Όλα για την τέχνη της γραφής που είναι η ποίηση. Η εκ του μακρόθεν γνωριμία μου με τον σύγχρονο γερμανό ποιητή Durs Grünbein (γεννηθείς το 1962) ξεκίνησε με την συλλογή «Απομακρυσμένη επιγραφή» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Υπερίων (1997) σε μετάφραση του Αθανάσιου Λάμπρου. Το 2007 έπεσε στα χέρια μου η συλλογή του Grünbein «Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία» (Κέδρος) σε κοινή μετάφραση των Γ. Λίλλη και Θ. Πούτα.
Ανά την Ευρώπη το έργο του ποιητή έλαβε θετικές κριτικές και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου σημαντικές μορφές της κριτικής οι οποίες βρίσκονταν για χρόνια αντιμέτωπες, οι απόψεις τους για τον Grünbein συνέκλιναν και σχεδόν ταυτίστηκαν. Αυτό σημαίνει πως ο ποιητής κατάφερε με την σταθερή του γλώσσα και τα ιδιαίτερά του ευρήματα να ενώσει τα πεδία της κριτικής εισάγοντας ένα έργο που ξεπέρασε την άρνηση της μορφής και την μοντέρνα κακοτεχνία. Εν ολίγοις, και για να μην επεκταθώ δίχως λόγο, έχομε την εμφάνιση μίας ποίησης που εκφράζει σθεναρά τις πολιορκίες που δέχεται η ύπαρξη μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή. Έτσι, απολύτως ορθά και καθόλου απρόσμενα ο Durs Grünbein αντιμετωπίζεται ως πραγματικό ποιητικό μέγεθος με φλέβες και ρίζες που τρέφονται από τα έγκατα. Από την στάχτη άλλων οργανισμών που υπηρέτησαν την ποίηση παρόμοια. Αυτό το σημείωμα όμως δεν ασχολείται με την αξιολόγηση του γερμανού ποιητή, τον χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα.
Δεν γνωρίζω ποια ακριβώς τύχη είχαν τα ποιήματα του Grünbein στην Ελλάδα. Φαντάζομαι πως υπήρξε ένα ποσοστό θετικής υποδοχής και αποδοχής. Συνήθως πληροφορούμαστε καλύτερα για το έργο της Αγγλοσαξονικής και της Αμερικάνικης ποίησης, παραπάνω μάλιστα κι απʼ όσο χρειαζόμαστε, ενώ μας λείπουν κείμενα σχετικά με τη δική μας, εγχώρια ποιητική παραγωγή.
Ορμώμενος όμως από τα πιο πάνω στοιχεία και έχοντας μία σχετικά καλή ενημέρωση για την πορεία της ελληνικής ποίησης αναρωτιέμαι για ποιόν λόγο η ελληνική κριτική καθυστερεί τόσο να αναδείξει και να σχολιάσει διεξοδικά τα έργα νέων δικών μας ποιητών που παρουσιάζουν από κάθε άποψη, προερχόμενη από θεμελιωμένη αξιολόγηση, ιδιαίτερα λογοτεχνικά προσόντα και αυθεντικότητα. Ποιητές που απευθύνονται άμεσα στην κοινωνία και αντλούν από τον χρόνο του φωτός, την πηγή της αποδέσμευσης, παράγουν το δικό τους σέλας. Ένα προσωπικό ρεύμα το οποίο διοχετεύεται στον μεγάλο ποταμό της παγκόσμιας ποιητικής παράδοσης.
Παρατηρούμε την υπερφόρτωση του δικτύου της σύγχρονης ελληνικής ποίησης από νεαρά πρόσωπα που δεν έχουν καν απογαλακτιστεί από τις βασικές αρχές, δημοσιεύουν ποίηση η οποία αδυνατεί να τεκμηριώσει τις δυνατότητές της. Στην καθημερινότητά μας συζητάμε για νεότερους και παλαιότερους ποιητές, που έργα τους και σχολιασμούς για την πορεία τους δεν συναντάμε στα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά (Δέντρο, Εντευκτήριο, Λέξη, Μανδραγόρας, Πλανόδιον, Ποιητική, κ.ά.) Ενδεχομένως να χρειάζεται άλλος ένας «Κανόνας». Η θέσπιση ενός ακόμη ποιητικού συμβολαίου.
Η άποψη πως «εκείνοι» γνωρίζουν κι εμείς όχι δεν μπορεί να βρει πουθενά υποστήριξη. Δύσκολα βρίσκεις αγράμματο άνθρωπο. Κινούμαστε όλοι μας, κατά το δυνατό, σε έναν πακτωλό εκδόσεων, αντλούμε από το διαδίκτυο. Αρκετοί ανάμεσα σε εμάς που «δεν γνωρίζουμε» κατέχουμε επίσης θέσεις ή εργαζόμαστε στον χώρο της εκπαίδευσης, ακόμη και της ανώτατης. Συναντάμε κάποιο αδιέξοδο; Απαντώ όχι. Έχει γίνει η ποίηση πιο φτωχή; Απαντώ όχι. Οι φυγόκεντρες σταθμίσεις όμως αποδεικνύεται πως έχουν αποτύχει. Όσο κι αν αυτό το πανόραμα των δημοσιεύσεων επικρατεί. Στη χώρα μας η ποίηση δείχνει πως τελειώνει, μα στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι.
Αυτό που φταίει λοιπόν δεν είναι «ο ποιητής που περισσεύει» μα ο κριτικός που περισσεύει, ή πιο βεβαρυμμένα, όποιος χρησιμοποιεί τον χώρο της ποίησης έχοντας θέσει τον ίδιο του τον εαυτό στο κέντρο της αποτίμησης των πάντων. Και πού κατέληξε αυτό; Σε μία μέτρια ποιητική η οποία εκ των πραγμάτων εξατμίζεται στο στάδιο της δημοσίευσης. Αυτή η κατάσταση δεν τιμά κανέναν ούτε καν εκείνους που υποτίθεται πως προάγουν την ποίηση στη χώρα μας. Παρεκτός κι αν η αδυναμία αντιμετώπισης του μεγάλου μεγέθους έχει καταστήσει πρότυπο το μικρό. Ο κατά πολλούς δαφνοστεφής Γουάλλας Στήβενς μας έχει προετοιμάσει για άλλο γεγονός, τον χαμό των ημίθεων με την εμφάνιση των θεών.
Ευχαριστώ για την φιλοξενία
Βασίλειος Ντούμης
Σχεδόν ταυτίζομαι με τις απόψεις του κυρίου Ντούμη. Ελπίζω αυτό το κείμενο να φτάσει μακρύτερα. Εκεί που πρέπει. Μπορεί να λειτουργήσει σαν πρώτος μπούσουλας. Και σαν δεύτερος. Οψόμεθα.
Ανέκαθεν η “πραγματικότητα” από την οποία αντλούσε ο ποιητής βρισκόταν μακριά από τα “κέντρα”. Τα “κέντρα” ήταν και είναι απομακρυσμένα από το ΚΕΝΤΡΟ των πραγμάτων. Και σήμερα παρατηρούμε αυτήν την συμφόρηση των παρυφών. Αναρωτιέμαι πάντως γιατί σιωπούν οι συνήθεις που αφήνουν απανωτά σχόλια για τις μεζούρες των άλλων. Φαίνεται πως το πλοκάμι της ενώσεως “Βλαβιάν” έχει εισχωρήσει ακόμη και στο Ποιείν.
Δεν πιστεύω πως μας ενδιαφέρει τι κάνει ο κύκλος του “Βλαβιάν”, τουλάχιστον δεν ενδιαφέρει εμένα προσωπικά. Για ποιόν λόγο να ασχολούμαστε με την μετριότητα; Εδώ μιλάμε πιο σφαιρικά. Τα πράγματα έχουν ακριβώς όπως τα περιγράφει ο κύριος Ντούμης. Παραπέμπτω σε πρόσφατη καταχώρησή μου περί “Ποιητικής” στο Ποιείν. Ούτε εκεί υπήρξε ροή σχολίων. Αυτό κάτι σημαίνει. Όχι για τον κάθε υποφαινόμενο που δημοσιεύει ένα κείμενο, μα για τις απόψεις που φέρει. Παντελής υστέρηση. Και για συνδεθώ με τους λόγους του Μίχου: κάποτε θα τελειώσουν και τα πρόζακ.
Γιατί δεν σκέφτεστε και το πολύ απλό:
ούτε κύκλοι “Βλαβιαν”
ούτε υστέρηση λόγου-απόψεων
ίσως κάποιες στιγμές-εποχές
να ζητάμε στίχους
μόνο στίχους
και τίποτε άλλο
καμιά εξήγηση
καμιά φιλολογία
μόνο την ησυχία των λέξων
και την ορμή των νοημάτων τους.
Ένα δυνατό ποίημα αξίζει όσο χίλιες αναλύσεις περί αυτού.
Πόσο μάλλον περί της φιλολογίας για τους ανθρώπους και την εποχή του.
Όλα περνούν και χάνονται
εκτός από αυτό.
Αγαπητέ Σπύρο, οι κύκλοι βεβαίως υπάρχουν, καθώς και η υστέρηση, για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο κύριος Ντούμης δημοσίευσε το κείμενο. Όλα αυτά τα αναφέρουμε θίγοντας αυτά που κάποιοι άλλοι έθιξαν. Κάνουμε σχόλια.
Και οπωσδήποτε το ζουμί είναι έχουμε καλά ποιήματα. Πρέπει όμως κάπου κάπου να αναρωτιόμαστε τι είναι το ποίημα γιατί έχουμε ξεχάσει – ή ξεχαστεί. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνουμε τα λεγόμενά μας. Και επ’ αυτού το σχόλιο μου περί υστέρησης. “I lost my center fighting the world” ακόμη και αν ορισμένοι κάνουν πόλεμο με τις χαρτοπετσέτες. Πριν απ’ όλα το ζήτημα είναι βαθιά ηθικό (υπαρξιακό), όταν απουσιάζει η ποιητική ηθική το Ποίημα δεν μπορεί να δημιουργηθεί, ούτε η Κριτική να προκύψει. Αυτό είναι όλο.
Έχουμε να μιλήσουμε και πολύν καιρό. Σε χαιρετώ. Φιλικά.
το ουράνιο ρεμάλι της αρχαίας βροχής
αφιερωμένο του ποιητή Bob Kaufman [1925-1986]
ίσως να μην αντικρίσω την ινδιάνικη νύχτα να ορίζει τις εκρήξεις ηφαιστιογενών ανθρώπων ή να μανουβράρει φορτηγά εμπορικά καράβια έως να αναβλύσει καίγοντας ο πάγος τον κορυδαλλό να συνουσιάζεται το κολιμπρί αχόρταγοι ουραγκοτάγκοι ξεδιψούν τη λαχτάρα τους με αίμα σε φιλανθρωποφαγικά εγκαίνια διαδρόμων τέχνης αχαρακτήριστοι ποιητές στρουθοκαμηλίζουν σε αίθρια μελετητών παζαρεύοντας το ζύγι της εγχείρησης με χασάπηδες νεοελληνιστές ο υπερπραγματικός στιχοπλόκος πλοηγεί την τρέλα στην ανάσα
Κώστας Ρεούσης
Κύριε Ρεούση αυτό που γράψατε σημαίνει κάτι;
Ούτε σχόλιο ούτε ποίημα.
Απευθύνομαι προς όλους, για αυτά να δούμε σχόλια που αντέχουν:α)”Παρατηρούμε την υπερφόρτωση του δικτύου της σύγχρονης ελληνικής ποίησης από νεαρά πρόσωπα που δεν έχουν καν απογαλακτιστεί από τις βασικές αρχές, δημοσιεύουν ποίηση η οποία αδυνατεί να τεκμηριώσει τις δυνατότητές της. Στην καθημερινότητά μας συζητάμε για νεότερους και παλαιότερους ποιητές, που έργα τους και σχολιασμούς για την πορεία τους δεν συναντάμε στα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά (Δέντρο, Εντευκτήριο, Λέξη, Μανδραγόρας, Πλανόδιον, Ποιητική, κ.ά.)”
και β) “Αυτό που φταίει λοιπόν δεν είναι «ο ποιητής που περισσεύει» μα ο κριτικός που περισσεύει, ή πιο βεβαρυμμένα, όποιος χρησιμοποιεί τον χώρο της ποίησης έχοντας θέσει τον ίδιο του τον εαυτό στο κέντρο της αποτίμησης των πάντων. Και πού κατέληξε αυτό; Σε μία μέτρια ποιητική η οποία εκ των πραγμάτων εξατμίζεται στο στάδιο της δημοσίευσης. Αυτή η κατάσταση δεν τιμά κανέναν ούτε καν εκείνους που υποτίθεται πως προάγουν την ποίηση στη χώρα μας. Παρεκτός κι αν η αδυναμία αντιμετώπισης του μεγάλου μεγέθους έχει καταστήσει πρότυπο το μικρό. Ο κατά πολλούς δαφνοστεφής Γουάλλας Στήβενς μας έχει προετοιμάσει για άλλο γεγονός, τον χαμό των ημίθεων με την εμφάνιση των θεών.”
Σχολιάστε παρακαλώ!
Κύριε Γλιάτα τόση ώρα σχολιάζουμε. Εγώ προσωπικά επιδοκιμάζω το κείμενο του κυρίου Ντούμη. Αν θέλετε να ανοίξουμε κάποια συγκεκριμένη κουβέντα παρακαλώ ξεκινήστε την.
Κύριε Γλιάτα,
Για να καταλάβετε αυτό που έγραψα πρέπει να σας έχει βγει η ψυχή (κυριολεκτικά μιλώντας). Και τέλος πάντων… τίποτΑ.-τίποτΕ. δ’ εν είναι.
Notes toward a supreme fiction… it must be abstract
Κώστας Ρεούσης & Υπερπραγματική Φράξια Λευκωσίας
!*!
http://www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=03/10/2008&id=25523872
Το παραπάνω κείμενο της κ. Κατερίνας Σχινάς, μου θύμισε η επιστολή προς το “ποιείν” του κ. Βασιλείου Ντούμη, και ειδικά το ακόλουθο καταληκτικό απόσπασμά της: “Αυτό είναι το ζήτημα, λοιπόν: ότι τέτοιες εκφάνσεις της διαδικτυακής ελευθερίας απειλούν τη διανοητική (και την ψυχική, ίσως) υγεία. Και ότι ακυρώνουν την έννοια της κριτικής, όπως ασκήθηκε επί αιώνες στον Τύπο -…”
Αν το ζήτημα είναι αυτό που θέτει η κ. Σχινά, η επιστολή του κ. Ντούμη δείχνει μια άλλη κατεύθυνση…
Γνωρίζω το κείμενο καλά. Και εξίσου καλά γνωρίζει η Σχινά και λοιποί ιεροεξεταστές τι εννοούν με τέτοια δημοσιεύματα. Ας παρουσιάσουν πρώτα, έστω μία ουσιαστική κριτική για οτιδήποτε και μετά μπορούμε να μιλήσουμε. Τα καταφύγια της πανεπιστημιακής αίγλης έχουν καταρρεύσει εδώ και δεκαετίες. Χρειάζεται να αναστηλώσουν και να αναστηλωθούν. Αυτό προαπαιτεί να μεταστραφούν ολικά σαν άνθρωποι, σαν διάνοιες. Είναι μάταιο να το σκεφτόμαστε. Μα μόνο πολύ λιγότερο ζοφερή είναι και η κατάσταση που επικρατεί στην “άλλη” πλευρά. Αγραμματοσύνη. Όπως είπα πιο πάνω, πλήρης υστέρηση. Οι μεν έχουν μάθει στραβά, οι δε δεν γνωρίζουν τίποτα. Έτσι έχουν -επισήμως- τα πράγματα.
@Κύριε Ντούμη,
συμφωνώ απόλυτα με τη φράση σας: “Σε μία μέτρια ποιητική η οποία εκ των πραγμάτων εξατμίζεται στο στάδιο της δημοσίευσης”.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει μόνο σήμερα, απλά σήμερα είναι πολλαπλασιασμένο και πιο εύκολο λόγω της παγίδας που λέγεται διαδίκτυο.
Δεν έχω απαντήσεις να δώσω για το τι πρέπει να γίνει.
Η αλήθεια είναι οτι εκτός από την κριτική χάνεται και η αυτο-κριτική, ως συνέπεια της πρώτης.
Ή όπως έλεγε και ο Τόλστοι: “Ολοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο αλλά όχι τον εαυτό τους”.
Για δειτε και λίγο έτσι τις παρατηρήσεις σας…
@Γιάννη Λειβαδά,
θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε από κοντά και να σε ακούσουμε στη βραδιά σου, στο Άλεκτον, που οργανώνει το Ποιείν, λεπτομέρεις προσεχώς…
Ως τότε σε διαβάζω με πολλή προσοχή και σιωπή. Και για τα δυο σε ευχαριστώ. Μου έχουν λείψει.
Δεν αποκλείω την ύπαρξη εποχών που γεννούν καλύτερα ποιήματα από άλλες εποχές.
Καλύτερα: μέσα στην αξιολόγηση κάποιου ή κάποιων.
Ως προς την εποχή που διανύουμε, αδυνατώ-ο ίδιος, καταρχάς-να αξιολογήσω/εκτιμήσω την ποσότητα και την ισχύ της καλής ελληνικής ποίησης. Θεωρώ, δε, ότι απειροελάχιστοι-για να μην πω κανείς-έχουν σφαιρική εικόνα, μέσα στους χιλιάδες θαμμένους τίτλους.
Είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι ποίηση που επιπλέει, όπως και ποίηση που διολισθαίνει στην ανυπαρξία εν τω γεννάσθαι, υπάρχει. Και τούτο, διότι υπάρχει και καλώς κρατεί η ολιγαρχία, η οποία και έχει την εξουσία να λαμβάνει τη σχετική απόφαση (της επίπλευσης ή της βύθισης).
Το μέσον που παραμένει “ανοιχτό” σε ποιήσεις φέρει το ήθος ενός δημοκρατικότερου και παραγωγικότερου μέλλοντος. Όποιος το βλέπει, το βλέπει.
Ευχαρίστως, αρκεί να γίνει πριν τις 20 Δεκεμβρίου διότι αναχωρώ για Παρίσι, ή μετά την επιστροφή μου από τις 10 Ιανουαρίου που ίσως θα είναι και καλύτερα για μένα. Ευχαριστώ. Χαιρετώ και τον φίλτατο Μουζάκη.
Xαιρετώ, Γιάννη. Προτού φύγεις (από τη συζήτηση, όχι απ’ την Ελλάδα), πες τι σπούδασε ο ποιητής, σύμφωνα με τις ΜΠΙΖΝΕΣ…
Σύμφωνα με το ποίημα ΜΠΙΖΝΕΣ σπούδασε ΖΩΟΛΟΓΙΑ…..
Το Μπολέρο να παίζει ανάποδα και να ξυρίζεσαι με νυχοκόπτη… για όσους το πιάνουν.
Καλό βράδυ σε όλους, αποχωρώ. Από αύριο πάλι.
Η ώρα είναι 5:14 το πρωί μα συμπληρώνω. Ποτέ δεν έχει υπάρξει επίσημη αυτοκριτική, μόνον εν κρυπτώ. Και, αγαπητέ Γιώργο Μίχο, δεν νομίζω πως πρόκειται για ελληνικό ζήτημα, το πράγμα ακουμπάει μέσα στα ερείπια του Σπένγκλερ.
Το πνεύμα όμως δεν δέχεται ούτε κλωβό εξομολόγησης ούτε και αγρανάπαυση αν ήταν αγρός φιλοπατρίας. Το “Μα την πίστη μου!” δεν έχει υπάρξει ποτέ πραγματικά στον άνθρωπο. Πόσο μάλλον στον σύγχρονο Έλληνα που αποτελεί περίπτωση αμοιβάδας – όπως το γράφω. Κι αν με ρωτήσεις, γιατί εδώ οφείλουμε να μιλάμε με τα κεφάλια όρθια, θα σου πω αυτό που δήλωσα σε περασμένη μου συνέντευξη: “Η δική μου χώρα δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα”.