Μετά τη δουλειά συνήθιζε να κάνει έναν περίπατο σε πολύβουους δρόμους προτού να επιστρέψει σπίτι. Πίστευε ότι έτσι πολλαπλασιάζονταν οι πιθανότητες να «συναντήσει» νέες ανθρώπινες ιστορίες, σαν κι αυτές που πάντα τον γοήτευαν.
Στους μεγάλους δρόμους, βλέπεις, διαστέλλεται η συνθήκη της ανωνυμίας. Είναι ένας μεγεθυντικός φακός, όπως έγραψε κάποτε ένας ιστορικός για την έρημο, κάτι που επιτρέπει στον άνθρωπο να φαντάζει πιο μεγάλος από όσο πραγματικά είναι. Ό,τι γίνεται και στις συναυλίες όπου, ενώ ο καθένας είναι λίγο ή πολύ παράφωνος, όλοι μαζί φτιάχνουν ένα μελωδικό τραγούδισμα.
Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, αντίθετο, από τους ψηφοφόρους και τις εκλογές .
Στους μεγάλους δρόμους, λοιπόν, αυτό το μωσαϊκό ψυχών που λέγεται «πόλη», αποκτά ένα συμπαγές «σώμα» το οποίο φαντάζει καλλίγραμμο. Εκεί κρύβεται η μαγεία της κάθε ιστορίας: να ψάχνεις να βρεις τις ατέλειες του «σώματος». Τις σιωπές και τις αποσιωπήσεις του. Γιατί το όσο κάθε μέλος του όσο προσπαθεί να παραμείνει άδηλο, τόσο αποκαλύπτεται, ειδικά τα δεκάδες μάτια που διασταυρώνονται με τα δικά σου και στα οποία μπορείς να διακρίνεις – αν είσαι εξασκημένος – πολλές ιστορίες.
Και φυσικά δεν έχει καμία σημασία αν έπεσες μέσα, αν μάντεψες σωστά.
Σημασία έχει το πώς εσύ τις  φαντάστηκες με τα λίγα υλικά που είχες στα χέρια σου χωρίς να σε παρασύρουν όλες εκείνες οι αποπροσανατολιστικές λεπτομέρειες, τα ρούχα, το βάδισμα, το δέρμα, πράγματα που εύκολα μπορούν να οδηγήσουν σε λανθασμένες εκτιμήσεις,  όπως και το βλέμμα των υπόλοιπων περαστικών προς τους ανθρώπους που ακτινογραφείς.
Ή αλλιώς  αυτό που αποκαλούμε «κοινή γνώμη». Το αιμοβόρο θηρίο που όσο περισσότερους αρπάζει στα δόντια του, τόσο περισσότερο δυναμώνει, και χορταίνει μόνο όταν έχει εξασθενήσει κάθε ικμάδα δημοκρατίας.
Συνήθιζε, λοιπόν, να περπατά στους μεγάλους δρόμους εκεί, αν και το τελευταίο διάστημα δεν είχε διάθεση. Προτιμούσε τα στενά σοκάκια ακριβώς για να μη συναντά αυτή την αδηφάγο ύαινα και να μη βαραίνει ο νους του με τις λεπτομέρειες των «αγαλμάτων» που θα συναντούσε.
Όχι εκείνων των μαρμάρινων που στέκουν αγέρωχα για να καυχιέται τάχα το παρελθόν και να κουτσουλάνε τα περιστέρια, αλλά των άλλων. Με τις φλέβες.
Στην πόλη του υπήρχε ένας σωρός από τα πρώτα, λες και έπρεπε οι νεκροί να μην μπορούν ποτέ να είναι στ’ αλήθεια νεκροί, σαν να μην επιτρέπεται να ηρεμήσουν αληθινά, να πάψουν τέλος πάντων να επιτελούν κοινωφελές έργο, να μην τους θυμούνται, να ξαποστάσουν επιτέλους, να πεθάνουν ήσυχα, βρε αδελφέ, ειδικά αν δεν το κατάφεραν με τον πρώτο τους θάνατο.
Σε όποιο δρόμο και δρομίσκο κι αν έστριβε κανείς σε αυτή την πόλη ήταν σίγουρο ότι θα έπεφτε πάνω σε κάποια προτομή, σε κάποιο άγαλμα, σε κάποιο γλυπτό, θα έπεφτε πάνω σε άψυχα και κρύα κορμιά, σε αποκομμένα κεφάλια παγωμένα στον χρόνο, με κομμένα χέρια λες και τελείωσε το μάρμαρο – εκείνα τα χέρια που κάποτε υπέγραψαν συνθήκες, σκότωσαν εχθρούς, χάιδεψαν σώματα και μουσικά όργανα –,  ή πάνω σε επιγραφές στις οποίες οι απόγονοί τους στρίμωξαν σε πέντε αράδες τους κόπους, τις θυσίες και το έργο δεκαετιών ή έγραψαν απλώς δύο χρονολογίες και μια ιδιότητα που σαν χοντροί πάσσαλοι οριοθετούσαν τη ζωή και τα επιτεύγματά τους.
Α όχι, έχουν δίκιο τα περιστέρια! Τους οφείλουμε πολλά που ξαναδίνουν λίγο παλμό σε αυτά τα ενθύμια της φρίκης.
Γιατί αυτό που τους έκαναν οι απόγονοι δεν ήταν τιμή, αλλά τιμωρία. Να τους έχουν ακινητοποιημένους σε κάθε  γωνιά της πόλης για να βλέπουν την  μέσα και την έξω ασχήμια της και να τους υπενθυμίζουν καθημερινά πως οι αγώνες και το αίμα τους πήγαν στον βρόντο. Ότι δεν έγινε ο κόσμος καλύτερος, αλλά μόνο εκείνοι. Επιτέλους, ας ανακαλύψουν μόνοι τους οι ζωντανοί τη ζώσα μνήμη. Ας μπουν στον κόπο να βαδίσουν χωρίς τις «μαρμάρινες πατερίτσες» που τους επιβάλλονται δήθεν για να τιμηθούν οι νεκροί τιμωρώντας  τους με αυτόν τον παγωμένο τρόπο γιατί πίστεψαν στην ομορφιά. […]

Αντίθετα, πολλές φορές, όταν χρειάστηκε να μιλήσει στον έξω κόσμο, στεκόταν νηφάλιος και αποφασιστικός, γνωρίζοντας πως η αλήθεια είναι προσαρμόσιμη, ένας πηλός που ο καθένας τον πλάθει στο σχήμα των χεριών του. Γι’ αυτό και όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο λιγότερο χρειαζόταν τα ψέματα για να πείσει. Είχε ανακαλύψει τη χρηστικότητα της αλήθειας και πορευόταν με αυτήν.
Η πραγματικότητα άλλωστε δεν είχε καμία σχέση με την αλήθεια.
Και μπροστά σε ένα ποτήρι κρασί οι διαφορετικές αλήθειες συναντώνται στην ίδια πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο που κάποτε σε μια εκδρομή σε ένα περίφημο υπεραιωνόβιο οινοποιείο είχε διαβάσει στο βιβλίο των επισκεπτών την αφιέρωση δύο αντιμαχόμενων στρατιωτών, οι οποίοι είχαν γράψει στην ίδια ακριβώς σελίδα, πριν από πολλές δεκαετίες. Ήταν την περίοδο του Εμφυλίου και με διαφορά λίγων ωρών δοξολογούσαν στο βιβλίο το περίφημο κρασί που είχαν δοκιμάσει Τους είχε φανταστεί να αποτυπώνουν το ίδιο ακριβώς συναίσθημα χωρίς να γνωρίζει ο ένας το κείμενο του άλλου. Μπροστά, δηλαδή, στην ηδονή του οισοφάγου το μάτι τους δεν έβλεπε ούτε λίγες σειρές πιο πέρα. Η μήπως είχαν συνειδητά συμφιλιωθεί ενώπιον μιας αθώας απόλαυσης;
Μα τι άλλο είναι τελικά η ζωή αν όχι η αθωότητα μιας απλής ανάγκης, η οποία όσο πιο αθώα, όσο πιο απλή είναι, τόσο και πιο δυσεύρετη.
Είχε τότε σκεφτεί ότι οι δύο αυτοί αντίπαλοι στρατιώτες, βγαίνοντας από τον χώρο του οινοποιείου, ήταν πολύ πιθανό να σκοτώθηκαν σε κάποια ενέδρα ή να εξόντωσε ο ένας τον άλλο.
Φαντάσου όμως, σκέφτηκε μετά, να είναι ο νικητής σκυμμένος πάνω από τον ετοιμοθάνατο και την ώρα που καταπρόσωπο του ξεστομίζει τις ανοησίες της υπεροχής του, ο ηττημένος να ανοίγει το στόμα του ψυχορραγώντας και να μυρίζουν τα χνότα του από το κρασί που πριν από λίγο είχαν πιει και οι δύο. Φαντάσου τον διάλογό τους:
«Αυτή η μυρωδιά! Την ξέρω! Είναι το κρασί που ήπια πριν από λίγο», να λέει ο ένας γεμάτος ψυχή.
«Ναι, ήπια και εγώ από αυτό το κρασί», να λέει ο άλλος ξεψυχώντας.
Ο νικητής μπορεί και να τρελάθηκε μετά ή να αυτοκτόνησε. Μπορεί και να έκανε εμετό, να μην ξαναέβαλε ποτέ κρασί στο στόμα του, να πανικοβαλλόταν κάθε φορά που κάποιος του προσέφερε ένα ποτήρι, να έκλεινε τα μάτια μπροστά στις κάβες, να σερνόταν στα πατώματα μόλις εισέπνεε από κάπου κρασίλα, να γύρναγαν τα μάτια του βλέποντας μια διαφήμιση οινοποιείου, να έμενε μέρες άυπνος με μια ξινίλα στο στόμα, να έκαιγαν τα σωθικά του, να κατουρούσε αίμα.
Αλλά μπορεί και να συνέχιζε να συνοδεύει με γλυκό κρασί ένα θεσπέσιο δείπνο, δίπλα στο τζάκι και απέναντι στη γυναίκα των ονείρων του, ευφραίνοντας τον ουρανίσκο του και ευλογώντας τη γλυκιά μέθη της ύπαρξης. Δεν θα ήταν δα ούτε ο πρώτος ούτε κι ο τελευταίος που επέζησε της φρίκης της μνήμης.
Αλλιώς ούτε η ζωή προχωρά ούτε ο θάνατος.

 

 

********************************************************************************************************

Υπό αυτές τις συνθήκες δύο δρόμοι ανοίχτηκαν μπροστά μου στη ζωή από παιδί.
Ή θα προχωρούσα σαν τον ακέφαλο κόκορα, διατηρώντας όλη μου την περηφάνια, την αλαζονεία και την καυστικότητα που μια ισχυρή, μα περίκλειστη, αγάπη δημιουργεί ή θα ζούσα σαν τον άγιο Διονύσιο, ο οποίος, μετά τον αποκεφαλισμό του στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης, έμεινε όρθιος κρατώντας το κεφάλι του στα χέρια και, περπατώντας αρκετά χιλιόμετρα, επέλεξε το σημείο όπου και ξεψύχησε.
Τώρα πια μπορώ να καταλάβω γιατί άργησα να ακολουθήσω τον δεύτερο.
Όμως τον ακολούθησα.

Ένας ήρωας που ζει σε μια μικρή πόλη, μέσα από τυχαίες συναντήσεις, σύντομους διαλόγους και φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά, καταφέρνει να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν στη ζωή του και στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και να απελευθερωθεί τόσο από το οικογενειακό και ερωτικό του παρελθόν όσο και από τον ίδιο τον συγγραφέα-αφηγητή του.

Μια διαδρομή αυτογνωσίας, μια πορεία ελευθερίας που συνδυάζει την αφήγηση και την ποίηση, το παραμύθι και τη φιλοσοφία, τη δοκιμιακή γραφή και την αυτοβιογραφική διήγηση με λυρικότητα, στοχασμό, αλλά και καυστικό ύφος.

 

[Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]