cover_big.jpg

Η θλίψη του σώματος
Η θλίψη του σώματος είναι δύο μάτια από νερό που εχθρεύονται τους
κωπηλάτες ένα σύννεφο μια απορία είναι ο χαμένος ύπνος είναι και
το παράπονο η μουσική που δεν έχει λόγια παρά έγχορδα δάκρυα είναι
η θλίψη του σώματος το μαύρο μου πουλόβερ είναι που αποκρούει
το φως η θλίψη του σώματος ένα τίποτα είναι ένα φτερό ένα γεια σου
ένα κορίτσι η θλίψη του σώματος το απόγευμα μια πόλη που τη στοίχειωσαν
οι ακατοίκητοι η θλίψη του σώματος είναι.

Σκέψεις και λόγια της Ιωάννας της Μοναχικής
Να μη σας εμποδίζω, είπε. Κι άλλαξε όνειρο.
Με τα χρόνια, είπε, με τα χρόνια αισθάνομαι ένα χνούδι
στην ψυχή μου. όταν φυσάει θέλω να φεύγω. Στην άπνοια
απλώς λέω ψέματα.

Γονάτισε ασυναίσθητα. Ένα καβούρι στις πέτρες.
Εσύ μικρέ καρκίνε, είπε, μου χρωστάς νύχτα

Τα πρωινά δεν θέλει να ξέρει κανέναν.
Ύστερα εξοικειώνεται. Καμιά φορά χαμογελάει κιόλας.

Παλιά, είπε, κάποιος αγάπησε το γέλιο μου.
Του το ‘δωσα όλο.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί όλα αυτά;
Αυτή δεν είναι πόλη, είπε. Είναι μοίρα.

Το είδωλό μου, είπε, σ’ ένα παγάκι.
Θρυμματίζεται. Ρέει.

Δε θα φοβηθώ άλλο, είπε.
Θα βγω στην παραλιακή με πανσέληνο.
Και θ’ αποσύρω τα αισθήματά μου από τη διάθεσή σου.
όποιος μ’ αγαπάει ας κινδυνεύσει εξ ίσου.

Μέρες τώρα, είπε, το σώμα μου λείπει.
Ζω τον κυνισμό των αδικαίωτων αισθημάτων.

Θα επιστρέψω, είπε, και βάδισε πάνω στο νερό.

Αυτή.

Η από νερό σκεπτόμενη ερημιά.

Χωρίς ηλικία
Χωρίς ηλικία θα ζήσουμε
λαθραναγνώστες της χαράς
πότε αγέννητοι και πότε γέροντες
φυγάδες του χρόνου
σε σώματα δανεικά επαίτες
υγρά βράδια εκμαγεία ερώτων
δεν έχει διάλειμμα η θλίψη
ο πόνος πατέρας στα χώματα ξεχασμένος
έναν ύπνο γύρεψα κι εσύ μιαν αγκαλιά
αφού
χωρίς ηλικία θα ζήσουμε
στιγμιαίοι κι αιώνιοι
σταν δάκρυα του πρωινού
της νύχτας θρόισμα σαν.

Παρασκευή
Τελείωσαν τα ψέματα
Το αλογάκι σκότωσε το παιδί
Ο ξύλινος στρατιώτης πυροβόλησε
τα χρόνια
Ο ακροβάτης άφησε τα σκοινιά
κι έπιασε τους κρεμασμένους
Όλα στροβιλίζονται στο μυαλό
όταν φυσαέι
Νοτιάς τα όνειρά μας
Υγρασία
Το τραπέζι της Κυριακής
το στρώνουν
οι απόντες.