(Προδημοσίευση από την συλλογή “Ποιήματα” του Ά. Γκίνσμπεργκ , μετ. Γ. Λειαβαδάς, Ηριδανός 2009) He’s Just Not That Into You divx
Ο ΘΛΙΜΜΈΝΟΣ ΜΟΥ ΕΑΥΤΌΣ
Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν –
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
– αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων –
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια –
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά –
πορείες που διασταυρώνονται σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ –
– ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ’ ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα –
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν …
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
… κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου – το σούρουπο –
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία –
για καραμέλες – ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης –
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις –
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή, σ’ αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.
[Σημ. για τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ: βλ. στο Ποιείν: “Σχετικά με τον Ά. Γκίνσμπεργκ και το Ουρλιαχτό” Son of Rambow movie download
.]
Austin Powers in Goldmember movie download Clear and Present Danger ipod
H γραφή/μετάφραση είναι πολύ παραστατική. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι εκεί. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στη Ν.Υόρκη και στα συναισθήματα που γεννά αυτή η πόλη, τα οποία κατά κάποιο τρόπο γίνονται παγκόσμια και παντοτινά.
Υπέροχο!
My Sad Self
To Frank OʼHara
Sometimes when my eyes are red
I go up on top of the RCA Building
and gaze at my world, Manhattan—
my buildings, streets Iʼve done feats in,
lofts, beds, coldwater flats
—on Fifth Ave below which I also bear in mind,
its ant cars, little yellow taxis, men
walking the size of specks of wool—
Panorama of the bridges, sunrise over Brooklyn machine,
sun go down over New Jersey where I was born
& Paterson where I played with ants—
my later loves on 15th Street,
my greater loves of Lower East Side,
my once fabulous amours in the Bronx
faraway—
paths crossing in these hidden streets,
my history summed up, my absences
and ecstasies in Harlem—
—sun shining down on all I own
in one eyeblink to the horizon
in my last eternity—
matter is water.
Sad,
I take the elevator and go
down, pondering,
and walk on the pavements staring into all manʼs
plateglass, faces,
questioning after who loves,
and stop, bemused
in front of an automobile shopwindow
standing lost in calm thought,
traffic moving up & down 5th Avenue blocks behind me
waiting for a moment when …
Time to go home & cook supper & listen to
the romantic war news on the radio
… all movement stops
& I walk in the timeless sadness of existence,
tenderness flowing thru the buildings,
my fingertips touching realityʼs face,
my own face streaked with tears in the mirror
of some window—at dusk—
where I have no desire—
for bonbons—or to own the dresses or Japanese
lampshades of intellection—
Confused by the spectacle around me,
Man struggling up the street
with packages, newspapers,
ties, beautiful suits
toward his desire
Man, woman, streaming over the pavements
red lights clocking hurried watches &
movements at the curb—
And all these streets leading
so crosswise, honking, lengthily,
by avenues
stalked by high buildings or crusted into slums
thru such halting traffic
screaming cars and engines
so painfully to this
countryside, this graveyard
this stillness
on deathbed or mountain
once seen
never regained or desired
in the mind to come
where all Manhattan that Iʼve seen must disappear.
New York, October 1958
Η δουλειά του Λειβαδά είναι δύσκολη και μάλλον στο μέλλον θα εκτιμηθεί όσο της αξίζει ή δικαιούται. Δύσκολη, γιατί προσπαθεί να μεταφέρει στα καθ’ ημάς μια ξηρασία εξωπραγματική και μια ερημιά σχεδόν προανθρώπινη. Είναι η ερημιά εκείνων των βλεμμάτων που δεν σε αντανακλούν πια, επειδή αντανακλούν την πιο μίζερη βρωμιά -αυτήν που διδάχτηκες κάποτε ότι πρέπει να ανέχεσαι. Όποιος βρήκε τη λύτρωση ή το Θεό του μπορεί να κοιμάται και να ονειρεύεται ήσυχα. Όποιος όμως σταμάτησε από καιρό να ψάχνει, ας ακούει τις απίστευτες κραυγές ενός μαιευτηρίου όπου δε γεννιέται κανείς ούτε τώρα ούτε ύστερα.
Από τις λίγες φορές που η ομορφιά πέφτει σε καλά χέρια και μυαλά. Ευχαριστούμε Γ. Λειβαδά.
Υ.Γ.
“η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες”
Το ανωτέρω ποίημα του Allen Ginsberg είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα/ ποιήματα κλπ που αποδίδουν με λιτό, συνοπτικό και ξεκάθαρο τρόπο τη σημερινή αποξένωση του ανθρώπου από το φυσικό τρόπο ζωής.
Χωρίς να μπω στη λογική της αναζήτησης κάποιου χαμένου παραδείσου οφείλω να πω πως μετά την Pax Romana, και για 2000 χρόνια τώρα, η θλίψη και η δυστυχία είναι οι κυρίαρχοι κανόνες στις ανθρώπινες κοινωνίες στην Ευρώπη. Κανόνες που τελικά, τους τελευταίους 5-6 αιώνες, κυριάρχησαν και στον υπόλοιπο κόσμο όταν οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι Άραβες με τους Μογγόλους, κατέλυσαν τους ιθαγενείς πολιτισμούς στην Αμερική (και ιδίως των ινδιάνων της βόρειας Αμερικής) και την Αφρική.
Με μοναδική εξαίρεση τα χρόνια της γαλλικής επανάστασης (ως Σύνταγμα της 24 Ιουνίου 1793 της Συμβατικής Συνέλευσης του Κράτους των Πολιτών της Γαλλίας) καμία άλλη πολιτεία, μετά φυσικά την Άμεση Δημοκρατία της κλασικής Αθήνας, δεν έθεσε ποτέ ως στόχο της «την κοινή ευτυχία» των πολιτών της.
Στους προϊστορικούς χρόνους και με βάση αρχαιολογικά ευρήματα και, όπου υπάρχουν, ιστορικές καταγραφές φαίνεται πως οι, προ της έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης, κάτοικοι της Κρήτης και της Θήρας ζούσαν κατά φύση (την οποία και λάτρευαν ως θεά) σε πολιτείες ελεύθερων ανθρώπων χωρίς τείχη. Από τις ανασκαφές στο ακρωτήρι της Σαντορίνης για παράδειγμα ο οικισμός που βρέθηκε δεν έχει κάποιο κτίσμα με δομή παλατιού, αλλά οικίες περίπου ίδιες κι ένα μεγάλο κτίσμα που μοιάζει με χώρο συνελεύσεων (πρώτη δημοκρατία ίσως; Μάλλον δε θα το μάθουμε)
Αντίστοιχους τρόπους ζωής φαίνεται πως είχαν και οι κάτοικοι της αρχαίας Χαναάν και πιθανόν και στα Σόδομα και Γόμορρα πριν την καταστροφή τους από τους, με πατριαρχική δομή, ληστοσυμμορίτες της ερήμου υπό τον Αβραάμ καθώς και οι προ του Κολόμβου Ινδιάνοι της βόρειας Αμερικής.
Εντός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και γύρω από αυτήν, εμφανίστηκαν οι κατάρες της ανθρωπότητας, οι -ισμοί. Ισμοί είτε ως θρησκείες είτε ως ιδεολογίες μας καταπιέζουν με τη ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ της απαίτησής τους να αποδεχθούμε, και θα μας καταπιέζουν δυστυχώς για πολύ ακόμα, τις μεσσιανικές τους χίμαιρες.
______________
Ο Allen Ginsberg ήταν ο κορυφαίος ίσως φιλόσοφος του σύγχρονου ιρασιοναλισμού με τον οποίο διαφωνώ κάθετα. Δε μπορώ να δεχθώ ότι ο κόσμος στερείται (μιας κατ’ ελάχιστο) λογικής συνέπειας. Λογικής συνέπειας που ξεκαθαρίζω ότι είναι τελείως διάφορης με το ντετερμινισμό. Όπως επίσης δε μπορώ να δεχθώ ότι η γνώση αποκτάται με την ενόραση, το ένστικτο και την πίστη. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι η έλλογη θεώρηση του κόσμου το πρόβλημα. Απεναντίας τολμώ να πω! Παρόλα αυτά θα περιμένω να κυκλοφορήσει η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή μιας κι εκτός των άλλων θεωρώ το Γιάννη το Λειβαδά ως τον καταλληλότερο σήμερα μεταφραστή να το αποδώσει.