Ξεκινά σήμερα στο ΠΟΙΕΙΝ ένα τριήμερο Ανθολόγησης Νέων Ποιητών.

 

Σήμερα ανθολογούνται οι:  Αγάθη Ευαγγελοπούλου, Φώτης Γιαννίκος, Κρινώ Λιβυκού, Μιχαέλα Κόλλια, Αφροδίτη Διαμαντοπούλου

 

 

1) Ευαγγελοπούλου Αγάθη

 

Η σιωπή είναι χρυσός

την ώρα που η Λάχεση, η Κλωθώ,

η Άτροπος

γύριζαν το αδράχτι κι

οι κλήροι

μοιραζόταν

εκείνος ο αχρείος ο Μπωντλαίρ

πετάχτηκε απ’ το λειμώνα,

φώναξε

γίνε ο καλλιτέχνης της δικής σου

ζωής,

και τόσοι κλήροι

στην ποδιά της Λάχεσης

πλούτη, δόξα, ομορφιά,

περιποιημένες θεσούλες

κι ευτυχία,

πήγαν περίπατο!

καμιά τους δεν μπορούσες να κοιτάξεις

 

 

Ποίηση

 

ο γείτονας φορά μισό παπούτσι

αυθαδιάζει ο ήλιος

κάθε μέρα

τα όνειρα

έχουν αυτονομηθεί

στις κολόνες στο ύψος των ματιών

φυτρώνουν κηδειόχαρτα

οι παπαρούνες εννοούν να

φυτρώνουν

στα

χέρια σου

εκείνος ο γίγαντας

πού

να πηγαίνει

 

****

2) Φώτης Γιαννίκος

 

Ο Πιανίστας

Εκστασιασμένο το κοινό χορεύει
πίνει, επευφημεί ουρλιάζοντας
τον πιανίστα
αυτός
ανεβασμένος στο πάλκο
όντας σε κοινή θέα
ως μελλοθάνατος
στο ικρίωμα
πατάει τις νότες παρανοημένα
το όργανο στριγγλίζει
στα σωθικά του οι χορδές
στα όρια
για να σπάσουν
μια για πάντα
‘‘Παίξε’’
‘‘Παίξε’’
φωνάζει το πλήθος

Ο μουσικός νιώθει ναυτία
στο μυαλό του χορεύει
το νεκρό σώμα
της γυναίκας
μόλις προχθές
την έθαψε
σήμερα
την κλαίει
μ’ ένα δάκρυ
που κυλά
από τα μάτια του
‘‘Παίξε’’
‘‘Παίξε’’
φωνάζει ο κόσμος

Τα δάχτυλα του καλλιτέχνη
στροβιλίζονται στα πλήκτρα
οδεύει προς την κορύφωση
αυτό το φινάλε
δεν θα ’ναι σαν τ’ άλλα
ο ήχος, ο ρυθμός, η ένταση
ξεπερνούν
με ταχύτητα τις αισθήσεις
ξάφνου
το ένα χέρι
αστραπιαία
αρπάζει το πιστόλι
το φέρνει στο κεφάλι
πυροβολεί
‘‘Παίξε’’
‘‘Παίξε’’
φώναζε ο όχλος

*

Κορίτσι στη λίμνη

 

Συμφωνία βατράχων
χορωδία θυμάτων
επαιτών θαυμάτων
μεταλλαγμένοι πρίγκηπες
κοάζουν για
το φιλί της λύτρωσης
αγνοώντας πως
η τύχη του ενός
θα στείλει μεμιάς
τους λοιπούς
να χαθούν οριστικά
στο βούρκο

Το κορίτσι στην όχθη
παίζει πετώντας
βότσαλα στη λίμνη
τα οποία με τη σειρά τους
σχηματίζουν
τέλειους
ομόκεντρους
κύκλους

*

Σύμπλεγμα

Δυο κόσμοι
διαφορετικοί
δυο άνθρωποι
άφυλοι
κατ’ ανάγκην
περιπλέκονται
ψηλαφίζουν
ο ένας τον άλλον
σκέψεις που συγκρούονται
ψάχνουν πάτημα
κράτημα
από μια λέξη
μια προεξοχή
στον τοίχο
που δεν έχει κορυφή
δεν έχει πάτο
η κίνηση καθοδική
υπάκουη σε νόμους
βαρύτητας
σαν το χέρι κουραστεί
γλιστρώντας απ’ το
σταθερό σημείο
προόδου
η ιδέα
να πέσει
ο τοίχος κατάχαμα
οριζόντια
με τι ευκολία τότε
θα περπατούσε κανείς
επάνω του

 

*****

3) Κρινώ Λιβυκού

 

Αμοργιανή Κόρη

Σοφία είναι να νιώθεις το χρόνο.

Ο χρόνος μ’ έσπασε

η καρδιά μου μένει- ανέπαφη

το σημείο του γένους μου

δεν έχω αίσθηση

σχεδόν λείπει. Λείπεις.

Κι όλα μου τα μέλη αγνά και δύσπλαστα

τα στήθη μου·

γυμνά κι ασύμμετρα

πάνω απ’ την καρδιά μου- ανέπαφο

το άλλο πονεμένο.

Παγώνουν, τα στήθη μου

ύστερα καίγονται

στο χώμα και στο φως

εκτεθειμένα.

Τα Χέρια που μ’ έφτιαξαν, μετά

τα χέρια

δε μ’ άγγιξαν

κι ας καπηλεύτηκαν, για λίγο,

δε μ’ άγγιξαν.

Μόνο τα μάτια, ατέλειωτα μάτια,

με βασανίζουν.

Τα κάτω μέλη μου δεν τα νιώθω

έχουν καεί.

Η ηλικία μου κυμαίνεται.

Ή είμαι 27 ή 24

σχεδόν 27, σχεδόν 24

Τι σ’ αρέσει;

Να είμαι λίγο πιο παλιά ή λίγο πιο καινούρια;

Σοφία είναι, να νιώθεις το χρόνο.

Εγώ, δε θυμάμαι.

Δε θυμάμαι τους χρόνους μου

μόνο τους θυμίζω.

Εγώ, θυμάμαι μόνο το νησί μου

α! και τον πρώτο μου άντρα, τον κύριο Ja…

Χάιδεψε τα στήθη μου,

το δεξί κυρίως- το φθαρμένο

Αλλά, είπαμε·

τα χέρια

δε μ’ άγγιξαν.

Ούτε κι εγώ η ίδια δεν μπορώ ν’ αγγίξω τον εαυτό μου.

είμαι δεμένη, μα

θα λυθώ· σύντομα.

και θα χαϊδέψω τα στήθη μου

παγωμένα και καυτά

ανέπαφα και φθαρμένα.

Έτσι, να νιώσω ότι έχω κορμί,

Έστω και δύσπλαστο

Έστω και μισό.

Τα δικά μου χέρια, τα δικά μου

θα είναι τα πρώτα, τα μόνα

που θα μπουν μέσα μου.

Κρυώνω τώρα, πολύ

σ’ αυτό το νησί, μόνη

Θέλω να γυρίσω στο νησί μου.

Οι άνθρωποι με κοιτάζουν

σχεδόν με πόθο, με θέλουν.

Αλλά εγώ θέλω εσένα:

ήλιο· νησί· τα χέρια σου·

Γειτονεύω με το Σιντάρτα.

δε λέω, είναι καλός, ήσυχος

καμιά φορά μου ψέλνει

με καλεί να πετάξουμε, αλλά

εγώ δεν ξέρω να πετάω.

Πέταγα παλιά

πριν τα 27 ή τα 24 μου χρόνια

πριν με φτιάξουν Τα Χέρια

πριν προσγειωθώ στο νησί μου.

Δε θυμάμαι ακριβώς· μα νομίζω πως πέταγα

Κάποτε. Σε είχα δει;

Ο Σιντάρτα λέει «νίκησε την επιθυμία»

Μα, πως! Ψέλνεις όμορφα, αλλά εγώ

δεν είμαι τίποτ’ άλλο, μόνο επιθυμία.

Ο Σιντάρτα λέει «ειρήνη»

Αχ! δεν ξέρει:

*πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι*.

Ξεκουράσου, Σιντάρτα, επάνω στο λωτό σου

Εγώ θα πολεμήσω

για το σχηματικό μου κρίνο

κρατώντας τα φίδια της γονιμότητας.

Στο απολιθωμένο μου κορμί

βαθιά, στον πυρήνα μου

καίει το μάγμα.

Μη με βλέπεις έτσι λευκή, ψυχρή, ουράνια·

κάτω απ’ τον οπτικό φλοιό είναι τα χρώματα

εκεί που δε βλέπεις, με τα μάτια…

Ανασυσταίνονται μονάχα με ακτινοβολία

ενέργεια- ύλη, ύλη- ενέργεια, ενέργεια- ύλη

Ο χωροχρόνος ανδιπλούται.

Σε ποιο συμπαντικό αιώνα ζούμε;

-Ακόμα είμαστε σε διάχυση.

Η συρρίκνωση δεν έχει αρχίσει.

Κάποτε, θα ξαναγίνουμε μια σφαίρα μάζας

θα ξαναγίνουμε, με θεϊκή πυκνότητα

θα ξαναεκραγούμε.

Θα ξαναγίνουν αστρικοί σχηματισμοί

μια άλλη γη θα ευλογηθεί σε νέα γέννα

οι γεωλογικοί αιώνες θα σκαλίσουν

την λεκάνη της Τηθύος

η Αιγαιίς θα αναδυθεί, θα βουλιάξει

θα μείνουν μόνο οι Ολύμπιες κορφές

ο κύκλος της μικρής πράσινης θάλασσας

με την ιερά Φανερή στο κέντρο

Ξανάρχεται η εποχή του χαλκού.

Τότε το χέρι σου ζωντανεύει στην πλάτη μου.

Κολλάς ξανά επάνω στο κορμί μου.

Μ’ αγγίζεις.

Έχω πρόσωπο, έχω μάτια, βλέπω·

Ιδού, τα στάχια του Παραδείσου

Κυματίζουν

Αρχίζω να ξανανιώθω τον κόλπο μου

και τους μηρούς μου

Πλέον με χαϊδεύουν τα χρυσά δάχτυλα

Εκτέλεσα τη σπείρα

και βγήκα απ’ το Βιβλίο των Νεκρών.

Μέχρι να ξανασπάσουμε.

Μέχρι να ξαναφύγεις.

Πάλι, σοφή. Πάλι, νεκρή.

Σοφία είναι να νιώθεις το χρόνο.

Ζωή, να τον μοιράζεσαι.

 

******

 

 

4) Μιχαέλα Κόλλια

entrance free

 

Άνοιξε το μυαλό σου

Άνοιξε το wi-fi σου

Άνοιξε τις πόρτες
 
Άνοιξε τη σκέψη σου
Άνοιξε το ραδιόφωνο

Άνοιξε τα μάτια σου
Άνοιξε ένα μπουκάλι λευκό κρασί

Άνοιξε ένα βιβλίο

Άνοιξε την ψυχή σου
Άνοιξε τα σύνορα
Άνοιξε ένα πακέτο τσιγάρα(προφυλακτικά και σοκολάτες)
Άνοιξε το στόμα σου
Άνοιξε και Άνοιξη
Άνοιξε και Άνθισε.
Επιτέλους.

 

Φ.Π.Α

και τι να πω που η πουτάνα η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.

Άλλη φορά θα προσλάβω κοράκια ή γύπες να κάνουν όλη τη

βρωμοδουλειά. Θα ζητήσω και απόδειξη για να την κορνιζάρω.

Πάντα η ίδια  -λευκό χαρτί γελάει-  μόνο η ημερομηνία αλλάζει.

        μένουμε ίδιοι; – ρωτάει-          
Η σιωπή σου είναι πόλεμος και εγώ προσπαθώ να κολυμπήσω στα

ρηχά. Τα γόνατα μου δε λυγίζουν άλλο. Ο διπλωμάτης μου

αυτοκτόνησε και οι στρατιώτες μου ζητούν αύξηση μισθών. Σταμάτα

 να βάζεις νάρκες και παίξε δίκαια.              
                 Πίσω απ’το τοίχο δεν υπάρχει τίποτα. Στο βάθος δεν υπάρχει

 κήπος. Τα δέντρα μεθάνε με whiskey και ξερνάνε μέλι.                               

                 Είπα; Την  άλλη φορά θα προσλάβω γύπες. Και κοράκια . Θα

 απέλυα την ανάμνηση αλλά δε συμφέρει η αποζημίωση. Χαλεποί

 καιροί και δύσκολοι να ανοίξεις σπίτι. Άνοιξε καλύτερα ένα μπαρ και

κέρνα τους ερωτευμένους κύκλωπες ρετσίνα. 

 

Αϋπνία 

Μια πρόκα πίσω, στον αυχένα . Ο ύπνος έρχεται τις πιο ακατάλληλες

ώρες και με σκορπίζει. Το πόδια έχουν αρχίσει να μιλούν. Πονάω λέμε.

Τραγικό. Διστάζω, νυστάζω, κομπιάζω. ζΩ; Ω!!! Τι βάθος και αυτό;

 Συμβολικό.  Η πλάτη κόβεται στα δυο. Μαυρίσαν τα μάτια. Οι αγκώνες

 μαγκώνουν.  Ειρωνικό. Σου λέω διστάζω. Το στομάχι ένα τεράστιο

μπαλόνι. Και φουσκώνει και φουσκώνει και φουσκώνει. Οι ώμοι

μολύβια. Στο μυαλό μόνο γόμες. Έλα τώρα, μη χαϊδεύεσαι.

 

 

Κόμποι

η σκέψη έχει κολλήσει
σαν παλιά πόρτα που χρειάζεται λάδωμα
αλλά βαριέσαι να βγεις απ’το σπίτι να αγοράσεις γράσο
προτιμάς να κάθεσαι διπλωμένος στο κρεβάτι σα φάκελος που δε θα ανοιχτεί ποτέ
βουλοκέρι το αίμα πήζει στο μέτωπο σου
ξεχάστηκες πενθώντας το χαμένο χρόνο
μα δεν είσαι δα και ο μοναδικός
“κανείς δε χάνεται”
η δυστυχία σου
γιατί εσύ δε θες να σε βρουν.

 

 *****

 

5) Αφροδίτη Διαμαντοπούλου

 
 

 

    Κόκκινο                                                                                                                                                                                      

Κόκκινα απογεύματα …..                                      
αντανακλάσεις του Άτλαντα
φωτίζουν την ψυχή μου
και κίτρινα μόρια Σαχάρας
δονούν τη σάρκα μου.

Σφυρίζει στ αυτιά μου
αέρας της ερήμου,
άτια των Βεδουΐνων
που πλησιάζουν.

Μπλέκομαι σε μια δίνη
που με ρουφάει
σαν σε χορούς δερβίσηδων.
Γυρίζω, γυρίζω…
Πνίγομαι…
σε ομόκεντρους κύκλους
χαραγμένους με το διαβήτη της λογικής.

Κι ο διαβήτης ανοίγει ……
τρυπάει την Αφρική, 
σβήνει τη μοναξιά των βουνών,
το βούισμα των οάσεων ,
το όνειρο….
και αφήνει πίσω του το επίπεδο (Ο,ρ)
που ορίζεται από τα ίχνη μoυ……
 
Σκέψεις
Κάπου κάπου νομίζω πως πιάνω τις σκέψεις σου
μέσα στα δάχτυλά μου.
Τις αγγίζω, τις χαϊδεύω,
τις αισθάνομαι
και …ξαφνιασμένη ανοίγω τη χούφτα μου
να χυθούν στο άπειρο
σαν τους διάττοντες των Λεοντιδών.
Όχι πως δεν μπορώ να τις κρατήσω,
Όχι πως δε λαχταρώ να τις κάνω δικές μου,
Φοβάμαι μη τις διαβάσουν οι άλλοι και προδοθείς.

 

 

Ίσως

΄Ισως τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο!
Είναι θέμα χημείας ,μαθηματικών ή καλύτερα ποδοσφαίρου:
Ορθολογισμός τεχνοκράτη vs συναισθηματισμoύ αιθεροβάμονος 2-0.
Η  ευαισθησία μου σκόραρε σε τρύπια δίχτυα,
έγινε σαπουνόφουσκα που έσπασε πιτσιλώντας τους γύρω
ματαιότητα.
Έμεινε ξεχασμένη σε ένα γραφείο,
σκονισμένη σ΄ένα συρτάρι ….η ψυχή μου.

 

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης

 

Έκανα πολύ κόπο απόψε,
Προσπάθησα και τελικά τα κατάφερα!
Άνοιξα μια τρύπα στον τοίχο της ζωής μου
και είδα απέναντι.
Γαλάζια ακρογιάλια, κίτρινα λουλούδια,
κόκκινα πρόσωπα.
Ποιος με απήγαγε;
Ποιος με παγίδευσε με δόλο;
Ποιος με εντοίχισε στη ρέμβη καταραμένων ποιητών;
Πρέπει να κλείσω αυτήν την τρύπα!
Μπάζει ζωή και….τρέμω.