*

Πόσο γλυκός μπορεί να είναι ο άνθρωπος, όταν περιμένει τον θάνατο.
Ακίνητη και σαστισμένη ήσουν, κοιτούσες τον άδειο τοίχο

Καλώς το μου το παιδάκι μου,
Είπες και με φίλησες
Και με ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση, μονολόγησες
Περιμένω να πάρω τον δρόμο, τον δρόμο τον μακρύ

Να τρως, να τρως γερά μου είπες μόνο και, φιλάκια πολλά όταν έφευγα
Και έπειτα ξεψύχησες

Τρεις και όρθιοι ήμασταν, αργότερα, στον θάλαμο να βλέπουμε εσένα και άλλη μία ξαπλωμένες.
Και ήταν όλα τόσο ταιριαστά, τόσο ομαδοποιημένα.
Και ήταν τόσο αφύσικο που δεν κουνιόσουν
Τόσο παράξενο στο βλέμμα το στήθος που δεν ανέπνεε.

*

Tη Δευτέρα είχε φακές
Μα τους έλειπε η δάφνη και δεν τις ‘φχαριστήθηκες
Την Τρίτη, φάβα
Δίχως κρεμμύδι, δίχως λάδι` στον λαιμό καθότανε
Τετάρτη, πατάτες τηγανιτές
Ανάλατες
Τις έφαγες και αυτές, όμως, και ας μη σου άρεσαν
Κι όλο έτρωγες, έτρωγες, και το φαΐ δεν σου άρεσε`
-μα εσύ το ‘τρωγες.

*

Χαμένος σε συναρτήσεις, ολοκληρώματα, παραγώγους και πρόσωπα
Προσπαθώντας να μετατρέψω τον έρωτα, σε οικονομική θεωρία
Οι αποφάσεις του καταναλωτή -σου λέει- υπόκεινται σε περιορισμούς
Θα διαλέξει το πιο ωφέλιμο για την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση
Γιʼ αυτό, άλλωστε οι κανόνες, τον ονομάζουν ορθολογικό
Πόσο πεζοί όμως φαίνονται
Απέναντι σε σένα
και το πάθος μιας βραδιάς
Γιατί να ονομάζεται ανορθολογικός
Εκείνος που είναι έτοιμος να θυσιάσει
τα πάντα
για μια στιγμή ηδονής;


*

Καιρό πολύ ήσουν στο σκοτάδι
Κατράμι μαύρο η καρδιά σου
Είναι που την μαγεία έψαχνες σε λάθος μέρη
Έλα, κοίταξε μαζί μου τον ορίζοντα
Τον ήλιο, τώρα, μόνο δες
Τα σύννεφα που έκανε γλυπτά και το τοπίο σέπια
Χάμω ξάπλωσε
Το πρώτο λουλούδι άρπαξε και μύρισέ το
Αμέτρητη είναι η μαγεία στο προφανές…