Αθήνα, Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.
© Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα.
Lacrimae rerum
Ἄμοιρη! τὸ σπιτάκι μας ἐστοίχιωσεν
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου τὴν θλιμμένη·
στοὺς τοίχους, στὸν καθρέφτη, στὰ εἰκονίσματα,
ἀπὸ τὴν ὀμορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σὰ μόσκου μυρωδιά, κι ἁπλώνεται
καὶ τὸ φτωχὸ σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σὰ φάντασμα, θολὸ κι ἀνέγγιχτο,
κι ὅπου περνᾷ σιγὰ τὸ κάθε ἀγγίζει.
Ὄξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τὴ στέγη μας· καὶ τότε ἀντάμα
τὰ πράματα ποὺ ἁγιάσανε τὰ χέρια σου
ἀρχίζουν ἕνα κλάμα… καὶ ἕνα κλάμα…
Κι ἀπ᾿ τὴ γωνιὰ ὁ καλὸς τῆς Λήθης σύντροφος,
τ᾿ ἀγαπημένο μας παλιὸ ρολόι,
τραγουδιστὴς τοῦ χρόνου, κι αὐτὸς κλαίοντας
ρυθμίζει ἀργά, φριχτά, τὸ μοιρολόι…
Ἡ Θαμπωμένη Χώρα
Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.
Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.
Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·
Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.
Ἐπίγραμμα
Ἐδῶ στὴν ἔρημη πηγὴ
ποῦ ἴσκιος ἐπλανήθη
μιᾶς ὀμορφιᾶς ἀνέγγιχτης,
στὰ κρουσταλένια βύθη,
γιὰ τὶς νυφοῦλες τοῦ νεροῦ
καὶ στῆς ἰτιᾶς τὸν κλῶνο
στεφάνι ἀγριολούλουδα
κρεμῶ κι ἀφιερώνω.
Παρακαλῶ τὶς καλαμιὲς
μὲ τοὺς αὐλοὺς θλιμένα
νὰ κελαδοῦν τ᾿ ἀμίλητα
λογάκια τὰ σβησμένα.
Καὶ τὴ πηγὴ στὸ κοίλωμα
τοῦ βράχου, κεῖ στὴν ἄκρια
νὰ χύνει σὰ σὲ λήκυθο
τὰ μουσικά της δάκρυα.
Το στερνό παραμύθι
Πήραν στρατί στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι.
Kαι γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσ’ από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν -ποιος το ξέρει;- κάτι.
Kανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Aράπη
και να της φέρει αθάνατο νερό.
H μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ’ απάνω -μια φορά κι έναν καιρό-
ο Aρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ’ οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες –
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’ ανθίζουν οι γαζίες.
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ’ έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ’ αυτόν ν’ άγιάση!..
Μην κλαις
Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σού’ μειν’ εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ’ απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ’ η ζωή μας. ‘Ολη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνη
σιγά σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης…
Επιτέλους ποίηση με όλη τη σημασία της λέξης. Συγχαρητήρια για την ανάρτηση!
Συγχαρητήρια για την ανάρτηση.Προσθέτω ένα ακόμα υπέροχο ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα
Τὸ θέατρο
Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.
Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.
Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.
Ακόμη ένα…
Είδα
Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ’ ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ’ όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν’ αράξω· μόνο εκεί.
Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π’ άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ’ αλλού.
Διαβάτες μ’ ανταμώσανε καλοί και μου ‘παν: Mείνε
είν’ όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν’ αράξεις πια.
είν’ όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ’ είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ’ αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν’ αράξω πουθενά…
Φωνές της θάλασσας του Λάμπρου Πορφύρα
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π᾿ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιε το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιέ το η ψυχή σου αξέννοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν έρθ’ η Μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Στην προηγούμενη ανάρτηση ίσως να παραφέρθηκα !?!?
Μα υπόλογοι γιʼ αυτό είναι κάτι ποιητάδες σαν τον Πορφύρα
που με γαλούχησαν με το δηλητηριασμένο τους αφρό-γαλο ποίησης
Χειμωνιάτικα Δέντρα
Τὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τὰ πεῦκα ἀργοσαλεύουν,
σὰ ρασοφόροι στὸ βουνὸ ποὺ μάχονται ν᾿ ἀνέβουν,
κι ὁ θλιβερός τους ὁ ψαλμὸς στ᾿ ἄδεια βογγάει λαγκάδια
σὰ μουσικὸς ἀντίλαλος ἀπὸ βαθιὰ πηγάδια.
Μαζί τους κάτι ὁλόγυμνα κλαριὰ δὲν ἀποσταίνουν
τρελλὰ μιὰ χειμωνιάτικη καμπάνα νὰ σημαίνουν,
ὅπου τὰ γέρνει ὁ ἄνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
ἀπ᾿ τὸ βουβό τους σήμαντρο ποτὲ νὰ βγαίνει ὁ ἦχος.
Καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ νεροῦ, ποὺ σὰν τὴν καταχνιά,
κάποτε -τ᾿ ἀνοιξιάτικο τὸ λέει τὸ παραμύθι-
τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας ἐστρῶναν τὰ κλωνιὰ
τίποτε τώρα στὰ θολὰ δὲν ἀπομένει βύθη.
Σὲ ραγισμένους γύρω αὐλοὺς οἱ καλαμιὲς φυσοῦνε
τὰ νυφικὰ μαλλάκια τους μαδοῦν μαδοῦν οἱ ἰτιές,
τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας σβημένο νοσταλγοῦνε
καὶ κλαῖν τὶς ἀνοιξιάτικες ἐφήμερες σκιές,
Ὤ! κι ὅλο σκύβουν στὰ νεκρὰ νερὰ τὰ βουρκωμένα,
ὤ! κι ὅλο σειοῦνται κι ἔχουνε μὲς στὸν πικρὸ βοριᾶ
τὰ ἴδια τὰ κινήματα, τ᾿ ἀργὰ κι ἀπελπισμένα,
πού ῾χομε μὲς στὴ λύπη μας κι ἐμεῖς τὴν πιὸ βαριά.
Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)