Ένας ολόγυμνος άνθρωπος προσπαθούσε για ώρες να ζεστάνει τα χέρια του μέσα στις τσέπες του παλτού που δεν φορούσε. «Μα αφού δεν φοράς τίποτα» τού φώναζαν οι περαστικοί «γιατί πασχίζεις τόσο;». «Κι εσείς σταυροκοπιέστε σε έναν Θεό που δεν είδατε ποτέ» απαντούσε και συνέχιζε να βαθαίνει ολοένα τα χέρια του στις τσέπες του παλτού που δεν φορούσε.

 

 *

Ένας εθνικόφρων άνθρωπος για πολλοστή φορά ανέβηκε στην Ακρόπολη να θαυμάσει τον Παρθενώνα σιγοτραγουδώντας: «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει». Την ίδια ακριβώς στιγμή ένα πουλί άφηνε μια κουτσουλιά επάνω στη λευκή επιφάνειά τους και ένας άντρας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, έκανε το απονενοημένο διάβημα από τον ιερό λόφο.

 

 *

Ένας άπιστος άνθρωπος στεκόταν για πολλή ώρα μπροστά από μια εικόνα Αγίου, αναζητώντας κάποιο σημάδι που θα απεδείκνυε την ύπαρξή του. Την ίδια στιγμή, πίσω από την εικόνα, ο Άγιος περίμενε και αυτός ένα σημάδι από τον άπιστο, που θα δικαιολογούσε την παρουσία του. Τελικά, μετά από ώρες αναφώνησαν ταυτόχρονα και οι δυο απογοητευμένοι: «Το ήξερα! Δεν υπάρχεις!». Και επέστρεψαν στη σιωπή τους.

 

*

Ένας τυχάρπαστος άνθρωπος είδε κάποια φορά μια ταμπελα που έγραφε: «ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΣΗ» και ως άλλος ταξιδευτής κίνησε θριαμβευτικά κατά ‘κει. Στο τέλος του δρόμου συνάντησε μόνο αδιέξοδο και μια φράση στον τοίχο: «Προσοχή στο διάκενο».

 

 *

Ένας γενναιόδωρος άνθρωπος κάθε πρωί άνοιγε το χρηματοκιβώτιο για να ταΐσει τα πουλιά στο μπαλκόνι του. Αυτά κοίταζαν τις χρυσές λίρες και πετούσαν μακριά. «Αχάριστη φύση» μονολογούσε θυμωμένα, «σας προσφέρω το θησαυρό μου και εσείς τον απαξιώνετε». Ως γενναιόδωρος άνθρωπος, όμως, συνέχιζε καθημερινά την προσπάθεια. Κάποτε σώθηκαν οι λίρες και άδειασε το κιβώτιο. Τότε τα πουλιά μπήκαν μέσα του και έφτιαξαν μια ζεστή φωλιά.