Σήμερα ανθολογούνται οι: Κωστούλα Μάκη, Γιώργος Ψαχούλιας, Θάνος Γώγος, Ευάγγελος Ρούσσος, Γεωργία Κορδατζάκη.

 

1) Κωστούλα Μάκη

 

Αποδομητικά πουλιά

 

νυσταγμένοι επιπόλαιοι πελαργοί
αρνούνται να μεταναστεύσουν
σε πιο εύκρατα κλίματα.
επιλέγω να παραμείνω θυμωμένη
ξεφλουδίζοντας το μανταρίνι μου.
τι της θέλεις τις δικλείδες ασφαλείας
όταν ακόμα δεν έμαθες
τον πολλαπλασιασμό της αλαλίας;
πετάνε δίπλα μας μοχθηρά κοράκια
και μεις αμέριμνοι βαφτίζουμε τα σύννεφα.
Να ένας μέρμηγκας
και λίγο παραπέρα
μια κάμπια που δε θα γίνει ποτέ πεταλούδα.
Μια κατσαρόλα με αχνιστές καταιγίδες
και συ χαρωπά
στο μπαλκόνι
σιγοτραγουδάς τον ερχομό
μιας σεισμικής δόνησης.
Κοίτα μαμά
οι δεινόσαυροι ήρθαν ξανά στη γη
να κυβερνήσουν.

 

 

Η επινόηση της πατρίδας

 

Η επινόηση της πατρίδας είναι κοπιαστική
σαν βαρυφορτωμένη γριά
στην αρχή απότομης ανηφόρας.
Και η παράδοση ηχώ που αντιλαλεί μονάχη της στα φαράγγια.
Οι χοροί δεν ήταν τελικά λυτρωτικοί
κι’ ας απέμεινε μια μυρωδιά βασιλικού στη σάλα.
Ωστόσο όταν οι μαυροφορεμένες
πιάσουν τα μοιρολόγια,
θα κοιταχτούμε συνωμοτικά στα μάτια.
Συγκινούνται τα πλήθη από τα ρίγη των αιώνων.

 

********************

 

2)Γιώργος Ψαχούλιας

Περιδινήσεις

 

Αγαπητή αόρατη συντροφιά των ύπνων μου
πάλι οφείλω να απολογηθώ:

Ξέρω πως σκέφτομαι αλλόθρησκα,
όταν σαν οδοιπόρος δρόμων που δεν ανοίχτηκαν ακόμα,
το χέρι σηκώνω και κάποιον προορισμό δείχνω
που νυχθημερόν αναζητά για επιστέγασμα τον πιο φρέσκο ουρανό.
Αλλά είναι χάρισμα απ’ του θεού τη φλέβα
να αγνοείς πόσο εύκολα τιθασεύεται
το ανάλαφρο φύλλο απ’  των ανέμων τον τροχό!
 
Ο πόνος δεν έχει δέρμα να τον γδάρουμε,
έχει αγκάθια που τραγουδούν τον απόηχο της μέρας.
Γι’ αυτό τα βράδια με ναυτικό κόμπο
να δένετε τα χέρια γύρω απ’ τη μέση
και τον ξεχασμένο διθύραμβο να χορεύετε.

Είναι που αυτός ο κόσμος
περιστρεφόμενος ανακαλύπτει τον δυσβάσταχτο νόμο της επιτάχυνσης.   
 

 Πρώτη γραφή

Το παιδί, αφού κολύμπησε για αρκετή ώρα σε βαθιά νερά
κι ευχαριστήθηκε τη δροσιά τους, φώναξε:

«Θέλω να γράψω τη βιογραφία της θάλασσας!»

Κι επειδή πριν γράψει, έπρεπε (κι ήθελε) να μάθει,
με γρήγορα βλέμματα διάβασε το κύμα στο ακρογιάλι
και τις φούσκες των αφρών δοκίμασε να εννοήσει
(μα γιατί όλο σκάνε!).

Αργότερα, που το σούρουπο έγειρε ροδαλό στον ορίζοντα,  
πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας
μελέτησε τις αντανακλάσεις του γέρο-ήλιου.
Κι όταν πια χορτασμένο απ’ τη μέθεξη στον κόπο
νύσταξε και τα βλέφαρα έπαιξαν σαν πεταλούδας φτερά,
λίγο αρμυρό νερό αντί για μελάνι έσταξε στο δάχτυλο
και μ’  αυτό δυο λέξεις δυσανάγνωστες έγραψε στην άμμο.
Εκεί, με το όνειρο των επόμενων σελίδων αγκαλιάστηκε
και στo πλάι του φλοίσβου αποκοιμήθηκε.

Δεν ήξερε ότι κάτω απ’ την επιφάνεια,
στο σκοτεινό και παγωμένο βυθό των μεγάλων ψαριών,
σε ένα σφραγισμένο μπουκάλι
κάποιος ένα ανεξίτηλο σημείωμα είχε κλείσει
με το παρελθόν και το μέλλον κάθε θάλασσας
που τα σώματα και τις σκέψεις δροσίζει

 

 Ενώπιον σεπτού δικαστηρίου

Μα γιατί, κύριε δικαστά,
να οξύνω τον μαρασμό του άνθους των ματιών μου;
Δε θάλλουμε, όταν μετά το βαρύ φτερούγισμα
του σιδηρού κορμιού μας από ένα σπρώξιμο αόρατου χεριού
στο χάσμα καταρριπτόμαστε της μυσταγωγίας;

Με τις ρίζες των δέντρων θέλω να τυλίξω την καρδιά,
ώστε όλα τα φύλλα να αναριγούν στον παλμό της!
Και γρήγορα, γρήγορα το σώμα να ξεπαγώσω από το ψύχος,
γιατί μόνο θερμούς μας αναγνωρίζουν τα πουλιά
σαν φιλιά που τρέχουν με τα πόδια του λουλουδιού!

Γιατί πάλι, κύριε δικαστά, ξεστομίζετε την ίδια διδαχή;
«Απ’ τα χρόνια της Γένεσης
πορευόμαστε με τη βόμβα στο χέρι
και συνεπείς στο ωρολόγιο πρόγραμμα της έκρηξης
το ολοκαύτωμα οφείλουμε να προσμένουμε.»

Στο ρολόι του κόσμου οι φύλακες δεν είμαστε της ώρας του μεσημεριού;
Διορισμένοι απ’ τον Μέγα Ωρολογοποιό 
των δεικτών δεν υπομένουμε τις κόψεις,
όταν ποντιζόμαστε στων νύκτιων ωρών το τέλμα;
Κι αν έτσι είναι, κύριε δικαστά, γιατί
τους φυσικούς νόμους απαιτείτε να καταπατήσω
και σε ειρκτή αντί σε μέλαθρο να κατοικήσω;

 

*********************

 

3) Θάνος Γώγος

 

Δίχως αισθαντικότητα καμιά

Ανάμεσα στα μικροσκοπικά της δάκτυλα
Που αλείφουν τη πόλη τα απογεύματα
Και όχι πολύ μακριά από αυτό που αποκαλούν μυαλγία
Στις εφτά και δεκαέξι ακριβώς
Μια τρύπα στο χρονικό των ταχυδευτερολέπτων
Ανοίγει

Και όπως
ΑΝΟΙΓΕΙ
Ανοίγουν και δυο βεντάλιες
Γοητευτικές
με τις οξείες τους
και τα ποιήματά της
νιφάδες
Να εκτρέπουν αυτή τη γυμνή φιλαρέσκεια
που επιδέξια τόσο έχει δημιουργήσει

 

 

Πόλυ Ντεκόρ Χέδερς

i)

Όπως τα ψάρια συνωστίζονται στην βαλίτσα μου
Και διάγουν την ανθρωπολογία σε κάτι ασήμαντο
Γελά κι εκείνη μαζί τους
Γνέφοντας η στιγμή για τη γη έχει έρθει
Και οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να μιλούν άλλο πια

ii)

Από τον ουρανό που φλέγεται
Μέχρι τη γη που κοιμάται
Ένας κόσμος δεν θα είναι ποτέ αρκετός
Κι αφήνει την φωτιά
Να προσαρμόσει πάνω μας
Όπως μια έρημος
Αγκαλιάζει δυο λουλούδια και τα πνίγει

 

*******************

 

4) Ευάγγελος Ρούσσος

 

Άνθρωποι

Ο αποσπερίτης
Τήρησε τη συμφωνία με τα άγρια έχνη
Πάλι
Το λιγοστό του ασήμι
Θα υποφωτίσει
Τη μασκαράτα των λατόμων πυγολαμπίδων
Στα σωθικά της Χίμαιρας.
Η ανασαιμιά φυλακίζεται
Στο αγιόκλημα που ξεψυχά
Στον κόρφο των πάλαι ποτέ
Θαλαμωμένων σκιρτημάτων.
Σίδερο και σκληράδα
Αγκαθερή στα καχύποπτα στίγματα.
Το νερό αρνήθηκε τρεις φορές
Την άμπελο
Έσμιξε με τον αγκαθιά
Κάρπισε αίμα
Ίδρο και ψέμα.
Κιγκλιδώματα σιωπής λόγχισαν
Τα ύστερα χαμόγελα.
Μειδίαμα σε πρόσωπο πρώτο
Μάτια στη γη
Δακτύλια σφαλιχτά
Οι γυρισμένες πλάτες.
Τα χνώτα των ιδανικών αντικατοπτρισμών
Δεν τύφλωσαν τη λούτα
Σκιάχτηκε να αυτομολήσει
Μασκαρεύτηκε λίγο φεγγάρι
Και μίσεψε με τα φτερά
Μελλοθάνατου ανεμόμυλου.

 

Βάρδια

Κάθε που το χλωμό αστέρι
Υποκλίνεται στην πορφύρα
Το άχρωμο φόρεμα της
Απλώνει παγερά η σβούρα
Ίσα ν’ ασφυκτιούν οι ζωντανοί
Και ν’ αλαφροπατούν οι ξεχασμένοι.
Κατάκαρδα στον κάμπο της ημιζωής
Φιδοσέρνει μια φλέβα
Απαρέγκλιτα ‘γκριφώνει στα ίδια χνάρια
Με θέρμη άφωτης ψυχής
Τα μάτια της σάλπισμα
Φωτιάς και λάμας για τους αναιδείς ιεροθύτες.
Βαριές μυρουδιές θυσίας
Αντιπαλεύουν με τον άνεμο
Οι θύμησες
Λήθινοι χιτώνες
Σε σώματα εγκυτιωμένα
Μαρασμός
Οι σκέψεις πασχίζουν να δραπετεύσουν
Τετραγωνισμένες
Βρυχώνται.
Πίσω από τα διάφανα πετάσματα
Η ίδια εικόνα καραδοκεί
Γρανάζια
Ρουλεμάν
Διακόπτες
Ένα μολύβι και λίγες κόλλες ωχρό χαρτί
Ο πηγαιμός και ο ερχομός
Σφιχταγκαλιάζονται
Συνωμοτικά
Κι η πυξίδα έχει έναν προορισμό
Τον τάφο της δολοφονημένης αθερίνας.

 

*****************************

 

5) Κορδατζάκη Γεωργία

 

Ώριμη Άνοιξη αυτή στα μαλλιά σου

 

Έλυσες τα μαλλιά τινάζοντας κόκκινο,
μια κίνηση νωχελική και ράντισες αλμύρα.
Έσπρωχν’ αλάτι με τα δάχτυλα απ’ τα χείλη και τα μάτια.
Ναι, ώριμη άνοιξη αυτή στα μαλλιά σου.
Τα έπιανες με βελόνες απ’ τ’ αρμυρίκια του Μαΐου.
Γύρεψα τα νοτισμένα σου άνθη για να διώξω την δίψα.
Μια ανθοφορία από δικότυλα πάνω σου
να χορταίνει με ροζ το μπλε τ’ ουρανού,
να χαρίζει δροσιά στους στερημένους αγρούς,
να διαρρηγνύει μ’ αρώματα τις αστοχίες των κλειστών παραθύρων,
να κλείνει το μάτι με ιδιότροπες υποσχέσεις.
Κυκλοφορούσες ρόδινη εκείνη την εποχή,
την εποχή που περπάταγα τεθλασμένα
την αοριστία του πένθιμου βήματος.
Ήσουν κάτι λιγότερο από άνεμος.
Ήσουν ανάσα. Ανάσα μέσα στην Άνοιξη.