1. I.

 

Ἀρραβωνιάσματα

 

―Μεγαλοβδομαδιάτικο φιλὶ θὲ νὰ σοῦ δώσω

πικρή, γλυκιά μου ἀπαντοχή, φυλακισμένη ἀγάπη.

Στεφάνι ἀπ’ ἁγιόκλημα στὴν κεφαλή σου τάμα

καὶ μιὰν ἀχτίνα φεγγαριοῦ γιὰ τὸ τριμμένο ροῦχο.

 

―Τὰ δάκρυά μας πέτρωσαν μὲς στῶν ματιῶν τὶς κόχες

κι ἡ κάθε μέρα βότσαλο σὲ δρόμο ποὺ στενάζει.

Στὴ σταυρωμένη ζήση μας τὸ μωρουδίσιο κλάμα

ἀπόκριση θ’ ἀποζητᾶ σ’ ἐρειπωμένο μνῆμα.

 

―Κουράγιο, τὰ χαλάσματα χαλάσματα δὲν εἶναι

κάθε ξημέρωμα σταυρός, κάθε νυχτιὰ λαμπάδα.

Μεγαλοβδομαδιάτικο φιλὶ θὲ νὰ σοῦ δώσω

κυρά μου σὺ βυζαντινή, ἀναστημένη ἀγάπη…

 

 

 

II.

 

Διάλεξε βάγια τόσο μικρά,

στὴν ἀνάγκη

νὰ χωροῦν καὶ στὴν τσέπη.

 

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

 

 

ΙΙI.

Βάγια δὲν ἔχει ἐδῶ νὰ περιμένεις
γιὰ φέτος δὲ θὰ πάρεις τὸ κλαδί σου
τὸ «ὡσαννά», ἂν ἔλεγες, θυμήσου
μέσα στὴν κάμαρή σου θὰ σωπαίνεις.

Ἴσως νὰ ψιθυρίσουνε τὰ χείλη
μιὰ προσευχὴ παλιά, λησμονημένη
μοσχοβολιὰ τὸ «Κύριε ἐλέησον» μένει
πατρίδα ποὺ θὰ ὀνειρευτεῖς τὸ δεῖλι.

Καὶ τότε ἡ δάφνη ἀπὸ τὸ πατρικό σου,
αὐτὴ ποὺ ἡ μάνα σου εἶχε φυτέψει
καὶ τῶν Βαγιῶν κανεὶς δὲ θὰ μαζέψει,

στὸν τοῖχο σου ὁλάνθιστη θὰ γείρει
νὰ κόψεις λίγο ἀπὸ τὸ παραθύρι
ποὺ ἀμύριστο φυλᾶς τὸ ριζικό σου.

Τῶν Βαΐων τοῦ 2020

 

 

ΙV.

Καταβάτω ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ

 

 «Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν Γραμματέων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. Ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, ἵνα ἵδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῶ».
Μεγάλη Πέμπτη Ἑσπέρας, ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΕΚΤΟΝ, ἀπόσπασμα (Μαρκ. ιε΄, 31-32)

 

Κι ἂν κατέβαινε,
δὲν θὰ πίστευαν.
Θὰ ξεθεμέλιωναν τὰ Ἱεροσόλυμα,
μυριάδες πέτρες θὰ μαζεύονταν
αἴφνης, γιὰ λιθοβολισμὸ
ἢ νὰ Τὸν χτίσουν ζωντανὸ
σὲ μεγαλοπρεπὲς μνημεῖο
μακριά, αὐτὸ πρωτίστως,
μακριὰ
ἀπ’ τὴ δημόσια θέα.

Καὶ τώρα ἐμεῖς,
οἱ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ ἐκ τοῦ μακρόθεν
ὁρῶντες,
ὡραῖα θὰ στήναμε
τὸ ἐπιστέγασμα,
μὲ ἕναν κόκκορα ἀπαστράπτοντα
νὰ ξελαρυγγιάζεται κάθε τόσο
κάθε τόσο
ποὺ Τὸν ἀπαρνούμαστε
τρίς.

 

 

V.

Περὶ τῆς κουστωδίας

 

«… ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα. Καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων, ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις…».
Μέγα Σάββατον, ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ, ἀπόσπασμα (Ματθ. κη΄, 11-12)

 

Καὶ θαρροῦν πὼς μὲ τὰ ἀργύρια
ξεμπερδεύουν.

Ὅμως
τριγυρνοῦν τὰ ἀργύρια
σὰν γριὲς κουτσομπόλες
καὶ πληρώνουν τόκο στὸ θάνατο.

Μὰ ἡ Ἀστραπὴ Φραγγέλιο
ἀνατρέπει τὴν τάξη
τῶν ἀργυραμοιβῶν.

 

 

 

VI.

M’ ἕνα δαφνόφυλλο σελιδοδείκτη

ἕνα «ἀνάστα»

ἔτσι νὰ κλείσω τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.

 

Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου

 

 

VΙI.

 

Ἀνέστη

 

Ἔτσι, παιδί μου, ἀθόρυβα
ὡσὰν τὴ δρόσο τοῦ πρωιοῦ
ὁ Κύριος Ἀνέστη.
Ἀνίδεη φυλάει ἡ κουστωδία.
Μιὰ μελισσούλα ἀνανοήθηκε
φίλησε σταυρωτὰ τὰ ὀθόνια
δὲ βρίσκουν νεκρὸ τὰ μύρα
κι ἀναδεύονται
σὲ δοχεῖα ψευδόστομα
στόματα Μυροφόρων
ἀνοίγονται.

Ἔτσι, παιδί μου, ἀθόρυβα
σκοντάφτει ὁ φόβος στὸ σουδάριο
τσακίζεται
σὰν τὴν κερήθρα μὲ τὸ μέλι
στὶς πόρτες τὶς κλειστές.
Ὦ!
Τὰ σημάδια ἀπ’ τὰ καρφιὰ
ἀνάμεσα γῆς κι οὐρανοῦ
καὶ τοῦ Θωμᾶ τὰ δάχτυλα
ἡλιοτρόπια
κι ὅλων τῶν Ἀποστόλων
καθὼς μαζί Του γεύονται
ψωμὶ καὶ ψάρι
στὴν Τιβεριάδα.

 

 

 

VΙΙI.

 

Τῆς Διακαινησίμου

 

Τὸ παλικάρι μας

νεκρό.

Ἐδῶ πῶς βρέθηκε

τόση Πομπηία…

 

Θόλωσα

σὰν ὁρίζοντας  μυωπικοῦ

σκόνταψα

πάνω σὲ γυμνὰ λιθάρια

στὰ ὀθόνια καὶ στὸ σουδάριον

—προπαντὸς στὸ σουδάριον—

κι ἀπρόσεχτα ἔπεσα

στῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

τὸ κέντρο,

στὸ «Χριστὸς Ἀνέστη»

 

ποὺ

ἱεροπρεπῶς μὲ ἀνόρθωσε.

 

 

__________________________________________________________________

Πρῶτες δημοσιεύσεις:

Ἀπὸ τὶς ποιητικὲς συλλογές:

Ι. Σημεῖα κι Έπιφάνειες, 1986 (τραγούδι)

VIII. Τὸ μέτωπο, 1992

II., VI. Μαθητεία, 2013

Ἀπὸ τὸ διαδικτυακὸ Φρέαρ:

ΙII., IV., V., VII. (2018-2020)