`

I.

Ποιος μπορεί να πιστεύει δίχως να ετυμολογήσει
την πίστη του
όπως θροΐζει ο άνεμος στα φύλλα
δίχως να μαρτυρά την καταγωγή του;
Ποιος μπορεί να επιθυμεί χωρίς να ερμηνεύει
τον πόθο του
ακολουθώντας το ερωτικό κάλεσμα του τριζονιού;
Η στάχτη του δειλινού σπινθηρίζει αγόγγυστα
το δάκρυ του νερού προσμένει σκυφτό
τη δόξα των παγετώνων
και η φιλντισένια Πύλη υποδέχεται
τα κουρασμένα γόνατα με τη λαχτάρα του δρομέα.
Κανένα αντίτιμο δεν ζητά ο επίμονος μεταξοσκώληκας
ούτε αναγνωρίζει χρέος η αρχέγονη ρίζα.
Καμία προϊστορία δεν χρειάζεται ο υάκινθος για να
ανθοφορήσει
ούτε η Πούλια για να χαρίσει τη λαμπερή της πόρπη.
Όσα αγαπάς δωρίζονται αυτοφυή.

`

*

II.

Κι αν είδες στον πυθμένα του ουρανού
σπασμένες πορσελάνες και γκρεμισμένα αγγεία
είναι γιατί το φως που τρίβεται στις παλάμες μας
σαν το θυμάρι
έγινε λεπίδι στα χέρια των μεταπρατών συνείδησης.
Κι αν άκουσες το λυγμό του πεύκου
και την κατάρα του δελφινιού
είναι γιατί η υπεροψία έγινε πίδακας και μέθη και ουλή.
Η θλίψη των ψαράδων του γαλαξία συριστική
και το σπέρμα της λάβας κρυσταλλωμένο.
Ό,τι σκοτώνεις παίρνει το σχήμα του χεριού σου.

`

*

III.

Η εποχή σου είναι οι άνθρωποι που γαντζώθηκαν
στα μάτια σου
και οι λέξεις που έσκαβαν στο χαρτί λαγούμια
προς το εξόδιο σπινθήρισμα της νέας τυφλότητας
-γνώση τη λένε ή χλόη των αστεριών-.
Ο αχός της βαρβαρότητας στην πρωινή καμπάνα
του κόσμου, γεμάτος νοσηρά μικρόβια που μολύνουν
τις αισθήσεις
καλπάζει σαν φτερωτό εξάνθημα πάνω από τις στέγες
των σωμάτων, εισχωρώντας και στα πιο παχύδερμα
ερπετά•
βαδίζουμε στη λάσπη της λήθης
με τις γαλότσες της αιωνιότητας,
ένα κρανίο διάτρητο από το «αμάθειο» κέρας
με βαθουλωτές σχισμές όπου ρίχνουν κέρματα
οι κονδυλοφόροι του σκότους.
Αυτό που αγνοείς σε στιγματίζει για πάντα.
`
`
Α΄Δημοσίευση, περ. “Ποιητική”, τχ. 18, 2016