ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ

 

Αφού το Πάσχα τέλειωσε

ύστερα από μια τέτοιαν εβδομάδα

κάθισαν όλοι οι μαθητές

γύρω απ’ τον Κύριο

να ξεκουραστούν και να ξαναδειπνήσουν.

Κανείς δεν είχε διάθεση

για φαγητό και για κουβέντες

τα σκέπαζε όλα μια σεπτή κατήφεια

ανάμεσα σε απορία και τύψη.

Και είπεν ο Κύριος:

«Παιδιά μου

το ξέρω πια πως όλοι σας

απόστολοι κι απλοί πιστοί

μ’ έχετε κάποτε προδώσει.

 

Εκτός απ’ όσους

μετέτρεψαν σε ομηρία την πίστη

διεκδίκησαν εκ του ασφαλούς τη βασιλεία

φοβήθηκαν και δεν εμπιστευθήκαν το έλεος

και βίαια ταπείνωσαν εαυτούς για να υψωθούνε.

 

Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου

όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν

εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους

που δεν τολμήσανε να με προδώσουν».

 

 

**

ΙΩΣΗΦ

 

«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή»·

 

γιατί

θα ’ταν για μένα μια ήσυχη, άσημη ζωή

αν έχτιζα σαν ξυλουργός

μιαν οικογένεια του καιρού μου

κάποτε να χαρούν οι κόποι μου

παιδιά κι εγγόνια

κι αυτά με τη σειρά τους

την τίμια λήθη του θανάτου μου.

 

Όμως αλίμονο

μνήμη κομπάρσου στο θείο θαύμα

κοντά σε μια γυναίκα

που ποτέ της δεν

ερήμην μου κι ερήμην της κατέληξα

θύμα θολό, μάρτυς αμήχανος

ανάμεσα στην ύψιστη τιμή

και στη βαρύτερη ανδρική ταπείνωση.

 

 

*

 

 

«ΤΙ ΕΜΟΙ ΚΑΙ ΣΟΙ, ΓΥΝΑΙ;»

 

Στο γάμο της Κανά υστερήσαντος του οίνου

τόλμησα να πω κι εγώ μια γνώμη

για το κρασί. Σου θύμιζα έτσι

μόνο για μια φορά την ύπαρξή μου

τη θυσία της άμωμης σύλληψης

την αξιοπρέπεια του Ιωσήφ

τα λίγα ταπεινά

που μια παρθένα κι ένας ξυλουργός

μπορούσαν να διδάξουν σ’ ένα νήπιο

έστω και θείο.

Αργότερα μας πίκρανες με τη φυγή Σου

κανένα μήνυμα δεν πήραμε για χρόνια

ώσπου όταν γύρισες λαμπρός

ήσουν απόμακρος

σαν να ’χες κάτι από θεό.

Ύστερα ήρθαν τα μαρτύρια

οι προπηλακισμοί κι η σταύρωσή Σου –

σταύρωση και για μένα

όπως η ανάστασή Σου

και δική μου ανάσταση.

 

Αν όμως τόσους αιώνες

βλέπεις σε κάθε εικόνα μας

να Σε κρατώ στην αγκαλιά μου λυπημένη

δεν είναι μόνο ο πόνος

για τα εγκόσμια βάσανά Σου

όσο η απέραντη πικρία για κείνο το εν Κανά:

«Γυναίκα, τί σχέση έχω με σένα Εγώ;» –

πικρία όχι Θεομήτορος

όχι αγίας καν

μονάχα μάνας.

 

 

*

 

 

Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ

 

Φρόντισες μέσα κι έξω από τη Βηθανία

όλοι να μάθουν την ανάστασή μου.

Τώρα, θύμα ενός θαύματος, για χρόνια περιφέρομαι

ένας ρακένδυτος που τον κοιτούν όλοι φιλύποπτα

αν πρέπει να τον πάρουν για τρελό ή να τον πιστέψουν.

Μα κι ο ίδιος πια δεν ξέρω τι, ποιος είμαι

χωρίς καν συγγενείς και φίλους που όλοι φοβηθήκαν

ή ζήλεψαν για τους δικούς τους – ποιος να ξέρει;

Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου

οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης

ποτέ δε σκέφτηκες τι απέγινε

ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου.

 

Ω ναι, δεν έπρεπε στο «Δεύρο έξω» να υπακούσω

μα την ειρηνική μου οδό αποσύνθεσης ν’ ακολουθήσω

ταπεινά, σαν τους κοινούς θνητούς.

Τώρα σε τί Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω

σε τί ανάσταση νεκρών

ανάμεσα σ’ εξαίρεση ζωής

και στον κανόνα του θανάτου;

Και τέλος

πού νά βρω δύναμη προτού πεθάνω να πεισθώ

ότι στ’ αλήθεια και για πάντα

θα πεθάνω;

 

 

*

 

 

ΠΙΛΑΤΟΣ

 

 

Πώς έζησα έτσι τη ζωή μου.

Δεν ήξερα στ’ αλήθεια ποιόν να σώσω:

τον Βαραββά ή Εκείνον.

Κι αντί ν’ αποφασίσω, ρώτησα το πλήθος.

Κι αντί ν’ αποφασίσω, πάλι ρώτησα:

«Τι ουν ποιήσω Ιησούν;»

Και μου είπαν: «Σταυρωθήτω».

Κι επέμεινα: «Τι γαρ κακόν εποίησεν;»

Όμως φοβήθηκα τον όχλο και την πρόσφατη

επιτίμηση του Τιβερίου επί ανανδρία.

Κι έσπευσα ύστερα τας χείρας μου να νίψω

κι «αθώος του αίματος τούτου» να δηλώσω

χωρίς ποτέ να το πιστέψω κατά βάθος.

Μετά, κατ’ άλλους παύθηκα κι αυτοκτόνησα

κατ’ άλλους δε, μάλιστα ως χριστιανός

φονεύθηκα απ’ τον Νέρωνα στη Ρώμη.

Έζησα ως ηγεμών μέσα στο φόβο τη ζωή μου

κι αβέβαιο άφησα στην Ιστορία το θάνατό μου.

Πέθανα κι έζησα, ευτυχώς, σαν άνθρωπος απλός

μαζί ταπεινωμένος και υπερήφανος

μες στην αμφιβολία.

 

 

*

 

 

ΤΟ ΑΠΟΛΩΛΟΣ

 

Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός

κι άδικα θα χαρείς την εύρεσή του.

Αντίθετα, να ’σαι υπερήφανος

που διάλεξε με παρρησία να σ’ αρνηθεί

για την «τιμή και την πεποίθησί του».

Το απολωλός θα ζήσει κατά κρίσιν του

και σύμφωνα μ’ αυτήν στο τέλος ίσως θα κριθεί.

Η ανησυχία και η θλίψη Σου

θα ’πρεπε μάλλον να στραφούν

στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας.

Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά Σου

μας έχεις αιώνες τώρα

και για πάντα

χάσει.

 

 

*

 

 

ΓΟΛΓΟΘΑΣ

 

Εδώ απ’ το ίσιωμα

σας βλέπουμε και σας πονάμε

χρόνια και χρόνια ν’ ανεβαίνετε.

Κι όσο ανεβαίνετε

τόσο από το σταυρό

η απόστασή σας μεγαλώνει

μα κι η χαρά

για την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.

 

Εκεί απ’ την ανηφόρα

ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε

που ανεβαίνουμε

σχεδόν γενναίοι

στο πιο απόκρημνο ίσιωμα

δίχως σταυρό

και δίχως λόφο.

 

*

 

Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

 

Παιδί μου

ότι μάλλον Τον πρόδωσες

αντάρτη ενός Μεσσία που περιμέναμε

το ξέρω.

Όσο για το ευτελές ποσό που επέστρεψες

και για το δέντρο που εμπιστεύτηκες

είναι τα πιο πιστά δηνάρια μετανοίας.

 

Στον άθλιο τόπο τώρα εδώ

ήρθα για να μυρώσω το νεκρό σου σώμα.

Σαν μάνα

εγώ σ’ έχω ήδη συγχωρέσει.

Όμως σπαράζω γιατί αν όλοι

οι πεθαμένοι αυτού του κόσμου

κάποτε συγχωρεθούν

εσύ θα μείνεις έξω απ’ το έλεός Του.

Μόνο μια ελπίδα, γιε μου, με ζεσταίνει:

είναι η συγχώρεση από μάνα

από την Παναγιά

 

και Της φιλώ το χέρι.

 

 

*

 

ΘΩΜΑΣ

 

Θωμά, άγιε Θωμά, θα ’χες αγιάσει

μόνο και μόνο γιατί επέμεινες στη δυσπιστία.

Να όμως που δέχθηκες να παίξεις

το παιχνίδι της απόδειξης

να που ίσως νόμισες, ταράχθηκες ή κι εφοβήθης

κι έπνιξες τον αντίλογό σου

που αιώνες έκτοτε σε τυραννάει.

Γιατί, Θωμά, το ξέρω

ήταν στη φύση σου ποτέ να μην πιστέψεις

κι αγιάζεις έτσι τώρα μες στις τύψεις σου

για τις στρατιές όλων εκείνων

που σε πίστεψαν και χάσαν

το ανεκτίμητο προνόμιο του διλήμματος

κι οριστικά το πνεύμα κι η ψυχή τους

έχουνε νυστάξει

 

μακάρια μες στην πίστη τους.

 

 

*

 

 

ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ

 

Να συζητήσουμε με τον φιλόσοφο

– όχι και με τον μάνατζερ.

 

Άγνωστε

Πρώτε, καθώς λεν, μετά τον Έναν

που αρνήθηκες τον κορυφαίο Γαμαλιήλ

και πρόδωσες την Ιουδαία, τη Ρώμη

και ιδίως τη Νομική

για ένα αμφίβολο όραμα μεταστροφής

αν βάδισεν Εκείνος πάνω στα νερά

εσύ περπάτησες σ’ όλον τον τότε γνωστό κόσμο.

Παντού σε δέχτηκαν

έχτισες εκκλησίες επάνω στους διωγμούς

έδωσες νόημα στα σχίσματα και στις αιρέσεις

ύστερα στους πολέμους με σημαία το σταυρό

και στα δισεκατομμύρια μες στην Ιστορία κεριά

που λιώνουν και ξαναπουλιούνται για να λιώσουν πάλι.

 

Όμως κανείς δεν είναι τόσο λυπημένος

σαν κι εσένα σήμερα

κανείς δεν είναι τόσο ανήμπορος να κάνει κάτι

όλα έχουν φύγει αιώνες απ’ τα χέρια σου

κι αν κάτι σε παρηγορεί

είμαστε μόνο εμείς.

Η Αθήνα μας σου απάντησε σοφά:

Αποστολέας και παραλήπτης άγνωστοι

εκείνης της επιστολής

που δεν την έστειλες ποτέ.