*
Πόσο γλυκός μπορεί να είναι ο άνθρωπος, όταν περιμένει τον θάνατο.
Ακίνητη και σαστισμένη ήσουν, κοιτούσες τον άδειο τοίχο
Καλώς το μου το παιδάκι μου,
Είπες και με φίλησες
Και με ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση, μονολόγησες
Περιμένω να πάρω τον δρόμο, τον δρόμο τον μακρύ
Να τρως, να τρως γερά μου είπες μόνο και, φιλάκια πολλά όταν έφευγα
Και έπειτα ξεψύχησες
Τρεις και όρθιοι ήμασταν, αργότερα, στον θάλαμο να βλέπουμε εσένα και άλλη μία ξαπλωμένες.
Και ήταν όλα τόσο ταιριαστά, τόσο ομαδοποιημένα.
Και ήταν τόσο αφύσικο που δεν κουνιόσουν
Τόσο παράξενο στο βλέμμα το στήθος που δεν ανέπνεε.
*
Tη Δευτέρα είχε φακές
Μα τους έλειπε η δάφνη και δεν τις ‘φχαριστήθηκες
Την Τρίτη, φάβα
Δίχως κρεμμύδι, δίχως λάδι` στον λαιμό καθότανε
Τετάρτη, πατάτες τηγανιτές
Ανάλατες
Τις έφαγες και αυτές, όμως, και ας μη σου άρεσαν
Κι όλο έτρωγες, έτρωγες, και το φαΐ δεν σου άρεσε`
-μα εσύ το ‘τρωγες.
*
Χαμένος σε συναρτήσεις, ολοκληρώματα, παραγώγους και πρόσωπα
Προσπαθώντας να μετατρέψω τον έρωτα, σε οικονομική θεωρία
Οι αποφάσεις του καταναλωτή -σου λέει- υπόκεινται σε περιορισμούς
Θα διαλέξει το πιο ωφέλιμο για την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση
Γιʼ αυτό, άλλωστε οι κανόνες, τον ονομάζουν ορθολογικό
Πόσο πεζοί όμως φαίνονται
Απέναντι σε σένα
και το πάθος μιας βραδιάς
Γιατί να ονομάζεται ανορθολογικός
Εκείνος που είναι έτοιμος να θυσιάσει
τα πάντα
για μια στιγμή ηδονής;
*
Καιρό πολύ ήσουν στο σκοτάδι
Κατράμι μαύρο η καρδιά σου
Είναι που την μαγεία έψαχνες σε λάθος μέρη
Έλα, κοίταξε μαζί μου τον ορίζοντα
Τον ήλιο, τώρα, μόνο δες
Τα σύννεφα που έκανε γλυπτά και το τοπίο σέπια
Χάμω ξάπλωσε
Το πρώτο λουλούδι άρπαξε και μύρισέ το
Αμέτρητη είναι η μαγεία στο προφανές…
Τα ποιήματα του κ. Ράλλη είναι ποιήματα. Ξαναδιαβάζω μετά από χρόνια τα “Επτά δοκίμια για την ποίηση” του Τ.Σ. Έλιοτ σε μετάφραση της Μ. Λαϊνά (εκδ. Γνώση, 1982) και επηρεασμένος απ’ το κλίμα όσων συμβαίνουν εκεί, τολμώ κάτι που μου έχει περάσει απ’ το μυαλό κι άλλες λίγες φορές στο παρελθόν στο Ποιείν. Αναφέρομαι σε μια τεχνική βελτίωση (σε μια τέχνη που πρέπει να παραμένει τέχνη διορθωτική, εδώ σκέφτομαι και τον Φαίδρο του Πλάτωνα), χωρίς προσθήκες φυσικά μα μόνο με αφαιρέσεις. Από μικρός σκέφτομαι με όρους “ζωγραφικούς”, αφαιρώ, κρύβω τα “περιττά”. Πρέπει να θυσιάζονται και καλά κομμάτια για να ορθώνονται και να πάλλονται καλύτερα τα υπόλοιπα, τα πιο “σημαντικά”, αυτά που είναι πιο κοντά σε αυτό που θέλει να πει ο ποιητής.
Με την άδεια του ιδιαίτερου κ. Ράλλη, λοιπόν, παραθέτω το πρώτο ποίημα ξανά. Φυσικά, το σχόλιο μου μπορεί να αφαιρεθεί μετά από λίγο.
Η ΜΑΝΑ
Ακίνητη κοιτάς τον άδειο τοίχο
“Καλώς το, το παιδί μου”,
με φίλησες
γεμάτη κατανόηση, μονολόγουσες
“Να τρως, να τρως γερά”, μου είπες
και ξεψύχησες
Στον θάλαμο σε βλέπουμε
εσένα και μια άλλη ξαπλωμένες.
Όλα τόσο ταιριαστά
ομάδες.
Μα τόσο αφύσικο που δεν κινείσαι
Τόσο παράξενο στο βλέμμα μας
το στήθος σου, δεν ανέπνεει.
_____
Θα πρότεινα εδώ, με όλο το σεβασμό στον κ. Ράλλη, το Ποιείν να πάρει και τη διάσταση του τεχνικού εργαστηρίου. Στο τέλος δεν είναι η ποίηση του καθενός μας που έχει σημασία, μα η ποιητική γενικά που πρέπει να δυναμώνει. Το Ποιείν, παρέχει έτσι μια μοναδική, αδύνατη ως τα τώρα δυνατότητα.
Πετράκο καλημέρα
Δεν ξέρω αν αντιλήφθηκα σωστά μα
πιστεύω το συναίσθημα δεν μπαίνει σε
καλούπι .
Απʼ τη στιγμή που δέχομαι πως αυτό
που διαβάζω είναι τέχνη , δεν επιδέχεται
διόρθωση με τα δικά μου μέτρα και σταθμά .
Γιατί αν αυτό συμβεί θα είναι δική μου
τέχνη και όχι αυτού που την σκαρφίστηκε .
Λόγος απλός, χωρίς την ανέξοδη χημεία του εντυπωσιακού τίποτα, ευθύβολα ποιητικός. Χαίρε νεαρέ ποιητή !!!
Αγαπητέ Τυρταίε, (να λείπουν τα υποκοριστικά)
αντιμετωπίζεις το ζήτημα επιφανειακά και μονοδιάστατα. Δυστυχώς, δεν εκπλήσσομαι.
Αγαπητέ Τυρταίε, ο σύνδεσμος δημιουργού-έργου ποίησης-αναγνώστη είναι εννιαίος και δυναμικός.
Το ποίημα αναδημιουργείται με κάθε διαφορετική ανάγνωση. Ο δημιουργός του είναι τόσο ο ποιητής όσο και ο αναγνώστης.
Η ‘ποιητική’ που αναφέρει ο Πέτρος είναι ακριβώς αυτή η δυναμική διάδραση.
ΥΓ
Πέτρο ‘αφες αυτοίς’…
Κύριε Γκολίτση
Ειλικρινά ζητώ χίλιες φορές συγνώμη
Χίλιες φορές συγνώμη
και για την απρέπεια
και για την αμάθεια μου !
Ωραία η φιλολογία αλλά τα πράγματα είναι απλά. Ή μας αρέσει κάτι ως έχει ή όχι. Αν θελήσουμε να το αλλάξουμε έστω και λίγο, σημαίνει ότι δεν μας ικανοποιεί έστω και λίγο. Πιο απλά δεν γίνεται.
Θεωρώ ασύγνωστη αστοχία τη διόρθωση ενός ποιήματος, και δη δημοσία, με τη δικαιολογία της δημιουργικής ανάγνωσης. Ακριβώς, δεν είναι η ποίηση, ούτε η ιδέα περί ποίησης του καθενός μας που έχει σημασία – μα η ποιητική γενικά που πρέπει να δυναμώνει. Μα είναι πρωτίστως ποιητική του προσώπου, όχι της νόρμας. Και δυναμώνει γράφοντας, διαβάζοντας και συζητώντας – όχι με έξωθεν παρεμβάσεις και διορθώσεις.
Δεν είναι άξιο απορίας, κύριε Γκολίτση, να επικαλούνται τη Θεά οι αναγνώστες και σχολιαστές;
ωραίος.Σπάσε κι άλλα κλαδάκια κι η φωτιά θα φανεί καθαρά απέναντι.
“H εποχή που ζούμε, θα τεχνικοποιήσει μέχρι και την φαντασία” έλεγε ο Αξελός λίγο πριν από το τέλος του και οραματιζόταν την έλευση μιας ανοιχτής ποιητική σκέψης..
“Μερικές φορές η τεχνική εφορμά και εξουσιάζει το όνειρο ” συμφωνούσε από πιο πριν ο Φώκνερ..
Δεν πιστεύω ότι είναι απαραίτητο και πρέπων κυρίως να μεταβληθεί το ΠΟΙΕΙΝ σε ένα σχολείο διδαχής τεχνικών..
Η τεχνική ενυπάρχει αυθύπαρκτη στα ιδαίτερα χαρακτηριστικά του καθένα..Το πως θα την κοσμοστολίσει από περιεχόμενο εύπεπτο και στα δικά του μοτίβα ,είναι καθαρά θέμα του δημιουργού και μόνο..
Αν πας να τον μετακινήσεις από κει είναι πολύ πιθανό να επιτύχει να περπατά ακόμη πιο σωστά τα βήματα του χορού του, αλλά να τον κάνεις τόσο ξέπνωο συνολικά που ουσιαστικά δεν αξίζει..
Η ποίηση του κυρίου Ράλλη είναι “κεραυνοβολημένη” θα έλεγα από σωστή πραγματικότητα..Από πραγματικότητα στέρεη δηλαδή και αντιμετωπίσιμη πρόσωπο με πρόσωπο στην καθημερινότητα του καθένα..
Δεν χρειάζεται κατά την γνώμη μου να πειραχθεί τίποτα από πάνω της..είναι σαφές ότι εμπεριέχει εσώκλειστο τον δημιουργό της..και αυτό τελικά και μονάχα αρκεί..
Μια σημασιολογική παρατήρηση πάνω σε κάποιους στίχους:
“Χαμένος σε συναρτήσεις, ολοκληρώματα, παραγώγους και πρόσωπα
Προσπαθώντας να μετατρέψω τον έρωτα, σε οικονομική θεωρία
Οι αποφάσεις του καταναλωτή -σου λέει- υπόκεινται σε περιορισμούς
Θα διαλέξει το πιο ωφέλιμο για την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση
Γιʼ αυτό, άλλωστε οι κανόνες, τον ονομάζουν ορθολογικό
Πόσο πεζοί όμως φαίνονται
Απέναντι σε σένα
και το πάθος μιας βραδιάς
Γιατί να ονομάζεται ανορθολογικός
Εκείνος που είναι έτοιμος να θυσιάσει
τα πάντα
για μια στιγμή ηδονής;”
Αν δεν κάνω λάθος, ένα πολύ βασικό στοιχείο στις διαφημίσεις προϊόντων είναι η έντεχνη παρεισαγωγή σεξουαλικών υπαινιγμών και προ(σ)κλήσεων ώστε να υπάρξουν ισχυρές και ασυνείδητες ταυτίσεις στον καταναλωτή.
Και τί θα έκαναν οι οικονομολόγοι και οι οικονομικές τους θεωρίες χωρίς τα ΜΜΕ και τους διαφημιστές…
Επομένως, αυτή η θυσία των πάντων για μια στιγμή ηδονής, για την απόλυτη ερωτική συνέρευση, μπορεί να κρύβεται πίσω απο τον ακόρεστο καταναλωτισμό μας και να μεταφράζεται σε θυσία πάντων των χρημάτων για μια στιγμή ψεύτικης ή φανταστικής ηδονής…
Ίσως, δηλαδή, να ορθολογιζόμαστε με σκοπό, πάντοτε, απολαυστικά να ανορθολογιστούμε…
Τέσπα. Κατα τα άλλα, βρήκα πολύ δυνατά σημεία στα ποιήματά σας, παρά τις κάποιες άνισες στιγμές τους. Ήρεμη και ατόφια συγκίνηση χωρίς φλύαρα στολίδια. Ομορφιά. Καλή συνέχεια.
Χωρίς να θέλω να υπερ-θεωρητικολογήσω, γιατί ένας τέτοιος λόγος καταλήγει να έχει ως αντικείμενο μόνο τον ίδιο του τον εαυτό, οφείλω να πω πως η όλη συζήτηση με παραπέμπει στον M.A. Abrams και στο σημαντικό του βιβλίο The mirror and the Lamp, όπου συναντάμε την ιδέα των συστατικών στοιχείων της λογοτεχνικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά είναι ο συγγραφέας, ο αναγνώστης, το έργο και ο κόσμος (universe). Με αυτά τα στοιχεία (δεδομένου φυσικά ότι όλα αυτά είναι σχηματικά και ατελώς προσεγγίζουν την πραγματικότητα και την εξέλιξη της) κατηγοριοποιεί τις δυνατές προσλήψεις και τις ποιητικές θεωρίες ως εξής: οι μιμητικές όπου ενδιαφέρονται κατά πρώτο λόγο για τη σχέση ανάμεσα στο έργο και τον κόσμο, τις πραγματολογικές, όπου προέχει η σχέση ανάμεσα στο έργο και τον αναγνώστη, τις εκφραστικές (ρομαντικές) που το βάρος πέφτει κυρίως στον συγγραφέα και την προσωπική του ιδιοφυία και τέλος τις αντικειμενικές θεωρίες όπου προέχει το έργο ως έργο καθαυτό ή ως σχέση συγγραφέα-έργου. Κάθε προσέγγιση, λίγο πολύ, είναι συνδυασμός των παραπάνω. Ο καθένας τονίζει το ένα ή το άλλο στοιχείο.
Έτσι, με βλέπω, καθώς θέτει το θέμα ο κ. Μίχος, μεταξύ των αντικειμενικών θεωριών και των μιμητικών (εκεί φαντάζομαι και την τοποθέτηση αλλά και την ποιητική του κ. Πατιού), ενώ οι υπόλοιποι τείνουν κυρίως στις εκφραστικές θεωρίες και δευτερευόντως στις πραγματολογικές.
Αφαιρώντας απ’ το ποίημα του κ. Ράλλη φυσικά στοιχεία (δεν πρόσθεσα τίποτα στο ποίημα πέρα απ’ τον τίτλο), προκύπτουν στοιχεία μια προσωπικής ποιητικής, δηλαδή του ποιητικού μου τρόπου. Σε καμία περίπτωση όμως δεν εννοώ να κρατήσει αυτή τη μορφή που “πρότεινα” ο κ. Ράλλης, αλλά δείχνω προς μια κατεύθυνση, υπογραμμίζοντας πως η τεχνική είναι όχι φυσικά ο μοναδικός ήρωας της “κοινής” μας περιπέτειας, αλλά σίγουρα προαπαιτούμενος για όσους παίρνουν πραγματικά σοβαρά αυτό που κάνουν. Με εξαίρεση την εκφραστική των παιδιών, τέλος, και ορισμένων ψυχωσικών, η έλλειψη τεχνικής κατάρτισης οδηγεί σε αποτελέσματα αντίστοιχα ενός αδαούς που παίζει ένα μουσικό όργανο ή ζωγραφίζει ή σμιλεύει για πρώτη φορά.
Στοιχεία απ’ τα παραπάνω μπορεί να δει κανείς και στην ποιητική του ’73 του Τ. Τοντόροφ.
Η αφαίρεση προϋποθέτει ένα ακατέργαστο και ανεπεξέργαστο υλικό. Γιατί να θεωρηθούν όμως τα συγκεκριμένα ποιήματα έτσι;
Αυτό φανερώνει έναν ποιητικό διδακτισμό και μια υπεροψία που επεμβαίνει και αλλοτριώνει το ποιητικό κείμενο προς κάποια επιθυμητή κατεύθυνση.
Και όσο και αν λέτε, κ. Γκολίτση, πως δεν προτείνατε μια νέα μορφή του ποιήματος, το μόνο που μπορώ να κατανοήσω είναι πως εμπνευστήκατε απο τα ποιήματα αυτά με έναν μεταμοντέρνο τρόπο, ώστε να φτιάξετε ένα καινούργιο (όχι σωστότερο και ανώτερο) ποίημα συνδυάζοντας στίχους απο τα κείμενα του κ. Ράλλη.
Η επέμβασή σας και η αναδημιουργία σας, κρίνεται. Και κρίνεται, όχι σε σχέση με τα ποιήματα του κ. Ράλλη, αλλά μόνο ως νέα δική σας δημιουργία (με μπόλικη λογοκλοπή).
Η λογική του recycling bin δε μου αρέσει. Ας μείνουμε στην -έστω αυστήρη, έστω άδικη- κριτική, και ας αφήσουμε τον όποιο νέο δημιουργό να χειριστεί, ελεύθερα και προσωπικά, τη γραφίδα του στο μέλλον.
Χαιρομαι πραγματικα που γραφτηκαν τοσα σχολια με αφορμη το υλικο μου,
που ανεβασε ο φιλος Σωτηρης.
Σας ευχαριστω για
την κριτικη αλλα και τα καλα λογια.
Σχετικα με την προτροπη του κΓκολιτση και το
lifting που εφηρμοσε` προφανως και ειμαι ολος αυτια να ακουσω οποια νεα εκδοχη,
και βεβαια θα εκτιμησω μια τετοια κινηση διοτι αν μη, τι αλλο,δειχνει ενδιαφερον.
Δεν μου δινει την αισθηση της προσπαθειας δημιουργιας ποιητικης “ροτας”,
μιας και εχω την εντυπωση πως οποιος επιθυμει να καλουπωθει, το καταφερνει
μια χαρα μονος του` μη εχοντας αναγκη κανενα να του πει τα πως και τα τι.
Με συγχωρειτε για την, καπως, αργοπορημενη απαντηση, αλλα βρισκομαι ακομη
σε εξεταστικη περιοδο και η οικονομικη θεωρια, μονοπωλει
τις τελευταιες ημερες μου !
Εφόσον ο κ. Ράλλης δεν έχει πρόβλημα, τότε εμένα προφανώς δεν μου πέφτει λόγος. Βέβαια, η κριτική μου ήταν γενικά πάνω σε αυτο το θέμα της παρουσίασης εκδοχών, μιας και πιστεύω στην μοναχικότητα των επιλογών του δημιουργού και στην αξιοπρέπεια της δημιουργικής-μοναχικής του πορείας και αναμέτρησης με τον λόγο και τον εαυτό του. Η κριτική μου δεν αφορούσε τα εμπλεκόμενα πρόσωπα αλλά γενικότερες τακτικές και πρακτικές.
Ας εκθέσω και την δική μου παρα-ποίηση στο πρώτο ποίημα του κυρίου Ράλλη, (δημιουργήθηκε σαν προσωπική μου άσκηση), εφόσον είναι κάτι που δεν τον ενοχλεί. Καλή συνέχεια στις δημιουργίες σας.
Πόσο γλυκύς ο άνθρωπος στην όψη του θανάτου.
Ακίνητη ήσουνα και χιλιοσαστισμένη
Τον άδειο τον ολόλευκο τοίχο να ατενίζεις
Σαν είπες…καλώς το το παιδάκι μου
Κι εφίλησες τα μάτια
Και μ’ ένα βλέμμα νόησης αχνά μονολογούσες…
Στο δρόμο ετούτο τον μακρύ που απ’ ώρα περιμένω
Στερνή ευχή απ’ τα έγκατα του σώματος που φεύγει
Να τρως, καλά να θρέφεσαι ως θρέφαν τα φιλιά μου
και τότε εξεψύχησες
Στο θάλαμο που σε έβαλαν τρεις εσταθήκαμε όρθιοι
Να βλέπουμε
Εσένα κι άλλη μια κυρά πλάι σου ξαπλωμένη
Ήσανε όλα ταιριαστά, όλα ήσαν μονιασμένα
Το μόνο το αφύσικο στο μαύρο μου το βλέμμα
Το στήθος σου το ακίνητο, τ’ όλο δίχως ανάσα.
Αυτός ναι!Βγάζει νόημα το παιδί!
Καλή η έλλειψη λυρικότητας στα πρώτα τρία.Είναι από τις φορές που είν αι ευπρόσδεκτο κάτι τέτοιο. Το δεύτερο μου θυμίζει ελαφρώς Κατερίνα Γώγου. Ελαφρώς.