Από τον Πρόλογο

 

Κάθε μελέτη για το έργο ενός ποιητή, θα πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να εξηγεί τον χαρακτήρα και την πρόθεσή της, τη θέση και τον ρόλο της. Πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται για μελέτη που αφορά έναν δημιουργό, ο οποίος, όχι μόνο δεν έχει κλείσει τον κύκλο του, αλλά βρίσκεται στη φάση της εξέλιξης και της προόδου του, της εκδίπλωσης και μορφοποίησης του ποιητικού του οράματος. Και, ακόμα περισσότερο, όταν ο δημιουργός αυτός εντάσσεται σε μια ποιητική γενιά ή εποχή που δεν έχει διαμορφώσει ακόμα το στίγμα της και, το κυριότερο, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς στις βασικές συνιστώσες και παραμέτρους της. Πρόκειται για δύο ανασταλτικούς παράγοντες, οι οποίοι, ωστόσο, μπορούν, αντί να αποθαρρύνουν, να δώσουν ώθηση σε μια τέτοια πρωτοβουλία, που θα έχει να αντιπαλέψει τη ρευστότητα του παρόντος, με όπλο και εργαλείο της, παραδόξως, την ίδια αυτή αίσθηση του μη οριστικού, του μη χειροπιαστού, του μη κρυσταλλωμένου.

Με αυτή την πρόκληση, λοιπόν, για οδηγό –την αναμέτρηση, δηλαδή, με το υπό διαμόρφωση παρόν– και με κινητήριο ερέθισμα την έλξη και τη γοητεία που αισθάνθηκα να μου ασκεί το ποιητικό έργο της Άννας Γρίβα, αποφάσισα να δώσω διέξοδο και σχήμα στις εντυπώσεις και τις σκέψεις που μου γέννησε. Θα ήθελα να μπορούσα να αιτιολογήσω την απόφασή μου αυτή, αναφερόμενη μονάχα στον ενθουσιασμό που μου προκάλεσαν οι στίχοι της, οι ιδέες που βρίσκονται βαθιά σφηνωμένες μέσα τους, ο τρόπος που έχει η ποιήτρια να με καλεί σε μια απολαυστική εμπειρία, που ξεφεύγει από την ανάγνωση για να γίνει, στην κυριολεξία, διάλογος – διάλογος με την ίδια τη δημιουργό, διάλογος με την ίδια την ποίηση, διάλογος με τον ίδιο, εν τέλει, το μυστήριο της δημιουργίας. Επειδή, όμως, αυτό ούτε αρκετό είναι, ούτε σύμφωνο με τους όρους και τις επιταγές μιας φιλολογικής προσέγγισης, θα επιλέξω ένα μόνο από τα πολλά χαρακτηριστικά που, κατά τη γνώμη μου, καθιστούν την ποίησή της ένα ιδιαίτερα γόνιμο πεδίο μελέτης και αναστοχασμού πάνω στο φαινόμενο της ποίησης γενικά.

Πρόκειται, βασικά, για τη βαθιά και στέρεα εντύπωση, που εμπνέει, καλλιεργεί και μεταγγίζει η ποίησή της, ότι εξελίσσεται με βάσει ένα προϋπάρχον, ένα –εκ προοιμίου– καταρτισμένο σχέδιο, που δεν στερείται στο παραμικρό το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής, την εντάσσει, όμως, και αυτή, ως σταθμό, σε μια πορεία προδιαγεγραμμένη, μια διαδρομή που έχει εξυφανθεί μέσα στη συνείδηση και που χαράσσεται, ως ποιητική γραφή, μέσα στον χρόνο της δημιουργίας. Πρόκειται για τις γραμμές εκείνες που, σαν άλλες «κλωστές», συνειδητοποιεί κανείς ότι συνδέουν μεταξύ τους –από το πρώτο μέχρι το τελευταίο– τα ποιήματα, τους στίχους, τις λέξεις σε ένα και μοναδικό υφαντό. Ακόμη, για τον ομφάλιο λώρο που δένει τα πρόσωπα των ποιημάτων της, τα προερχόμενα από την ιστορία και τον μύθο, με τη μήτρα μέσα στην οποία κυοφορήθηκαν –τη μυθολογική αφήγηση και την ιστορική στιγμή αντίστοιχα–, αλλά και μεταξύ τους, ως υπάρξεις που φέρουν κατάσαρκα και σε διαφορετικές δόσεις το καθένα, σαν ένα είδος dna, την τραγικότητα της ύπαρξης και το πάθος για την καταβύθιση στο μυστήριο της ζωής.

Είναι πολλά ακόμη αυτά που μπορούν να ειπωθούν, πολλά αυτά που αποδεικνύουν το προσεκτικό και συστηματικό βάδισμα της δημιουργού μέσα στο έδαφος μιας προσωπικής αναζήτησης που τελείται με όρους συμφιλιωτικούς και ανατρεπτικούς ταυτόχρονα. Συμφιλίωση, υπακοή και βαθιά γνώση των δυνάμεων που «δένουν» τη δημιουργία σε μια συνθήκη αλληλεξάρτησης, εναρμόνισης και ισορρόπησης των μερών της –ιδέα, έκφραση, ρυθμός και λόγος–, όπως ακριβώς συμβαίνει στη φύση. Ανατροπή, όταν οι ίδιες δυνάμεις εσωτερικευθούν και επιτρέψουν την απελευθέρωση της ποιήτριας και την κίνησή της σε νέους συνδυασμούς, σε μια νέα ισορρόπηση των συστατικών της τέχνης της. Θα αρκεσθώ, όμως, σε αυτά τα λίγα και, πριν περάσω στην ανάγνωση καθεμιάς από τις συλλογές, θα προσθέσω δύο ακόμη στοιχεία σχετικά με την συγκεκριμένη μελέτη.

Το πρώτο έχει να κάνει με την αποκλειστική εστίαση στο ποιητικό έργο της Γρίβα και την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη λοιπή συγγραφική της παραγωγή, η οποία υπήρξε εξίσου πλούσια και ενδιαφέρουσα, κινήθηκε μάλιστα σε περισσότερες από μία λογοτεχνικές περιοχές – μυθιστόρημα, διήγημα, μετάφραση, δοκίμιο, κριτική. Πέρα από το γεγονός ότι η συνεξέταση θα μεγάλωνε υπερβολικά την έκταση της μελέτης, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχική μου πρόθεση, η αλήθεια είναι πως η προσέγγιση της ποίησής της, άλλοτε συνειδητά, άλλοτε, πιστεύω, ασυναίσθητα, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα καθεστώς επικοινωνίας και τροφοδοσίας της από τα υπόλοιπα κείμενά της, που εδώ δεν αναφέρονται. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η επιλογή της μορφής που θα είχε η συγκεκριμένη μελέτη. Η προσπάθεια ισορρόπησης της θεωρητικής ανάλυσης με την παράθεση ποιημάτων είναι, θέλω να πιστεύω, περισσότερο από προφανής. Προέκυψε όχι μόνο από την επιθυμία μου να έχω αρωγούς σε όσα διαπιστώνω τα ίδια τα ποιήματα, αλλά κυρίως από την πρόθεσή μου να δώσω στο βιβλίο αυτό, σε έναν μικρό βαθμό, τη μορφή ανθολογίου. Ένα ανθολόγιο πλαισιωμένο από μια πρόταση ανάγνωσης που, ως τέτοια, θα καλεί τον αναγνώστη στη σύμπλευση ή την αντιπαράθεση μαζί της, κυρίως, όμως, στην απόλαυση μιας ποίησης από τις πιο απολαυστικές.

 

********************************************

Περιεχόμενα

Πρόλογος
Η ποίηση, η φωνή και η σιωπή
Η “άγρια” νεότητας της ποίησης
Ο φτερωτός λόγος της ποίησης
Η ποίηση ως εξύφανση του φωτός
Προς μια ποιητική της ιστορικής μορφής
Η χαμένη θεά και η αναζήτηση της γήινης ουσίας της
Αντί επιλόγου