Το ποιητικό βλέμμα είναι η βρυσομάνα που ποτίζει όλο το έργο του Μάνου Ελευθερίου, ακόμα και το πεζογραφικό ή το ιστορικό-δοκιμιακό ως προς τις επιλογές του. Ο ποιητής είναι εκείνος που θερμαίνει τον στιχουργό, γι’ αυτό και ο στιχουργός είναι σχεδόν πάντα αυτοβιογραφικός, το δε τραγούδι άμεσα ανταλλάξιμο, αν το θελήσεις, με ποίημα.

Συνοικισμός”, “Μαθήματα μουσικής”, “Τα ξόρκια”, “Αγρυπνία στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου για το σκοτεινό τρυγόνι”, “Τα όρια του μύθου”, “Το μυστικό πηγάδι”, “Αναμνήσεις από την όπερα”, “Το νεκρό καφενείο”, “Η Πόρτα της Πηνελόπης” είναι οι, επίτηδες, αχρονολόγητοι  τίτλοι των ποιητικών του συλλογών. Και δεν τις χρονολογώ γιατί διέπονται όλες από περίπου κοινά χαρακτηριστικά και μια ομοιογένεια εντελώς προσωπικού ύφους, το οποίο μετατοπίζεται εκάστοτε ελαφρά ανάλογα με τις θεματικές ανάγκες. Κοινή ωστόσο είναι η αίσθηση οτι ο Ελευθερίου θεωρεί ακόμα και την ποίηση μάταιη πράξη και τον ποιητή αυτόβουλο θύμα-παρανάλωμα του πυρός. Ακούστε:

Την ώρα που έγραφε το μαύρο τ’ όνειρο
της νύχτας
το λευκό χαρτί σιγά σιγά καιγότανε στην άκρη.

Σιγά σιγά κι από τον άκρη γίνηκαν
κι όλα τ’ άλλα.
Ώσπου με πνίξαν οι καπνοί
κι έμεινα δίχως σπίτι.”

Η ποίηση του Ελευθέρίου συνομιλεί τόσο με το δημοτικό τραγούδι και τον υπερρεαλισμό, σχετιζόμενη κάπως με τον πρώιμο Ελύτη και με τον Γκάτσο, όσο και με τις μορφές που εξυπηρετούν το ευλαβικό συντεχνιακό συναίσθημά του όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Σολωμός. Η γλώσσα του δεν εγκαταλείπει ποτέ τον ρυθμικό και μουσικό βηματισμό της, άλλοτε όμως παρουσιάζεται ειδυλλιακότερη και ειρηνικότερη και άλλοτε τολμηρή, σκληρή και σπανίως παράφορη.

Άλλοτε πάλι η γλώσσα του, το θέμα και η φόρμα έρχονται να συναντήσουν την decadence των μεσοπολεμικών ποιητών μας. Ακούστε:

“Στον Άδη πάνε οι φίλοι κι άλλοι φίλοι
μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.”

Όλος ο Ελευθερίου ανήκει με διακριτικό φανατισμό στην παρακμή. Την παρακμή αυτή εξοστρακίζουν στα ποιήματά του ένας σπάνιος λυρισμός χωρίς ίχνος γλυκερότητας και ένας απαρηγόρητος σπαραγμός χωρίς ίχνος ταπεινού παραπόνου και ιδίωψς χωρίς ελπίδα. Ο πληθυσμός του συνίσταται σε ανθρώπους κυνηγημένους ή πικραμένους, ανεξαρτήτως τάξεως, χρόνου ή χώρου. Ο χώρος πάντως είναι συνηθέστατα αστικός και κατά προτίμηση εντοπίζεται σε πλοία, σε μπαρ, σε καφενεία, όπου η ματαίωση, η μνήμη ή η φωτογραφία ευδοκιμούν κι ανθίζουν ευκολότερα.

Καθώς οι συλλογές προχωρούν ο Ελευθερίου συμμετέχει και σε μια πεισιθανάτια διάθεση, λυρική αλλά όχι καρυωτακική και με γενναιότητα αποτραβηγμένη “δίχως των δειλών τα παρακάλια και παράπονα”. Ίσως βέβαια σ’ αυτό τον βοηθάει ένα από την πρώτη νεότητα επισημασμένο θρησκευτικό συναίσθημα που όμως περισσότερο θεολογεί παρά θρησκεύεται. Και τούτο επειδή το “θεολογείν” έχει, αντίθετα προς το “θρησκεύεσθαι” μια πλατειά ελευθερία και μια αφείδώλευτη διαθεσιμότητα που τόσο του ταιριάζουν.

Αυτός ο ακριβός ποιητής, μέσα στη γενική του γενναιοδωρία, έστειλε με αγάπη πολλά από τα ποιητικά παιδιά του στο σχολείο της μουσικής όπου και αρίστευσαν χαριζόντάς μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλή και γνήσια ομορφιά, γνωρίζοντας. Όμως, όπως λέει σ’ ένα στίχο του:

“πόσο πόσο η ομορφιά είναι υπόσχεση θανάτου”

1/4/09

(Oμιλία σε εκδήλωση προς τιμή του Μάνου Ελευθερίου)