Οδομαχίες

Πολεμήσαμε – στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
Στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
Σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
Στην σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό – με βλέφαρα
Καμένα απ΄ της αγρυπνίας το μπαρούτι
Αφήναμε τον ήλιο να μας τρωει τα μάτια
Και τον Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές
Ταμπουρωθήκαμε – στα κράσπεδα των λεωφόρων
Στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
Πίσ΄ από να τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
Πίσω απ΄ τις πέντε αχτίνες της καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ΄ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
Μετρούσαμε τη Λευτεριά, με τους σταυρούς της πτώσης τους
– θανατικά ρολόγια οι πεθαμένοι εχθροί
θανατικά ρολόγια που δείχνουν τη ζωή μας-
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
Στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
Σε αξιοπρεπή πορτρέτα «Κυριών» – με μπούκες στραμμένες
Αντίκρα στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας- μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε
– Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα-
Τον ασήμαντο χλιαρό τους θάνατο – Εμείς
Που πεθάναμε τόσο μα τόσο, ωραία.More...

Εκείνος

Τον αγαπούσαμε γιατί ήτανε παλικάρι

Τον αγαπούσαμε για την περίφημη γροθιά του

Για το σταθερό γαλάζιο του βλέμμα

Τον αγαπούσαμε γιατί περίμενε σαν παιδί την Άνοιξη

Ζωγραφίζοντας λουλούδια και φωτιές

Τον αγαπούσαμε γιατί βάδιζε όρθιος

Και γελούσε στα σκοτάδια πολεμώντας

Τον αγαπούσαμε για την απλή προσταγή του

Για το φαρδύ του στήθος- που αργότερα ματώθηκε

Τον αγαπούσαμε για το βουνίσιο του τραγούδι

Τον αγαπούσαμε πιότερα Σα δεν τραγούδαγε

Τότε γέμιζε το πιστόλι του σφυρίζοντας

Τον αγαπούσαμε – νικούσε και τον ήλιο με γιουρούσι

Γατί μάτωνε τις νύχτες μ΄ενέδρες

Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε στήνοντας στη Σαλονίκη

Την εφηβική σημαία του κεντημένη με δυό σφαίρες

– Τότε που σκόρπαγε ορμητικά στις τρικυμισμένες πλατείες

Τα είκοσι τριαντάφυλλα που του χάρισε η μητέρα του

Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε – ο Χάρης!

Σχέδιο για προσευχή

Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ

Στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά.

Της αλήθειας σου το κρύο πάγωσε στα γένια σου

Και περιμένεις…

Περίμενε έχω δουλειά!

Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο:

«Κατάληψη εξουσίας»

και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια

κι ανθρώπους.

Να΄ χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν

Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!

Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη.

Έλα να γίνουμε φίλοι.

Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος – στρατιώτης

Στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.

Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου

Πάνω στ΄ αυλάκια των χωραφιών

Στα καμένα χωριά της υπαίθρου

Στο καμένο χώμα των πόλεων.

Σε περιμένω στην αίθουσα αναμονής

Για την Επανάσταση,

Πρώτη θέση.

Θα με βρεις τραγουδώντας

Καβάλα σ΄ ένα βουνό ανθρακίτη

Σ΄ ένα κύμα της θάλασσας

Στης Νορμανδίας το ψηλότερο κατάρτι

Σπίκερ στο πύργο του Άιφελ

Σε μακεδονήσια θημωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι.

Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,

Θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου

Κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας

«ένας σύντροφος καινούργιος».

Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς Ριζοσπάστη,

Σύνθημα – παρασύνθημα : Χαρίλης – Θεσσαλονίκη

Θα χω στ΄ αυτιά μου συνωμοτική γαλήνη .

Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,

Πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό της θύελλας

Με νήματα βροχής.

Θα χω τ΄ αμπέχονο μ’ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση

Τυλιγμένη στο λαιμό μου,

Ένα τρύπιο κασκόλ .

Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!

Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω

Στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.

Αν θέλεις, έλα!

Είναι στη γη μας καλύτερα.

Μαύρη θάλασσα

Είναι και άλλα παιδιά στα παγκάκια
Του Λονδίνου
Νίκος Παππάς

Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα

Χάνω την αυγή σε κάθε χτύπημα

Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο

Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα

Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες

Που κερδίζουν οι οπλές της από τ΄ άστρα

Σελήνη κτήνος των ιπποτών

Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη

Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού

Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας που με πάτε!

Κι συ αγνή κατάλευκη

Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες

Αίμα των ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών

Βοήθα Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου

Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης

Οι σημαίες να ψιθυρίσουν ένα βλέμμα μνήμης

Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριο άνεμο

Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων
Που ν΄ σαι μυστήριο παιδικό

Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας

Παλιά περούκα ερωμένη του

Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγωνιού

Και εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό

Πίνει ατέλειωτες λαβωματιές ρακί

Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου

Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ

Κι είχες τα μάτια σου λωλά

Κι είχες τα μάτια σου υγρά

Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα

Σαν τ΄ άνθος του καπνού

Πως θέλεις κάποιος μια μέρα ν΄ ρθει να σας βρει

Τροχίζοντας το μαχαίρι του στο Καύκασο

Κάτω απ΄ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί

Μ΄ ένα συκώτι ξεραμένο σ΄ εύξεινο καιρό

Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα

Να΄ ρθει να βρει την πετρωμένη Διμοιρία

Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών

Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος

Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα

Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών

Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας

Με ύφος – όσο μπορεί – ακριτικό. Πάντα

Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα

Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια

Σε μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια

Τώρα το δειλινό δεν είναι ώρα να θυμάσαι

Ματθαίε. Θυμάσαι ακόμα θυμάσαι τα σπίτια;

Άνεργο πρόσωπο σε μελαγχολική πυρκαγιά

Ένας σκορπιός πήρε και πάει τους θυρεούς

Ένας σκορπιός ντύθηκε τ΄ ασήμι και πυρπολείται

Κι άφησαν οι Λοχαγοί στα κάστρα

Τ΄ άστρα για λίγες ρόγες οινόπνευμα

Απόγευμα ξεκούμπωτοι θυμούνται

Το τρίτο στάδιο Εκείνης της καμέλιας

Να τους γνέφει – χρόνια – βαριούνται

Ζωγραφιστή χλομή η Παναγία…

Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος

Και τι να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά

Ας πάμε αλλού- σ΄ ένα διαμέρισμα γνήσια φτηνό

Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;

Πώς να΄ ναι κείνα τα παιδιά

Στα παγκάκια του Λονδίνου

Northern Spiritual

Στη δέσποινα των βρεγμένων
Που μας έγραφε τακτικά τις Κυριακές
Παρηγορώντας μας για τις βροχές
Με γράμματα – ομπρελίτσες

Το μεγάλο ταξίδι είναι ο άνεμος

Το μεγάλο ταξίδι είναι από δω ως τα μάτια της;

Από δω ως τα μάτια της έχει βροχή

Και μεγάλο ταξίδι

Από δω ως τα μάτια της είναι θάλασσα

Πνέει ο κακός αέρας

Το ταξίδι και ο Θάνατος κουράστηκαν

Λίγα μίλια έξω από τη Σκιάθο

Από δω ως τη Σκιάθο έχει σύννεφα

Από δω ως τη Σαλονίκη είναι Κυριακή

Τις Κυριακές είναι όλο σύννεφα

Είναι όλα κλειστά και Δε σου ανοίγουν

Τώρα ως την άλλη βδομάδα θα πέσει φθινόπωρο

Το φθινόπωρο ρίχνει τα φύλλα

Και επειδή μέσα στις βροχές τα φύλλα είναι έρωτας

Γι΄ αυτό βρέχει

Από δω ως τα μάτια της.

0-24

ένα σύννεφο κράτησε όσο το απόγευμα

έπειτα ήρθε η νύκτα το σύννεφο έγινε βροχή

στα μαλλιά σου πάνω μάχεται τον θάνατο τώρα

που σε χαϊδεύει

μπορεί να έρθει βαρύ σύννεφο κάποτε

θα΄ ρθει Σα ΄σύννεφο νύκτα ολόκληρη

ο θάνατος πάνω στα μαλλιά σου να πάρει το χέρι μου

που σε χαϊδεύει

έρπω Σα σύννεφο όλος υποψία

ανιχνέυω γύρω από το λαιμό σου το χρόνο που επιτίθεται

σε χαϊδεύω και όταν με κτυπά πέφτω στα χέρια σου

που με χαϊδεύουν

πάντα η κάθε μέρα περνά με ατέλειωτες περιπολίες

μπορεί να΄ ρθει αύριο μπορεί την άλλη νύχτα

σκέψου την ώρα που θα΄ ρθει όλα θα υπάρχουν

και μεις

λίγο πριν έρθει.

Άλωσις

Βγήκε η φώκια

Αλληλούια

Αιγαίο σκισμένο από τορπιλακάτους

Η νηοπομπή άνθισε

Κύμα μεσίστιο

Πεινάμε

Έπειτα ήρθε η Σαλονίκη με καπνούς πετρελαίων

«στην πόλη μας βασίλεψε μια ορφανή πειθαρχία»

αρμένιζε η Σαλονίκη προς τα βουνά της

ο Δεκανεύς πέταξε το όπλό του στη θάλασσα

τον εχθρό έπρεπε να περιμένει εστία κενού

όμως η θάλασσα επέστρεψε ο όπλο

δεν επρόκειτο περί όπλου

και γυρεύω τώρα τον πλοίαρχο

ήταν αληθινός ο πλοίαρχος του τορπιλοβόλου «Σφενδόνη»

Μόνο

Πέρασε ήρεμα

Σφύριξε

Αντίο

Βυθίστηκε μέσα στον καιρό

Αντίο

Μετάβαση

Στοιχεία: μετάβαση και Δημιουργία – Τσάπλιν-
Ντοστογιέφσκι- Ψάρι – κριτική –0.12

Η απόγνωση σε ορισμένους οργανισμούς μέσα στη μετάβαση εκφράζεται με τη δημιουργία περιοδικών φορμόλης και μάλιστα εκείνου του τύπου που λειτουργεί βάσει του συστήματος των προεισπραγμένων συνδρόμων, ουχί καρπερών ιχθύων. Σολομών, παταμοβασία προς τις πηγές. Διαδρομή που οδηγεί σε χωραφόδρομο, γκρίζο, στις προσβάσεις της Πίνδου της ορεινής.

Την απόγνωση της δική της, έδινε και μια ιερόδουλος κτυπώντας ένα ψάρι παστό στο κατώφλι ολολύζοντας, εντός ρούσικου καταγώγιου γράφει ο κατ εξοχήν δημιουργός – και όχι κριτικός- των μεταβατικών περιόδων, Θόδωρος Ντοστογιέφσκι.

Ο άλλος δημιουργός των ταραγμένων περιόδων , ο Τσάπλιν (που δεν άρθρωσε ούτε ένα μέτρο Κριτικής) μ΄ ένα παστό ψάρι – ρέγκα για την ακρίβεια- έδινε κουράγια σε μια γυναίκα που έκλαιγε απεγνωσμένα, κατόρθωσε να της δώσει χαμόγελο και μετά, μ΄ ένα γέλιο ολόκληρο τη βοήθησε.

Στο τέλος της ταινίας, ο ίδιος με σπασμένη σπονδυλική στήλη βρίσκει το φέρετρό του μέσα σε μια γκράν – κάσα . όποιος βοηθά δεν πληρώνει; πολύ αστείο.

Αστειότερη όμως είναι η σιγή ψαριού που κράτησαν ο Ηλίας με τους υπόλοιπους – όλοι τους δημιουργοί – στην όχθη της κριτικής – ο Ηλίας με τους υπόλοιπους για να δημιουργήσουν, θαυμάσια, δύο τραύματα.

Το κτύπημα με το δοκιμασμένο χειρισμό της έλλειψης πλειοψηφίας, τόσο πολύ βοηθημένο από την αθόρυβη ζωή του Βαλαωρίτη στο εξωτερικό από την διακριτική ζωή του Μίλτου Σαχτούρη στην Αθήνα, βοήθησαν τη κριτική ομάδα για το βραβείο ποίησης 58-59 να περάσει ευχάριστες ώρες μεταβατικής συντήρησης, καθώς συζητούσε γύρω από την εικοσάχρονη θητεία των δύο ποιητών , που ακριβώς επειδή ζουν σωστά τον μεταβατικό καιρό, εγκατέλειψαν πλεγμένους θυρεούς, δημιουργώντας.

Και τώρα τη στιγμή αυτή, που δεν ξέρουμε τι ώρα είναι, ένα ψάρι παστό κείται στην Θρυλική έρημη πλατεία Συντάγματος, περιμένει.

Ο Τέος (Ματθαίος) Σαλαπασίδης γεννήθηκε στην τότε Σοβιετική Ένωση το 1924, από εύπορη οικογένεια του Πόντου. Μετά από πολυάριθμες και μακρυές νοσηλείες σε Ψυχιατρικές Κλινικές, πέθανε το 1983. Τα παρόντα ποιήματα είναι από τη σειρά “εκ νέου” των εκδόσεων Γαβριηλίδης, σε παρουσίαση του Κώστα Βούλγαρη.

(Επιλογή-Επιμέλεια, Νίκος Λέκκας)