημεριού,
μιας ιδρωμένης Μεσογείου,
στη σκιά ενός δένδρου χωρίς ουσίες

τα μάγουλα μου έσκαψες με χάδια αγάπης
Κι έκοψα τον ομφάλιο λώρο από τον ουρανό
Στα μαγουλά μου χάραξες τη σάρκα
και μου χάρισες την οδύνη
και φύτρωσα στο βλέμμα σου
και στέριωσα στη γη

δεν είμαι χριστιανός
δεν είμαι βεδουίνος
μα ένα παιδί σε απορία
ένας Αίαντας που σφάχτηκε επτάκις
κι αναστήθηκε
με τη σοφία ενός βοσκού

ίσως είμαι ένα μωρό
που τύλιξες στη σάρκα της οδύνης
και μου ʽδωσες τη μνήμη
ένα βλέμμα βουβό
και δέρμα από άμμο
που κόλλησες με το σάλιο,
ενός νεκρού νομάδα