
Στην ενότητα Oxford Blues της συλλογής Adieu του Xάρη Βλαβιανού βρίσκουμε το ποίημα:
Στο μάθημα της Ηθικής,
το πρώτο εξάμηνο,
ο Acrill άρχιζε τις διαλέξεις του στον Αριστοτέλη
με τη γνωστή, πια, ερώτηση:
«Αν ένα μουσείο έπιανε φωτιά, κύριοι,
τι θα σώζατε, έναν πίνακα του Ρέμπραντ
ή μια γριά επισκέπτρια που τα χρόνια της
είναι ούτως ή άλλως λιγοστά;
Την εποχή εκείνη
αδιαφορώντας για πίνακες ή γριές
επιλέγαμε άλλοτε τη ζωή, άλλοτε την τέχνη,
ανάλογα με το αν η εκλεκτή της καρδιάς μας
διάβαζε Μποβουάρ ή Μπροντέ.
Αργότερα, τελειόφοιτοι νικόμαχοι πλέον,
προσπαθώντας (ως καλοί υπαρξιστές)
να μεταθέσουμε το δίλημμα στις πλάτες της γριάς,
ανακαλύπταμε αίφνης ότι το νόημα της λέξης «ευθύνη»
–ο Καντ λογιζόταν παρωχημένος–
δεν είχε προσδιοριστεί σαφώς.
Τώρα που βρίσκομαι σ’ ένα αληθινό μουσείο,
αντικρίζοντας με κείνη –αληθινή γριά πλέον–
έναν αληθινό Ρέμπραντ
είμαι σε θέση να γνωρίζω
πως οι γριές, οι πίνακες και τα μαύρα τους τοπία
είναι προγεγραμμένα˙
πως μια εφηβική ψυχή
σε διαρκή αιώρηση
είναι ανίκανη να υπερβεί τη δύναμη
που καθηλώνει το βλέμμα
στην εικόνα της ζωής.
Τα μάτια διακηρύσσουν
πως τα πάντα είναι επιφάνεια.
Εδώ στο Ποιείν, ολίγες αναρτήσεις πριν, βρίσκουμε το ποίημα της Linda Pastan (σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Σωτηράκογλου):
Ηθική
Στο μάθημα περί ηθικής πολλά χρόνια πριν
ο δάσκαλος έκανε στην αρχή κάθε φθινοπώρου την ίδια ερώτηση:
Αν ένα μουσείο έπιανε φωτιά,
ποιον θα σώζαμε, έναν πίνακα του Ρέμπραντ
ή μια ηλικιωμένη γυναίκα που έτσι κι αλλιώς
δεν της έμενε πολλή ζωή; Αεικίνητοι πάνω στις άβολες καρέκλες
αδιαφορώντας για τους πίνακες ή τα γεράματα
θα διαλέγαμε πότε τη ζωή, πότε την τέχνη
και πάντα με μισή καρδιά. Μερικές φορές
η γυναίκα έπαιρνε το πρόσωπο της γιαγιάς μου
που εγκατέλειπε την κουζίνα της για να βολτάρει
σε κάποιο ψυχρό, ημι-φάνταστο μουσείο.
Μια χρονιά, με διάθεση να φανώ έξυπνη, απάντησα
γιατί να μην αφήσουμε μόνη της τη γριά να διαλέξει;
Η Λίντα, θα απαντούσε ο δάσκαλος, θίγει τα όρια
της προσωπικής ευθύνης.
Αυτό το φθινόπωρο σ’ ένα αληθινό μουσείο στέκομαι
μπροστά σ’ έναν αυθεντικό Ρέμπραντ, πλέον η ίδια γριά
ή σχεδόν γριά. Τα χρώματα που εγκλωβίζονται
μέσα στο κάδρο είναι σκοτεινότερα του φθινοπώρου,
σκοτεινότερα ακόμα και του χειμώνα – τα καφέ της γης,
μολονότι της γης οι πιο λαμπερές αποχρώσεις φέγγουν
μες στον καμβά. Τώρα πλέον γνωρίζω ότι η γυναίκα
και ο πίνακας και η εποχή είναι σχεδόν ένα
και όλα αυτά αδύνατο να σωθούν από παιδιά.
Ερωτήματα πολλά κατακλύζουν τον ήσυχο νου μου. Το δίστιχο «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πώς ήμουν σπόρος» είναι παλιά μεξικάνικη παροιμία; Η υπεραξία είναι προϊόν κλοπής που νέμονται οι κεφαλαιοκράτες; Αν ναι, γιατί εξαφανίζεται μαζί τους; Αν όχι, μήπως άλλους νομίζουν για Φαρισαίους οι πιστοί; Τελικά είναι τα πουλιά δοξασμένα ερπετά; Μήπως ο Χάρης και η Linda ήταν συμφοιτητές;
God bless us everyone.
Κρυπτομνησία
Η κρυπτομνησία είναι κυριολεκτικά κρυμμένη μνήμη. Ο όρος χρησιμοποιείται για να εξηγήσει την προέλευση εμπειριών που οι άνθρωποι θεωρούν ως καινούργιες, ενώ στην πραγματικότητα βασίζονται σε μνήμες γεγονότων που έχουν ξεχάσει. Φαίνεται πιθανό ότι οι περισσότερες αναδρομές προηγούμενων ζωών είναι μυθοπλασίες που τροφοδοτούνται από την κρυπτομνησία. Για παράδειγμα, οι αναμνήσεις που είχε η Virginia Tighe σε κατάσταση ύπνωσης για την Bridey Murphy από το Cork της Ιρλανδίας (Bridie Murphey Corkell), αν δεν είναι εσκεμμένα ψευδείς, πιθανότατα είναι αναπολήσεις γεγονότων που συνεβησάν στη ζωή της αλλά μετά τα ξέχασε.
Η κρυπτομνησία μπορεί επίσης να εξηγήσει το πως η προφανής λογοκλοπή από ανθρώπους όπως η Helen Keller ή ο George Harrison των Beatles, μπορεί να είναι περιπτώσεις κρυφών μνημών. Ο Harrison δεν σκόπευε να λογοκλέψει το τραγούδι “He’s So Fine” των Chiffon στο “My Sweet Lord”. Ούτε η Keller σκόπευε να αντιγράψει το “The Frost Fairies” της Margaret Canby, όταν έγραφε το “The Frost King”. Και οι δυο μπορεί να μην θυμούνται συνειδητά την εμπειρία τους με τα άλλα έργα.
Αδύνατον! Κάτι τέτοιο δε γίνεται. Κρυπτομνησία για ολόκληρο το ποίημα δεν υπάρχει. Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
Νομίζω πως ο Βλαβιανός γράφει έτσι από άποψη, και φυσικά δε θα δεχόταν την κατηγορία του πλαγιαρισμού. Θα μας μιλούσε για διακειμενικότητα, συνομιλία, μετουσίωση… όχι, όμως, για κρυπτομνησία. Λίγη σοβαρότητα δε βλάπτει.
Ας κρίνουν οι αναγνώστες την “άποψη”.
Προς τον κύριο Μουζακη:
Αγάπητε Δημήτρη,
Σου γράφω, γιατί όλοι ονειρεύονται, όνειρα οπως το να πάρουν κάποια στιγμή ένα γράμμα .
Θα εκτιμουσα να με ενημερώναταιε ,γιατί σβήνετε τα σχόλια μου.Νομιζω ,ότι δεν προσβάλω ούτε τον εαυτό μου ,ούτε κάποιον τρίτο.Εχετε απλά αντιπάθεια προς το πρόσωπο μου; Απλα θέλω να γνωρίζω εαν πρόκειται για κάτι που αφορά εμένα και την συμπεριφορά μου ή εάν απλά το γεγονός ότι θέλετε από εκκεντρικότητα θέλετε να κάνετε conclusion στον σχολιασμό.Στην πραγματικότητα δεν με ενοχλεί κύριε Μουζακη .Στην πραγματικότητα μου είναι αδιάφορο.
Κική Ματέρη
Αγαπητή Κική, προσπαθώ να σε προστατεύσω, αλλά αφού η προσπάθειά μου εκλαμβάνεται ως εκκεντρικότης, σταματώ. Μη μου λες, όμως, ότι σου είναι αδιάφορο, διότι είναι προφανές ότι δε σου είναι.
Αγαπητέ Δημήτρη,απο τι κινδυνεύω; Θα ηθελα να γνωρίζω,μην και παθω καμιά μανία καταδιώξεις.Απο τι με προστατευσες;Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος; Είμαι άνθρωπος που λέει από το νηπιαγωγείο μην φοβάσαι εγώ είμαι εδώ.Ο φόβος των άλλων προκαλεί κρίσης πανικού και υστερία.Μην φοβάσαι Δημήτρη εγώ είμαι εδώ.
Πολύ διασκεδαστική ανάρτηση, πραγματικά γέλασα με την (πικραμενη) καρδιά μου. Παρεπιπτόντως, το πρωτότυπο είναι ανώτερο του αντιγράφου. Αλλα βέβαια, αν δύο άνθρωποι αναφέρουν πως άκουσαν τις ίδιες διαλέξεις, δεν είναι προφανές πως υπήρξαν συμφοιτητές;
Υστερόγραφο: στο μέλλον, οι ιστορικοί λογοτεχνίας θα κρίνουν πολύ άσχημα την εποχή που ζούμε, πάνω ακριβώς σε αυτή την περίπτωση, αλλά και όχι μόνο εξαιτίας του εν λόγω “δημιουργού”, μα και εξαιτίας εκείνων που τον υποστήριξαν, δικαιολογώντας δημοσίως τα αδικαιολόγητα. Εκτός πια κι αν τη μελλοντική ιστορία τη γράψουν απόγονοι, συγγενείς και φίλοι, που στη χώρα που ζούμε καθόλου δεν το αποκλείω. Δεν είναι γνωστό από χιλιετίες, πως την ιστορία τη γράφουν οι νικητές;
Έχεις δίκιο, Γεώργιε. Χώρο στην ιστορία βρίσκουν οι τυχεροί, άλλοτε άξιοι και άλλοτε ανάξιοι.
Μεταγραφή.
Το έκανα ως φοιτητής παίρνοντας την εργασία του επιμελή συμφοιτητή μου και την μετέγραφα (καλύτερη διατύπωση, περισσότερη ανάλυση της θεωρίας, κλπ. ) . Πολλές φορές έπαιρνα τον ίδιο ή/ και καλύτερο βαθμό από αυτόν που μόχθησε αρχικά.
Ήμουν λοιπόν καλός manager.
Μα το ίδιο δεν έκαναν και οι καθηγητές μας, ακόμη και πολλοί βοηθοί που έγιναν καθηγητές ;
Πολυ συνηθισμμενο σε μουσικους, συνθέτες ,…..
Ένα από τα αγαπημένα μου είναι το έργο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ “Ραψωδία Σε Ένα Θέμα Του Παγκανίνι – Παραλλαγή Νο.18 “.
Ο Σ.Ρ. είπε : “H μουσική είναι αρκετή για μια ζωή, αλλά η διάρκεια μιας ζωής δεν είναι ποτέ αρκετή για τη μουσική”, Συμπληρώνω : την ποίηση , την λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες,….
Πατώντας σε ένα δυνατό έργο, ενδέχεται να προκύψει κάτι δυνατότερο,…
Απλώς με την έλευση του διαδικτύου, καλό είναι να αναφέρεις τις πηγές σου….
Αν είναι έτσι, να πατήσω κι εγώ σε ένα δυνατό έργο, να πάρω κι εγώ την Έρημη Χώρα, να τη διορθώσω σε δυο-τρια σημεία και μετά κανονικά θα πρέπει να μου δώσουν το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Σωστά;
Απο το μακρινο 2010, ….
Αφωτίστου Φιλέλληνος, ΠΩΣ (ΔΕΝ) ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ (ΜΑΣ;)
«…..Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν καταλάβει με ποιους είχαν να κάνουν. Οι Έλληνες είχαν κλέψει το φοινικικό αλφάβητο, το οποίο γνώρισαν καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο και είχαν δημιουργήσει το ελληνικό εδώ και 27 αιώνες (κατά μία ρήση που αποδίδεται στον P. Picasso “Οι χαζοί αντιγράφουν οι μεγαλοφυΐες κλέβουν’). Είχαν φθάσει μέχρι την Ινδία με τον Μ. Αλέξανδρο…..Έπαιρναν εργολαβικά την είσπραξη φόρων από τους Τούρκους και τους διπλασίαζαν (οι κοτζαμπάσηδες). Ο ιστορικός Οικονόμου μας λέει: “Κατά τα τελευταία προ της Επαναστάσεως έτη …..η καλλιεργημένη έκτασις η οποία ανήκε εις τους Τούρκους και εις το Τουρκικόν Δημόσιον μόλις έφθανε τα 6.368.720 στρέμματα έναντι 9.521.200 στρέμματα πού ανήκαν στούς Έλληνες’ Πολλές φορές η φτωχολογιά ζήταγε την βοήθεια των Τούρκων για να γλυτώσει από τους Κοτζαμπάσηδες….»
http://www.poiein.gr/archives/9988/index.html