Γλυκός τραχανάς σε ταπεράκι
από μια φίλη, παξιμαδάκια,
λίγο τυρί φέτα,
τʼ αυριανό μου γεύμα.
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται
να τρώει δύο και τρεις φορές
τη μέρα. Έγλυψα το πιάτο μου,
όπως εδώ κι εξήντα χρόνια.
Η σιωπή παραμένει αφάγωτη
δίπλα μου.

Πριν δεκαπέντε χρόνια
έθαψα τον πατέρα μου.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια
έθαψα τη μάνα μου.
Σήμερα στα σαράντα της, μού ʼλεγε
η αδελφή μου, ταΐσαμε
εκατόν δεκαπέντε άτομα.
Σήμερα ξέρω πως όσο
κι αν συνεχίσω να τρώω,
δεν θα χορτάσω ποτέ.


Ποιο Μουράνο;
Ποιος,
πότε, που, σε ποιο ταξίδι
με πρώην; Ενθύμια
σε ποια προηγούμενη ζωή
θησαύριζα, χρόνους πολλούς
πριν σε γνωρίσω. Α, η Βενετία!
Πολλά χρόνια πριν.
Καλώς τελικώς το έθρυψες.
Δεν αναδίδει κανένα άρωμα
το σπασμένο Μουράνο.
Ούτε ολόκληρο τρωγόταν.

Με κριθαρόζουμο
και σκόρδο χτίστηκαν
οι πυραμίδες.
Δεν χρειάζεται
τίποτα περισσότερο
ο άνθρωπος
για νʼ αφήσει
πίσω του μνημεία.

Έτσι όπως περιφερόμαστε
πένητες από σπίτι σε σπίτι,
τρώγοντας τα σωθικά μας
και πίνοντας φθηνό κόκκινο
κρασί που μας βάφει
τη γλώσσα, μοιάζουν
οι συναντήσεις μας
συσσίτιο φιλόπτωχου ταμείου
παρά μʼ εκείνες του Συμποσίου.
Αν και οι ιδέες δεν μας λείπουν,
ούτε οι αυλητρίδες. Που και που
μας τιμά, μάλιστα, με την παρέα της
η Διοτίμα.

Ο άντρας που τρώει
μόνος του στο οινομαγειρείο,
ένα καρμπολάχανο και τας-
κεμπάπ, ένα κατοσταράκι
λευκό κρασί στου Θωμά,
αμίλητος σκουπίζει
το στόμα του και φεύγει.
Με πιρούνι και μαχαίρι
τρώγεται ο καθημερινός μας
θάνατος.