Πρώτη εμφάνιση του έργου ως θεατρική δηλαδή απόδοση του ομώνυμου έργου (1910) της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία ανέβηκε από το Νέο Θέατρο, τον Οκτώβριο του 1959, σε σκηνοθεσία Βασίλη Διαμαντόπουλου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Ο δίσκος όμως ηχογραφείται έξι χρόνια αργότερα, το 1965, με τη φωνή του Λάκη Παππά, ο οποίος έπαιζε κιθάρα στην ομώνυμη θεατρική παράσταση. Δυο τραγούδια της παράστασης, ο «Κυρ-Μιχάλης» και το «Μανούλα μου», είχαν ήδη συμπεριληφθεί με την ερμηνεία του Παππά, το 1962, στην Οδό Ονείρων, καθώς ο Χατζιδάκις τα είχε ξεχωρίσει από το κλίμα των άλλων τραγουδιών και τα έθεσε ως βάσεις για να δημιουργήσει τα τραγούδια της. Γι’ αυτό και δεν συμπεριλαμβάνονται στο Παραμύθι χωρίς όνομα.  δίσκος περιέχει επίσης τη μουσική και τραγούδια για το θεατρικό έργο του Federico Garcia LorcaΜατωμενος Γαμος” που ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης το 1948 σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου.

 

Ο ΕΚΤΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη
στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη
φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:

«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»

Έτσι κι εμένα η κόρη του Γαβρίλη
σαν έφευγα στις 20 τ’ Απρίλη
μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι:

«Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις,
μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις.
Όποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει,
στρατιώτη μου, τον πόλεμο το χάνει»

 

*
Ο ΣΙΔΕΡΑΣ
Ώρα κακή στο σιδερά, κακό έστησε καρτέρι
κι ο μάστορης το δίκιο του ζητά κι ας το ξέρει
κάλλιο το χέρι να χτυπά σε δίκοπο μαχαίρι.Μωρ’ είναι δύσκολο πολύ να βγει η αλήθεια στο κλαρί
σαν πρωτοπέταχτο πουλί και να λαλεί και να λαλεί
μωρ’ είναι δύσκολο πολύ να βγει η αλήθεια στο κλαρί
 `

*

ΡΙΧΝΩ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
να γενεί νερό να ξεδιψάσεις

Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις

Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου
τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις

Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
να γενεί δροσούλα ν’ ανασάνεις

 

 

Γράφει σχετικά ο Μάνος Χατζιδάκις:

Το 1957, για να κερδίσω οχτώ χιλιάδες δραχμές, έγραψα εννιά τραγούδια για ένα θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που είχε τον τίτλο ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ. Πήρα τις τέσσερις χιλιάδες μα τις υπόλοιπες, όσες φορές κι αν πήγα, δεν τις έλαβα ποτέ, μια και το θέατρο δεν έβγαλε ούτε τα έξοδά του εκείνη τη χρονιά. Κι έτσι αποφάσισα να τις ξεχάσω – και τις ξέχασα. Όμως μαζί ξέχασα και το έργο, και την παράσταση, και τα τραγούδια που ’χα γράψει. Θυμάμαι πως η μουσική παιζότανε στο θέατρο από μια κιθάρα, ένα σαντούρι, και πως τραγουδούσε ο φίλος μου Θύμιος Μιχαλόπουλος – λίγο πριν φύγει για σπουδές στην Ιταλία. Θυμάμαι ακόμη πως ήταν να παίξει κιθάρα ο Μηλιαρέσης, που όμως την τελευταία στιγμή εμποδίστηκε κι έστειλε έναν μαθητή του. Αυτός, που λέτε, ο μαθητής του Μηλιαρέση, ήταν ο Λάκης ο Παππάς, που αργότερα συντήρησε στη μνήμη του τις μελωδίες αυτές μ’ όλες τις λεπτομέρειες, μια και τις κάτεχε καλά αφού τις έπαιζε τόσον καιρό στο θέατρο. Χωρίς να καταλάβω ήρθε το ’61, όπου το κάθε μου τραγούδι κόστιζε πολλά, χωρίς πάλι να θυμηθώ πως πριν δυο χρόνια είχα συνθέσει εννιά τραγούδια για το ΠΑΡΑΜΥΘΙ. Στο μεταξύ ο Παππάς με τη θαμπή κι αισθαντική φωνή του κέρδιζε το ψωμί του τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια τις μελωδίες του ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. Κι ανάμεσα σ’ αυτές ήταν ο «Κυρ-Μιχάλης» και η «Μανούλα μου». Πολλοί φίλοι που τύχαινε να τον ακούσουνε, κι ανάμεσά του πρώτοι και καλύτεροι ο Φούντας και η Χρυσούλα η Ζώκα, άρχισαν να μιλούν μ’ ενθουσιασμό γι’ αυτά μου τα τραγούδια και με παρότρυναν να τα γυρίσω δίσκους, ενώ κανείς τους δεν με πίστευε πως τα ’χα ολότελα ξεχάσει και πως δεν είχα στο σπίτι μου ούτ’ ένα φύλλο μουσικής απ’  τα χειρόγραφά μου. Γι’ αυτό ενδιαφέρθηκα να συναντήσω τον Παππά, μ’ όλο που και το πρόσωπό του δεν το θυμόμουνα καλά καλά. Κι ένα χειμωνιάτικο απόγεμα μες στο Γενάρη του ’62 τον προσκαλώ και μου ηχογραφεί πρόχειρα όλο τον κύκλο αυτών των τραγουδιών […] Ίσαμε εκείνη τη στιγμή ποτέ μου δεν τον είχα ακούσει. Απίθανη φωνή μες στη θαμπάδα της, ζεστή κι ευαίσθητη σαν ακριβό έγχορδο, εκφραστική και τραγική μαζί. Η άλλη έκπληξη ήταν η μουσική μου, την βρήκα μ’ έμπνευση από την αρχή ως το τέλος. Το πρώτο που ξεχώρισα, ήταν πως η «Μανούλα μου» και ο «Κυρ-Μιχάλης» είχανε κλίμα διαφορετικό από τ’ άλλα του ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. Και πάνω σ’ αυτά βασίστηκα, σαν άρχισα με το καλό το σχέδιο της ΟΔΟΥ ΟΝΕΙΡΩΝ. […] Το ’63 θέλησα να ολοκληρώσω αυτόν τον κύκλο κι άρχισα να ενορχηστρώνω και να ηχογραφώ πρώτα το μέρος της ορχήστρας, μα φάνηκε πως ούτε ο Παππάς ούτε κι εγώ ήμασταν ώριμοι για να υπογράψουμε τελειωτικά την ιστορία του ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. Ίσαμε που ’ρθε ο Οκτώβρης του ’65… Η ιστορία τέλειωσε καλά. Μόνο το ΠΑΡΑΜΥΘΙ έμεινε οριστικά ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ