
Ο πηχυαίος τίτλος γράφει
«Επιδημία Ανθρωπιάς».
Στα δικαστήρια κατήγοροι
διάφοροι άντρες κατοικημένοι
απʼ το πελώριο θράσος της άγνοιας .
Οι κατηγορούμενοι φοράνε όλοι το ίδιο παλιό παλτό
φτιαγμένο από καρφίτσες.
Όλοι τους προσπαθούν να καταλάβουν
γιατί τους δώσαν από ένα χαλασμένο ρολόι .
Η απολογία :
«Ήθελα απλώς να αναπνεύσω λίγη ανθρωπιά»
Η ετυμηγορία:
«Λεηλατημένος απʼτη ζωή της άλλης όχθης».
Και τώρα εκτός του κοπετού
που πήγε η ευγλωττία σου;
Η αρμαθιά του Αιώνιου Διαβάτη
Ένα μεγάλο τύμπανο ο ρυθμός του κόσμου.
Στη σκάλα του Αιώνιου Διαβάτη
κατακλυσμός βημάτων.
Τα παράθυρα στον έξω κόσμο
χτισμένα .
Εμείς τα χτίσαμε.
Σε κάθε ένα
ζωγραφίσαμε κι από ένα καλοκαίρι.
Σε κάθε παιδί που γεννιέται
δίνουμε κι από ένα καρφί για φυλαχτό.
Παντού πουλάνε χάρτες,
κι όμως κανείς δεν παίρνει το δρόμο της επιστροφής.
Κάποιον τον είπαν Ποιητή .
Κάποιον τον είπαν Αρχηγό .
Άνθρωπος κανείς.
Οι τίτλοι
περισσότεροι απʼτους ζωντανούς.
Έτσι κάποιοι ακμαίοι τιτλούχοι
είναι σίγουρα νεκροί.
Όποιος κοιτάξει προς τα πάνω
θα δει τον τίγρη που κοιμάται
και τα τεράστια ξυλοπόδαρα της Προσμονής.
Στον ύπνο μας
γιγάντιες κλειδαριές.
Οι πόρτες, τα ρολόγια,οι φούρνοι,τα σχολεία
παντού κλειδαριές.
Ο Αιώνιος Διαβάτης στη σκάλα του,
φωνάζει κι αυτός μαζί μας:
“μιαν αρμαθιά βρε παιδιά,
μιαν αρμαθιά».
Ο ΒΡΟΧΟΣ
Τα βράχια μη θωρείς
εδώ θα στέκουν πάντα
Το πεις ή δε το πεις
εσύ κρατάς την τράτα
Καραβοκύρης του εαυτού
σʼορμήνεψαν να γίνεις
Μη τον χαρίζεις σʼαλλουνούς
μάθε τα σκοτεινά να λύνεις
Μες στο καρνάγιο,στο γιαλό
διάλεξε κείνο που ποθείς
Μονʼ μην αφήνεις τον καιρό
να σκούζει τα φριχτά της γης
Ο Ποσειδώνας αφεντεύει εκεί
οι πονηρές σειρήνες
ό,τι η θάλασσα αν πει
ακούς τις Ευμενίδες;
Οπλές ταράζουν τα μυαλά
Σφαίρες χτυπάνε το κορμί
Θα σβήσεις μες στην ερημιά
ή θα τραβήξεις κατά ʽκεί;
Ο αργαλειός υφαίνει τη ζωή
με λογισμό και κρότο
Κοίτα μη σπάσεις την κλωστή
σημάδεψε το βρόχο
ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΠΑΝΕΜΙΑ
Κυριακή ξημέρωμα
τα φώτα τρεμοσβήνουν
Αρχέγονο ημέρωμα
μες σʼ αγκαλιές που κλείνουν
Χτυπάω τα χέρια μου στη γη
να νιώσεις τον καημό μου
Μια ματωμένη ιαχή
είναι το βάσανό μου
Ο κόσμος τρέχει βιαστικός
να παίξει τη ζαριά του
Και γω ακόμα σκεφτικός
ψάχνω για την απανεμιά του
Έμεινα μόνος, σιωπηλός
να τους κοιτώ που φεύγουν
Των χρόνων οι ακίνητοι
τα νήματα σαλεύουν.
Ποιοι χαρακτήρες ποιες ζωές …
παντού ελπίδες κʼ ενοχές
Της ομορφιάς το αλισβερίσι
το νου μου έχει ορίσει..
Ο ΥΑΛΟΥΡΓΟΣ
«Το δίχως άλλο,συλλογιόταν,
θα υπήρχαν ακόμη παιδιά που θʼαγαπούσαν,
που θα πάσχιζαν να πάρει ένα νόημα αυτή η ζωή…»*
Γωνία Πειραιώς και Ιεράς Οδού
μια δόξα οικογενειακή
αργοπεθαίνει.
Ο γάτος ακούει τα λογύδρια της οργής
που κάθε μέρα
αναγγέλλουνε το τέλος.
Φύσηξε ,
και η λεύκη
γυμνώθηκε κι αυτή.
Κάποιες μέρες μονάχα
ακούγονται αντίλαλοι.
Λες κι έμεινε
κλεισμένος μέσα
ο υαλουργός.
Φυσάει το γυαλί που λιώνει,
τυπώνει τη ζωή σε γυάλινα ταμπλόιντ.
Την Κυριακή το βράδυ
ζήλεψε τον άνεμο που γύμνωσε τη λεύκη,
φύσηξε παράταιρα
και σπάει το γυαλικό.
Ο γάτος κοιμισμένος στα λογύδρια της οργής.
Άλλος αυτός, υαλουργός.
Κατεβάζει σιδεριές.
Κλείνει τα φώτα.
Μετά τι;
Μετά πάλι Δευτέρα.
Αλίμονο στον άνθρωπο
που χάνει τη Δευτέρα του.
*Από το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα
«Βιοτεχνία Υαλικών»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκα το 1990 στην Αθήνα. Πολιτικοποιημένος από μαθητής. Σπουδάζω Νομική.
Κρατάω τα “Η αρμαθιά του Αιώνιου Διαβάτη” και “Ο ΥΑΛΟΥΡΓΟΣ”.
Πολύ ωραία!