ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΤΕ ΝΑΡΚΟΜΑΝΟΥΣ

(περιέχετε στο τομίδιο που εξέδωσε ο Λεωνίδας Χρηστάκης «Οι δικοί μας άγιοι» από τις εκδόσεις «Χάος και Κουλτούρα». Το παρών χρησιμοποιείται ως βιογραφικό του ποιητή.)

Νίκο Σπάνια
Τρίφτηκες με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής…
Μπογιάτισες τη ζωή σου με ποσότητα (ποιητικού) ψέματος… Διακόσμησες την ίδια την ψεύτικη ζωή με περισσή πρωτοτυπία…την επίπλωσες –όπως κάποιος νεόνυμφος επιπλώνει το διαμέρισμά του- με νέους έρωτες, κατά προτίμηση εξαντρίκ…
Στην καθημερινή σου ανορθοδοξία τοποθέτησες και τη δόξα της ανορθόδοξης ερωτικής σου ζωής…
Δεν είμαι βέβαιος εάν εκείνη η ερωτική σου αποτυχία με την Στέλλα στην Χαλκίδα στις αρχές της δεκαετίας του 50 σε οδήγησε στην αναζήτηση άλλων τροφαντών αλλόφυλων μελών…
Σε κάθε εποχή εκτροπής σου και φυλάκισής σου εκέι στον «Νέο Κόσμο» πρόσθετες στην ζωήσου μια νέα ενέργεια και κινητικότητα..
Ερωτοτροπούσες συνεχώς με τον όλεθρο…
Πλησίαζες τον καθημερινό Θάνατο που φέρνουν όλα τα παραδεκτά φετίχ…
Πορτορικάνικα πέη σκάψανε ανάσα στα φρύδια σου…
Υπήρξαν στιγμές, μέρες, εβδομάδες που ξεχνούσες πότε γεννήθηκες …\
Ε. λοιπόν, είναι καιρός να πληροφορηθούν οι σημερινοί νέοι αλλά και σκατοτακτοποιημένοι –όπως τους έγράφες- πως γεννήθηκες το 1924…
Ξαναγεννήθηκες όμως και αναγεννήθηκες στη Νέα Υόρκη!.. Διατηρούσες με μανία υστερικού την ελληνική σου ταυτότητα, υπηκοότητα και ελληνικότητα…
Το σπίτι σου το έλεγες « Σχολή» … = ΣΧΟΛΗ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ…
ΕΣΥ ΕΝΑΣ άλλοτε (;) ναρκομανής
Ένας σωφέρ
Ένας σερβιτόρος
Ένας σκηνοθέτης κολεγιακών παραστάσεων
Ένας μπάρμαν
Ένας μανάβης –όπως της Δρέσδης
Ένας βοηθός ταχυδακτυλουργού
Ένας παθιάρης πούστης
Ένας που έλεγε ότι ούτε ηθική αλλά ούτε θεός
Ένας που έβαζε πρώτα απ όλα τον ερώτα –όχι τον πλατωνικό
Ένας που είχε βιβλιάριο καταθέσεων τις περισσότερες φορές άδειο, ή με λίγα μόνο δολάρια, που τα μοιραζόταν πάντα με τους ευνοούμενούς του
Ένας που τόκιζε τις καταθέσεις του σε άλλες τρεις τράπεζες ένας που είχε δύο διαμερίσματα στην Θεσσαλονίκη
Ένας που θεωρούσε τα χρήματα μεσίτη ανάμεσα στην κωλοτρυπίδα του και στους νεαρούς ισπανόφωνους επιβήτορες του
Ένας που διαχώρισε την έννοια της Ελευθερίας από την έννοια της Αναρχίας, πριν από την Έκρηξη της Κουλτούρας στις Η.Π.Α
Ένας που αγάπησε την Ελλάδα μόνο κατά εποχές
Ένας που αγάπησε την Αγγλία για τον στόλο της ένας που αποκάλεσε τον πατέρα του κτήνος
Ένας που υποστήριζε ότι ο Πλάτωνας ήταν φασίστας
Ένας που επέμενε με επιχειρήματα ότι ο Αριστοτέλης ήταν δασκαλάκος
Ένας που ονομάτιζε «λεβεντιές» τους οπλαρχηγούς του 21
Ένας που δεν του άρεζαν τα τσαρούχια και οι καμτσόλες
Ένας που έβλεπε το παρόν και το μέλλον της Αμερικής με το μικροσκόπιο ώσπου του βγήκαν τα μάτια
Ένας που νόμισε σαν μαλάκας ότι θα του απονείμουν το Βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας
Ένας που έμπαίνε οικειοθελώς στα άσυλα μόλις η ηρωίνη τον έριχνε κάτω
Ένας που κάθε φορά που έπαιρνε εξιτήριο από θεραπευτικό άσυλο έγραφε και εξέδιδε νέο βιβλίο
Ένας που για μερικές δεκαετίες ισχυριζόταν ότι οι επιδράσεις των παραισθησιογόνων είναι ευεργετικές
Ένας που η υγεία του τελευταία σοβαρά κλονιστεί
Ένας που εισήγαγε τον νεολογισμό για τις μεταφράσεις, λέγοντας: η ορίτσζιναλ λέξη μέσα στη νέα λέξη είναι ανίκανη να αρθρώσει λέξη που μεταφρασμένη είναι φασκιωμένη μέσα στα σκοτάδια
Ένας που έκλαιγε όταν σκεφτόταν ότι η νεολαία στην Ελλάδα δεν τον ήξερε καθόλου
Ένας που λυπόταν που δεν ήταν παρών στην Αθήνα όταν οι ομοφυλόφιλοι οργανώνονταν του 1975-1982
Ένας που για να πεισθεί πως το περιοδικό ΑΜΦΙ ήταν το συντεχνιακό όργανο του Ελλήνων ομοφυλόφιλων περασαν τρία χρόνια από την έκδοσή του
Ένας που έλεγε ότι είναι αυθεντία στα ραδιοφωνικά επαγγέλματα κι ότι το «Τρίτο Πρόγραμμα» στα χέρια του θα γινόταν… άστέρι με περισσότερους γκέυ συνεργάτες από όσους τοποθέτησε στην ραδιοφωνία Ο Μάνος Χατζιδάκις, που όσες φορές ήταν στη Νέα Υόρκη δεν ήρθε να σε δεί!

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΓΑΛΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

(κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οδός Πανός» το 1987)

ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

Ακόμη μια φορά
Όπως περνάει το αίμα από τη φλέβα
Ακόμη μια φορά
Όπως αδειάζει το στομάχι από τα περιττώματα
Ακόμη μια φορά
Όπως ορμάει το πουλί σαν τη σημαία
Ακόμη μια φορά
Όπως μια ρύση γίνεται μανιτάρι

Τά μάτια μου γλίστρησαν στο χαλί
Τα χέρια μου αγκάλιασαν τα κόκκαλά του
Μια σιλουέτα, μια σκιά
Κομμένη με το ξυραφάκι
Ξυρίστηκα και νοστάλγησα
Ξυρίστηκα και ονειρεύτηκα μια πτήση
Ένα αεροπλάνο Μπί Τουελβ
Μια φονική αεροπειρατεία
Ακόμη μια φορά
Φλέβες και περιττώματα, σημαίες και πουλιά
Όνειρα ρευστά που απλώνουνε σαν μανιτάρια.

ΠΟΙΟ ΣΤΟΜΑ

Ποιο στόμα θα πει τη λέξη
Ποιο χέρι θα χαϊδέψει
Ποιο χέρι θα γονατίσει.

Η βασιλεία της συμφοράς βαραθρώθηκε
Το πράσινο πρόσωπο του διάβολου
Δεν ανθίζει από την άβυσσο.

Σαν χιόνι ή σαν αφρός
Τα λευκά πρόβατα βρυχώνται
Σαλπίζουν το χρυσάφι της Ανατολής
Όλα τα στόματα αναπέμπουν ευχές
Όλα τα χέρια χάνουν το πυρετό τους
Όλα τα πόδια γίνονται πυλώνες
Γέφυρες που ενώνουν χώμα με χώμα
Ένω από κάτω ψάλλουν
Τα διαυγή σγουρά γαλάζια κύματα.

Μια πινέζα κρατάει γερά
Όλα τα χαρτιά μαζί
Κι ας φτερουγίζουν…

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΘΑΥΜΑΤΑ

Τι οχετοί, τι υπόνομοι, τι βόθροι
Ο βασιλιάς του παγωτού λερώθηκε και βγήκε
Μαύρος ήταν άγγελος μοντέρνος κάποτε
Με λευκή στολή του και το χαμόγελό του
Μολονότι παγωμένο ήταν αφοπλιστικό.

Τα λάδια χύθηκαν στη θάλασσα και κείνη
Αποτραβήχτηκε με την τιμή της λερωμένη
Τι οχετοί τι κώδωνες σκουριάς
Τι σκούρα σπέρματα
Τι βόθροι με βάθος αινιγματικό
Όπως ή Αποκάλυψη του Ιωάννου
Τα χρυσά σειρήτια του ναύαρχου
Βάφτηκαν καφετιά και πεθαίνει με γουρλωμένα μάτια
Μπουκωμένος θλίψη και περιττώματα.
Ιριδισμοί πετρελαίου
Μια παγία αυτοκρατορία πεθαίνει
Και γεννιέται ένα βασίλειο με δοθιήνες και κάκαδα.

Ο ΤΥΦΛΟΣ

Ο τυφλός χαμογέλασε.
Η αφή ήταν ή πιο αγαπημένη του αίσθηση.
Στηρίχτηκε στο μπαστούνι του.
Σήκωσε το κεφάλι του πιο ψηλά απ τα κεφάλια
Των άλλών.
Διασταύρωσε το δρόμο σαν άλογο που περπατά στη θάλασσα.
Άκουγε αδιάφορος πλην όμως ευκρινώς
Και τον ελαχιστότερο θόρυβο. Κάθε φωνή ανθρώπου.
«Να δεις που θα την δείρει»
« Να δεις που δεν θα γυρίσει σπίτι του απόψε»
Το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί.
Ο σκύλος του έγλειψε τα δάχτυλα.
Στ’ όνειρό του είδε μια σελήνη σαν τουρλωτό βυζί,
Τρία κυπαρίσσια να του γνέφουν και μια
Μεγάλη λεωφόρο από κοκκινόχωμα που
Σήκωνε σκόνη και του έτσουζε τα μάτια…

ΚΑΘΕΤΗ ΠΤΩΣΗ

Ω, πως το στόμα αυτό σπαράζει σαν ψάρι
Πως το χέρι ήθελε να γίνει βέλος να τρυπήσει
Πως το πόδι ήθελε να κλειδωθεί σ’ ένα άλλο πόδι
Κοιτάχτε το στόμα που έπηξε σαν κρούστα ψωμιού που ξεροψήθηκε
Το χέρι που τρέμει και κάνει παρέα με το πεινασμένο βλέμμα.
Βυθίζομαι σ’ ένα πηγάδι.
Η πτώση μου είναι κάθετη
Κάθετη κι εντούτοις ανεβαίνω διαρκώς στην επιφάνεια.
Βλέπω στο πρόσωπό μου το πρόσωπο ενός άλλου στον καθρέφτη.

ΘΕΕ ΜΟΥ!

Θεέ μου! Τι γαλήνη μπορεί να κλείσει μια μικρή
Κάμαρα, μια γωνιά, έστω,
Ή το κελί μιας φυλακής.
Αντικρύζεις τη ζωή με μάτι χωρίς καταρράχτη.
Μετράς τις ώρες και σχεδόν τις βλέπεις
Σαν τα κίτρινα μάτια της μαργαρίτας.
Βγάζουν μια στυφή ανακουφιστική οσμή.
Βλέπεις τον εργάτη στον αλευρόμυλο να πατάει
Ένα κουμπί και να πετιούνται εκατομμύρια σπόροι
Σαν ξανθή βροχή και να κονιορτοποιούνται – το ψωμί σου.
Τα μασάς με την απλή ηδονή του ζώου
Χωρίς κακία για τους ανθρώπους.
Αργότερα θυμάσαι και τον υδραυλικό κατά την
Εκκένωσή σου…
Αυτός έκανε να τρέξει το νερό για να καθαριστείς.
Ζεις για να ζεις.
Μια ζωή σταματημένη κι όμως ακέραια.
Σαν το ρολόι που χτύπα και διαπερνά το χρόνο δίχως
Τους δείχτες του.
Θεέ μου! Τι γαλήνη μπορεί να κλείσει μια μικρή
Καμάρα, μια γωνιά, έστω,
Ή το κελί μιας φυλακής.

Ο ΠΛΑΣΤΗΣ

Η ευκολία να γραφεί ένα ποίημα
Η δυσκολία να γραφεί ένα ποίημα
Παίρνεις λίγο γαλάζιο και λίγο πράσινο για τα μάτια της
Λίγο λευκό και αφρώδες για τα χέρια της ή λίγο μελαχροινό
Προστρέχεις στην παρομοίωση
Η παρομοίωση είναι το ζωογόνο αίμα του ποιήματος
Ο καρπός στην κορφή του καρποφόρου δέντρου.
Παρομοιάζεις τους γλουτούς της με δίδύμα αλάβαστρα.
Το ποίημα – σώμα ανασταίνεται
Σε πιάνει απ το μανίκι ή το πέος καμιά φορά
Σου λεει μ’ έπλάσες είσαι ο Πλάστης μου
Τι θα με κάνεις τώρα;

ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΑΛΙΟ

Αυτό το σώμα του φαφούτη
Στάζει κίτρινο σάλιο
(ηλιοτρόπια τρέμουν στον γκρεμό)
αυτό το στόμα του φαφούτη
είχε κάποτε μαργαριτάρια
( μάτια λευκά από καταρράχτη)
Ρωτάς τι μέρα είναι που βρίσκομαι;
Ρωτάς. Στάζει κίτρινο σάλιο.
Ρωτάς πού βρίσκομαι πού;
Και η βροχή καταπίνει πολύτιμα πετράδια
Δόντια λευκά σαν ψαροκόκκαλα.
Ρωτάς βρήκα την ευτυχία;
Κάποια δέσποινα άγνωστη με φόρεμα μακρύ
Κάθεται απέναντι σου και καγχάζει.
Από το στόμα της στάζει κίτρινο σάλιο.

ΤΙ ΑΛΛΟ

Πίνω καφέ κι ανάβω τσιγάρο.
Λεω τι άλλο θέλει κανείς από την ζωή.
Βλέπω αυτό το νέο παίδι θέλει να αγκαλιάσει το κορίτσι του.
Έλειψαν πολλά πράγματα απ’ τη ζωή μου.
Τραβώ και άλλη ρουφηξιά.
Γέλια κελαρίζουν Σα ρυάκια
Το καφενείο είναι αποπνικτικό, σχεδόν.
Όμως γελοία κελαρίζουν σαν ρυάκια.
Ο σερβιτόρος κρατάει παραμάσκαλα το δίσκο του.
Χρυσίζει σαν ήλιος.
Όταν τελειώσει ή βάρδιά του θα παίξει πρέφα,
Θα διατάξει ένα γκαρσόνι να του φέρει ένα γλυκύ βραστό
Θα κάνει, ίσως έρωτα.
Ερώτα; με ποιόν; Δεν έχει να κάνει.
Θα κάνει έρωτα με όποιον.
Τι άλλο θέλει κανείς απ τη ζωή;

Ο ΥΠΝΟΣ

Ο ύπνος σκίστηκε σαν χασές.
Ο ήχος ήταν αυτοκράτορας.
Στ’ αυτιά εισόρμησε ένας ωκεανός
Κι αποτραβήχτηκε συμπαρασύροντας
Κόκκαλα , πετροκάρβουνα, φύκια
Συρματοπλέγματα και σκοτωμένους.

Ένας αποθαμένος αναστήθηκε και έσφιξε
Στην αγκαλιά του μια γυναίκα…
Επιτέλους, είπε, είμαι νεκρός.
Ναι, επιτέλους είπε κείνη κι έδειξε με το χέρι της ένα φαράγγι
που πηλαλούσανε τσακάλια

Πέρασαν μέρες νύχτες χρόνια
Ο ύπνος σκίστηκε σαν χασές
Δεν ήταν μέρα δεν ήταν νύχτα,
Μόνο η προειδοποίηση μιας λάμψης.
Αύριο οι τομάτες θα γυαλίσουν
Σαν πρόσωπο μωρού παιδιού.
Αύριο ποίος ξέρει αν θα υπάρχω…

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΜΠΕΧΤ

Ας πάει να λεει ο Μπρέχτ
Πως κάθε συζήτηση για δέντρα είναι κρίμα.
Με ρώτησε τι τραβάω; Ναι, φταιει η εποχή.
Αλλά τι το κοινό έχω με την εποχή;
Εποχή κοσμοϊστορική! Κουραφέξαλα…
Ο κοσμάκης ζητάει πάντα τη βολή του.
Οι εργάτες επαναστατούν.
Καλά κάνουν. Άμα γεμίσει η μπάκα τους θα γίνουν αστοί.
Αν η σοφία είναι έλλειψη δράσης
Τότε και γω θα γίνω σοφός.
Δεν φταιω για τίποτα. Δεν πείραξα κανένα.
Αν είχα πλούτη θα μοίραζα – τα μισά- στους άπορους
Αλλά τι φταίω γω για ένα στραπάτσο
Όπως η εποχή μας;
Αμα χορτάσεις, πρέπει σώνει και καλά
Να μιλάς για χλόη και για δέντρα;

ΔΥΟ ΑΓΟΡΙΑ

Τα δυό παιδιά φορούσαν μπλε εργατικές στολές.
Τα μάγουλά τους ροδαλά και άτριχα τα στήθια.
Μόνο τα χέρια τους είχαν σκληρύνει απ τη δουλειά.
Καθίσανε στο καφενείο ανάμεσα σε κρότους από πούλια.
Βλαστήμιες των χαρτοπαικτών και ιταμές παραγγελίες.
Χαμογελούσαν λίγο αδέξια αλλά τσιχαριτωμένα
( Σα να ζητουσνε συγγνώμη που ήταν τόσο όμορα τόσο διακριτικά)
Ανέβασαν ταυτόχρόνα στα χείλη τα ποτήρια με το νερό.
Στο γκαρσόνι φέρθηκαν ήπια κ’ ευγενικά.
Άναμεσα στο σαματά και τις φωνές ο χρόνος είχε σταματήσει.
Σηκώθηκαν να φύγουνε κ’ όπως τα ρούφηξε ή νύχτα
Τότε ευθύς αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε στο στόμα.

ΑΝΑΡΡΙΧΑΣΑΙ

Αναρριχάσαι μέχρι τον ουρανίσκο μου
Και με πνίγεις όπως ο πράσινος Απρίλης
Όπως η ορμή του κύματος που γεμίζει μ’ αλάτι
Τα ρουθούνια μου όπως ο ατμός που φεύγει απ τη μηχανή.

Με μια πινελιά χρωματίζεται η ζωή μου.
Με μια βροχή σβήνεται η ζωή μου.
Τα αλόγα του χρόνου χριμιντίζουν στο κατώφλι μου.
Βροντούν με τις οπλές τους για να τους ανοίξω.
Όμως φοβάμαι τα μονονύχα ζώα.
Φοβάμαι το σάλιο τους που λάμπεί σαν ασήμι.
Φοβάμαι την ορθωμένη τους ουρά που κάποτε
Ήταν ή αγάπη μας.
Φοβάμαι το πράσινο Απρίλη
Τον αφρό του κύματος
Και τον ατμό της μηχανής.
Άλλο δεν έχω τίποτα να πω
Και μένω κλειδωμένος μέσα.

ΚΑΤΙ ΕΤΙΞΕ

Κάτι έτριξε μέσα στην κάμαρα μου
Δεν ήταν το καθοριστικό τρίξιμο των επίπλων
Ήταν ένα τρίξιμο ανεπαίσθητο σχεδόν
Όπως το θρόισμα που κάνει η γλαυκή θωριά σου
Με κοίταξες ορθός με κείνα τα πρασινωπά σου μάτια
Τα μάτια εξημερωμένου δράκου
Απλώσαμε τα χέρια και ένιώσα
Την ζεστασιά της σάρκας σου όπως παλιά
Και ένιώσα το πυρετό του σώματός μου
Να με πετάει σαν άχυρο
Σαν πούπουλο
Σαν ξερό φύλλο μες τους δρόμούς.
Ύστερα ανακάθισα.
Αυτό το μαρτύριο δεν τελειώνει…

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Σ’ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΟΥΛΛΟΥ

Πήγαινε με το καινούργιο σου αμόρε
Αυτόν τον αισχροποιό κι ηδονοθήρα Αντώνιο
Πήγαινε και πήγαινε και άφησέ με γύρω από το άγαλμα
Του πολεμόχαρου Άρη να φυσώ και να
Ξεφυσώ για αυτήν την εγκατάλειψη …
Αλήθεια τι του βρήσκεις; τα σπυριά του που βγαίνουνε στο πρόσωπο κι υποδηλώνουν
την ερωτική του λύσσα; Μ’ αυτούς λυσσάει και
ξεφυσάει ότι βρει μπροστά του…
Πήγαινε στην λεωφόρο με τους αναμμένους πυρσούς
Που ρίχνούνε ανταύγέιες κόκκινες στα μαγούλα σου
Και τα κάνουν να βάφονται πιο πορφυρά στην αναμονή ισχυρών ερώτων.
Τράβα, Αδιάντροπε. Ξετσίπωτο κορμί, μα μην ξεχνάς
Πως πάτησες τα δεκαέξη και σε ένα χρόνο το πολύ
Οι τρίχες θα σκεπάσουν τα αβρά σου μέλη
Οι τρίχες οι αντιαισθητικές και τότε τι θα κάνεις;
Θα μου ξαναγυρίσεις μετανοιωμένος πίσω;
Δε σφάξανε. Οι τρίχες θα σφραγίσουνε τη μοίρα σου
Και ό,τι τώρα εγώ ζητώ από σε
Κ’ εσύ το ζητάς από άλλους!

Η ΜΑΓΙΣΣΑ

Το παιδί αιφνιδιάστηκε.
Σήκωσε το ξανθό κεφάλι του
Στο ταβάνι κ’ έκλεισε τα μάτια.
Ένας κρουνός από χρυσά νομίσματα
Πλημμύρισε το πάτωμα.

Από το ανοιχτό παράθυρο
Όρμησε η μάγισσα ουρλιάζοντας
Καβάλα στη μυθική της σκούπα.
Βάλθηκε να σκουπίζει τα νομίσματα
Τα σώριασε σε μια γωνιά
Θα σου πω ένα μυστικό λεει το παιδί.
Άλλος ο χρυσός άνθρωπος
Κι άλλος ο άνθρωπος με χρυσάφι.
Ο πρώτος μπορεί να έχει μια καλή καρδιά
Και ο δεύτερος μπορεί να έχει την τσέπη του γεμάτη
απ τα νομίσματα αυτά.

ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΣ

Είναι το κλάμα ενός αγγέλου
Ή το βέλασμα προβάτου;

Είναι ο μηκυθμός ενός ταύρου
Ή ο πυροβολισμός ενός όπλου;

Είναι η αποσμέτρητη φωνή
Ενός άστρου
Ή ο καρκίνος του ήλιου;

Είναι το άθροισμα δύο
Που έζησαν μαζί μια ολόκληρη ζωή
Ή θύελλα που ξεριζώνει τα δέντρα;
Όχι! Τίποτα από όλα αυτά.
Ένας άγγελος φυλάει πρόβατα
Ένας ταύρος κοιμάται κι ας του τσιμπούνε
Το πετσί οι σφήκες
Είναι ένα άστρο όμοιο με δέσμη παπαρούνες
Είναι ο ήλιος που θερμαίνει το ρίγος
Δύο που έζησαν μαζί μια ολόκληρη ζωή
Είναι η θύελλα μίας Κιμμερίας
Στ’ όνειρο μας.

ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Αυτή η μουσική
Είναι υγρή
Υγρή και κυματούσα
Πότε αιωρείται στο δωμάτιο
Σα βροχή από γυαλιστερές βελόνες
Χωρίς ν’ αγγίζει το δάπεδο
Και πότε ακούγεται σαν ρόγθος
Μια θάλασσας χωρίς όνομα
Χωρίς προέλευση, χωρίς καταγωγή
Μουσκεύει το μαξιλάρι
Διαποτίζει τα ρούχα που είναι
Κλεισμένα στην ντουλάπα
Αστράφτει σαν καθρέφτης ή σαν
Ξιφολόγχη που δεν τρυπά, δεν πληγώνει
Μόνο αφήνει ένα παράπονο
Ένα παράπονο αρχαϊκό
Όπως το αίνιγμα του κόσμου.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

1

Η σιδηροδρομική γραμμή τραβάει μακριά.
Χώνεται Σα μαχαίρι στην απόσταση
Ο Νέγρος φουσκώνει μια πράσινη φυσαρμόνικά…
Τα μάτια του είναι σαν του τυφλού.
Ένα χαύνο σκυλί του γλύφει το αυτί.
Μπρος του οι σιταγροί.
Πίσω του η αυλή με το καλύβι.
Το χώμα σπιθίζει.
Το χώμα τσιμπάει.
Το χώμα τραγουδάει.
Η σιδηροδρομική γραμμή τραβάει μακριά.
Χώνεται σαν μαχαίρι στην καρδιά του.

2

Η όψη του έχει στραγγίσει.
Είναι γεμάτη ραγάδες και ζαρωματιές.
Γαλάζιο φως έχυναν κάποτε τα μάτια του.
Τον γέρασε η προσδοκία.
Τον γέρασε το φόρντ που αφήνει πίσω σκόνη.
Η όψη του έγινε ένα με τη Γη.
Γαλάζιο φως έχυναν κάποτε τα μάτια του
Πλην όμως γέρασε προσδοκώντας…

3

Αυτός ο μέγας αυτοκινητόδρομος
Ενώνει Δύση και Ανατολή
Βορρά και Νότο.
Γνέφαλα από λευκά μπαμπάκια.
Ρανίσματα μαύρου σίδερου.
Ο γνόφος απλώθηκε πάνω
Σε μαύρους κίτρινους και λευκούς.
Αύριο θα βγει πάνοπλη η αυγή
Τινάζοντας ασημένιες σπίθες
Σε πρόσωπα και πράγματα.
Αύριο.
Ποιος ξέρει;

4

Χιλιάδες πεθαμένα αυτοκίνητα
Σαν καβούκια χελώνας
Τα ξίφη της χλόης εισχώρησαν παντού
Το βρόχινο νερό κάνει τη σκουριά
Πιο κόκκινη.
Η δύση σηκώνεται σαν το πανί παντιέρας
Πάν ω από τα καβούκια.
Το βρόχινο νερό είναι καλό
Και κάνει καλά την δουλειά του.

5

Ένας κορμός κουτσουρεμένου δέντρου.
Πολλοί κορμοί. Πολλοί άνθρωποι.
Βγήκαν από την εκκλησία.
Ο ιεροκήρυκας με λόγους κεραυνούς
Τους υπενθύμισε
Πώς η σάρκα είναι πονηρή.
Πώς ανθίζει στο σκοτάδι.
Πως πρέπει ν’ αποφεύγουνε σκαιώς
Την αμαρτία
Πως δεν πρέπει να επιβουλεύονται
Τις γυναίκες και τα αγαθά των άλλων…

6

Ένα φιλικό δελφίνι
Κολυμπά
Κάνει τσαλίμια με την υγρή ουρά του
Στην παραλία της Φλώριδας.
Χαμογελά πλατιά, κι είναι
Σαν να λεει στον κόσμο που το βλέπει
Το να είσαι άνθρωπος
Δεν είναι το παν πάνω στη Γή.

ΙΣΤΟΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

Στα μάτια σου καθρεφτίζεται
Όλο το μελιχρό των χουρμαδιών της Φλώριδας
Όλο το χρυσοκίτρινο των πορτοκαλιών της Καλιφόρνιας.

Όλος ο φοβερός αφρός του Ατλαντικού
Είναι μάτια ευγενικά και διασταλμένα.
Σου δίνουν γλυκές προσταγές.
Σου λένε:
Κάθησε εδώ και βάλε με το νου σου το τετράγωνο της επιστήμης,

Τις αψίδες του θανάτου,
Τη ζωή που χυμάει σαν οχιά κάτω απ’ τη χλόη

Ό, τι δεν προκείται να γίνει,
Ό, τι έγινε και άφησε το καπνό του…

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Φορές – φορές θαρρώ πως είμαι ένα ποτήρι
Ένας μεθυσμένος το παίρνει και το σπάει.
Γίνομαι κομμάτια.
Ανάμεσα από τα σπασμένα γυαλιά λάμπει το αίμα μου.
Φορές – φορές θαρρώ πως είμαι ένας αμφορέας
Ένας αρχαιοκάπηλος τον παίρνει και τον θάβει
Μένω χωμένος στο χώμα για αιώνες, χιλιετηρίδες, ίσως…
Φορές – φορές γίνομαι ίσαλος γραμμή.
Το κυανόλευκο δαχτυλίδι του ορίζοντα,
Ο αρραβώνας, δύο που αγαπήθηκαν και
Όμως χωρίσανε για πάντα.

ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ

Τα βυζιά αυτής της ζητιάνας
Πάλλονται σαν χορδές μέσ’ απ’ τα δάχτυλα
Του οργανοπαίχτη
Υπνοβατεί καθώς χιλιάδες χελιδόνια φτερουγίζουνε
Στις τσέπες του φορέματός της.
Ακούγεται ένας μουσικός ρόχθος.
Χύνεται μια οσμή από ιασμέλαιο.
Η ζητιάνα ξυπνά και χαϊδεύει τα χελιδόνια
Που ξελαρυγγιάζονται μέσα στις τσέπες της.
Οι γλώσσες των χελιδονιών τρέμουν
Σαν τις καμπάνες στα χέρια του κωδωνοκρούστη
Κουασιμόδου
Η ζητιάνα έχασε τη μιλιά της όταν ένας
Θηλυμανής πελάτης την πλησιάζει βουίζοντας,
Εκείνη γνέφει «ναι» με το κεφάλι.

Ο ΔΟΘΙΗΝ

Είναι σκεπασμένος με γάζα.
Μια γάζα διάφανη, λευκή σαν σύννεφο.
Καμιά φορά, όχι καμιά φορά
Συχνά ματώνει και τότε ζωγραφίζεται η καρδιά
Ενός κόκκινου ρόδού.
Έχουμε τα ρόδα μας
Έχουμε τους δοθιήνες μας.
Όχι σπάνια πονούν ανυπόφορα
Κι από τη έκκριση τους ρέει ένα κίτρινο πύο.
Ρέει ακαταπαύστων σαν κρουνός.
Τότε νοιώθω ν’ αδειάζω απ\ τα αισθήματά μου.
Μένω άδειος και αδιάφορος.
Αδιάφορος στο καλό και στο κακό
Αδιάφορος στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους
Επιτέλους
Ύστερα από τόσην αγωνία, συσπάσεις και κραυγές
Νοιώθω κι εγώ σαν τη λεύκή
Γάζα του δοθιήνα μου
Πριν σφραγίσει απ το αίμα του ρόδου.

ΣΕ ΦΙΛΗΣΑ…

Σε φιλησα το χάραμα
Και ράγισε η αυγή
Σε φίλησα τα’ απόβραδο
Κι έσπασε το φεγγάρι.

Κάθομαι και μαζεύω τα κομμάτια
Για τα δυό γλυκά σου μάτια.

Γλυκόπικρη η αγάπη μας
Με κάνει και δακρύζω
Τη μια ζάχαρη κι αλάτι
Τίποτα δεν ορίζω.

Σε φίλησα το χάραμα
Και ράγισε η αυγή
Σε φίλησα τα’ απόβράδο
Κι έσπασε το φεγγάρι.

ΓΑΛΑ ΠΙΚΡΌ

Γάλα πικρό, γάλα ξινό
Σε πίνουμε ολημερίς
Μαύρο γάλα της αυγής.

Στολίζεται η κόρη που αγαπώ
Βάφει τα μάτια με λουλάκι
Τρέμει και πετά σαν το πουλάκι.

Γάλα πικρό, γάλα ξινό
Σε ρουφάμε ολημέρα
Απ’ την αυγή ως την εσπέρα.

Η ΑΓΑΠΗ

Τρέχει η αγάπη σαν το κύμα
Τρέχει και κυλά στο μνήμα

Στης αγάπης τον καιρό
Δεν μπορείς να πεις το ρό

Ράχες, λαγκαδιές και όρη
Σκίνα, βότσαλα και σπόροι

Με μια δρασκελιά η αγάπη
Τα ρουφάει σαν το χάπι.

Στης αγάπης τον καιρό
Δεν μπορείς να πεις το ρό.

ΑΠΟΨΕ ΓΙΑΤΙ

Απόψε γιατί γέλασα;
Κανείς δεν θ’ απαντήσει
Όρκοι, φιλιά και τάματα
Χαρές, λύπες και μίση.

Με δέσανε σε χώματα
Που έχω αγαπήσει.

Τα μάγια που μου κάνανε
Σαν ποιος να μου τα λύσει;

Απόψε γατί γέλασα;
Κανείς δεν θα απαντήσει

ΕΝΑΣ ΖΗΤΙΑΝΟΣ

Ένας ζητιάνος κάθησε
Στην άκρη στο ποτάμι
Είχε στα πόδια του πληγές
Τα μάτια από κατράμι.

Το νεράκι κελαρύζει
Κι όλες τις καρδιές δροσίζει.

Είχε στα χείλια του καρφιά
Τα χέρια είχε δεμένα
Είχε κι ένα παράπονο
Κι όνειρα ματωμένα.

Το νεράκι κελαρύζει
Κι όλες τις καρδιές δροσίζει.

ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

Οριστικά καθώς το χιόνι λιώνει
Γρήγορα- γρήγορα κι ηδονικά
Όπως πίνεις κρασί όταν δίψας
– θέλω να με κοιτάς.

Άκοπα ν’ ανεβαίνεις
Τον κόσμο σαν τόξο λυγερό
Όταν η φύση είναι γαληνή
Και ξεψυχά η οδύνη.

Αγρία κι έξαλλα θέλω να μ’ αγαπάς
Να σπάζεις το ποτήρι του έρωτα
Κι απ’ τα συντρίμμια του τα λαμπερά
Να μ’ αγαπήσεις ήρεμα, ξανά.

ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ

Μίλησέ μου για βοριάδες
Λαίλαπες κι άγριες σπηλιάδες
Σιμά στο τζάκι.

Πες μου με χίλια στόματα
Των φίλων μας τα ονόματα
Σιμά στο τζάκι.

Πλήθος οι σκιές κι οι φλόγες
Πως γλιστρούνε σαν πιρόγες
Σιμά στο τζάκι.

ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΧΕΡΙ

Είναι ένα χέρι σαν αφρός
Λάμπεί και σκορπάει στο φως
Τινάζεται άγριο καθώς
Ανάβρα, αντάρτης, πυρετός.

Αυτό το χέρι αγαπώ
Ριζωμένο σαν το δέντρο
Αχόρταγο σαν το θεριό
Στης καρδιάς μου μες στο κέντρο.

ΑΛΛΟΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ

Άλλοι χορεύουν σάμπα
Κι εγώ σκυφτός στην λάμπα
Γράφω για ένα πόθο
Για ένα κορίτσι νόθο
Και για τη θλίψη που θα πει
Μακρύτερη κι από το Μισσισσιπή.

Πίστεψε με όταν σου λεω
Δεν ξέρω τι ορέγομαι
Ξέρω μόνο πως φλέγομαι
Και πάντοτε θα κλαιω.

Άλλοι χορεύουν σάμπα
Κι εγώ σκυφτός στην λάμπα.
Σκαλίζω λίγη στάχτη
Για να μου φύγει τα’ άχτι.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΠΟΤΕ

Είμαστε κάποτε τρεις φίλοι
Τρεις φίλοι γκαρδιακοί
Πήγε από δω ο ένας, ο άλλος από κει.

Κάναμε και οι τρεις θητεία
Στο Ρέθυμνο και τη Σητεία
Παίζαμε ζάρια με τις ώρες
Μιλάγαμε για ξένες χώρες.

Είμαστε κάποτε τρεις φίλοι
Τρεις φίλοι γκαρδιακοί
Πήγε από δω ο ένας, ο άλλος από κει.

Η ΒΑΣΙΛΩ

Η Βασίλω
Είχε φίλο
Είχε και μεγάλο σκύλο
Και τον περπατά

Στα σοκάκια και στις ρούγες
Αχ, πουλιά με τις φτερούγες
Κάποιον συναντά.
Αχ, Βασίλω
Από την Τήλο
Πάρε το χλωρό μου φύλλο
Φυλακτό να το φοράς.
Στα σοκάκια και στις ρούγες
Αχ πουλιά με τις φτερούγες
Κάποιον συναντάς.

ΧΙΛΗ 1974

Που ναι το μαντήλι σου Χιλή;
Στεγνώνει στο σκοινί.
Που ναι το πουκάμισό σου;
Κρέμεται σ’ ένα δέντρο
Που’ ναι τα’ αναμμένο σου κάρβουνο,
Με την χρυσή του σπίθα;
Κουκουλωμένο στα κρύα Τάρταρα.
Που’ ναι η φασκιά σου;
Βουτηγμένη στο αίμα
Που’ ναι η φασκιά σου;
Βουτηγμένη στο αίμα
Που’ ναι το φραγκοστάφυλό σου;
Πνίγεται στα αγκάθια
Που ναι το Σαντιάγο, το Βαλποράιζο,
Το Πούντα – Αρένας, η Αντοφαγάστα;
Καβάλησαν το σύννεφο και πάνε
Πνιγήκανε στη σκόνη.
Πού’ ναι η οθόνη των ονείρων σου;
Στα στάδια, στ’ αποδυτήρια, στ’ αφοδευτήρια.
Που’ ναι οι φυλακές σου Χιλη;
Στην κοιλιά του καρχαρία
Που ναι ο σπόρος σου Χιλή:
Ανεβαίνει, ανεβαίνει από τη Γη.

ΕΩΣΟΥ ΑΥΞΗΘΩΣΙΣ ΟΙ ΠΩΓΩΝΕΣ ΣΑΣ

Ιδού, εγώ προικισμένος με τόσες ικανότητες
Και έχοντας συνάμα τόσες ατέλειες και κακίες.
Κοιτώ συχνά με τέτοια επιμονή την ομορφιά
Ώστε την κάνω να κατεβάσει από ντροπή τα μάτια
Το μεγαλύτερο προσόν είναι να εισχωρώ παντού
Να μπαίνω στο ευτυχισμένο χαμόγελο της νύφης
Να ακουμπώ και εγώ το μάγουλο στο μάγουλό της’
Να αγγίζω το γαμπρό όταν κόκκινος
Σαν αστακός από την ταραχή
Περιμένει την ευλογία της εκσπερμάτωσης.
Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα είναι ότι γεννήθηκα
Γεννήθηκα με μια καρδιά
Που σκοντάφτει όταν σκοντάφτουν
Που κοιμάται όταν κοιμούνται
Που πάσχει όταν πάσχουν
Που παραμιλά όταν παραμιλούν
Που τρέχει όταν τρέχουν
Που ματώνει όταν ματώνουν
Μια καρδιά που γίνεται καμιά φορά
Κρύσταλλο από την αγαλλίασή της.
Επιθυμώ όλα τα ανέφικτα και παράξενα αυτού του κόσμου:
Να γίνω στήλη άλατος
Μεδούλι μες στο κόκκαλο
Χιόνι ή καταιγίδα
Αφράτη, όχθη ποταμού
Γένεια στις παρείες του προσώπου σας
Ένα πρόσωπο ανίδεο που δεν έχει τις ζάρες της ζωής
Μιας ζωής στεγνής και ρουφηγμένης
Ένα πρόσωπο που λάμπει και γλιστρά σαν χέλι
Ένα πρόσωπο λογάριθμος
Έκθέτης της ισχύος.

Επιμέλεια για το “ποιείν” Νίκος Λέκκας