
Ο ανήσυχος τάφος
Βοριάς φυσάει σήμερα,
σταγόνες πέφτει η βροχή,
σε κρύο τάφο η μόνη μου
αγάπη που’χα, η αληθινή.
Για αυτήν θα κάνω ό,τι μπορώ,
σα κάθε νέος που αγαπά,
δίπλα θα κάτσω, θα θρηνώ,
δώδεκα μήνες στη σειρά.
Δώδεκα μήνες σαν περνούν,
λέει η νεκρή στο νεαρό,
-Αχ, ποιός στον τάφο μου θρηνεί
και δεν μπορώ να κοιμηθώ;
-Είμαι εγώ στον τάφο σου,
που κάθομαι και σε θρηνώ,
φιλί ζητώ απ’ τα χείλια σου,
που’ναι ψυχρά σαν τον πηλό.
-Φιλί ζητάς, μα πρόσεχε,
μυρίζει γη η αναπνοή,
δε θα σου μένει άλλος καιρός,
αν το ψυχρό πάρεις φιλί.
-Θυμάσαι τον κήπο το χλωρό,
που περπατούσαμε μαζί,
λουλούδια φύτρωναν σωρό,
μα τώρα έχει μαραθεί.
-Όπως μαραίνεται η καρδιά,
έτσι μαράθηκε κι αυτός,
να’σαι αγάπη μου καλά,
για όσο σ’ αφήσει ο Θεός.
(Παραδοσιακό Αγγλίας)
*****
Ο Λόρδος Ρένταλ
Πού ήσουνα όλη μέρα, Ρένταλ, γιε μου;
Πού ήσουνα όλη μέρα, όμορφέ μου;
Στην καλή μου ήμουνα, μάνα.
Και τί σε τάϊσε εκεί, Ρένταλ, γιε μου;
Και τί σε τάϊσε εκεί, ομορφέ μου;
Σούπα από χέλια, μάνα.
Στρώσ’ το κρεβάτι μου γοργά,
γιατί αρρώστησα βαριά και βιάζομαι να γείρω.
Και πού τα βρήκε αυτή, Ρένταλ, γιε μου;
Και πού τα βρήκε αυτή, όμορφέ μου;
Σε τάφρους και χαντάκια, μάνα.
Τι χρώμα είχε το δέρμα τους, Ρένταλ, γιε μου;
Τι χρώμα είχε το δέρμα τους, όμορφέ μου;
Στίγματα γεμάτα, μάνα.
Στρώσ’ το κρεβάτι μου γοργά,
γιατί αρρώστησα βαριά και βιάζομαι να γείρω.
Τι θ’ αφήσεις στον πατέρα σου, Ρένταλ, γιε μου;
Τι θ’ αφήσεις στον πατέρα σου, όμορφέ μου;
Τη γη και τ’ άλογα, μάνα.
Τι θ’ αφήσεις στη μάνα σου, Ρένταλ γιε μου;
Τι θ’ αφήσεις στη μάνα σου, όμορφέ μου;
Χρυσό κι ασήμι, μάνα.
Και τι θ’ αφήσεις στην καλή σου, Ρένταλ, γιε μου;
Και τι θ’ αφήσεις στην καλή σου, όμορφέ μου;
Σκοινί να κρεμαστεί, μάνα.
Στρώσε το κρεβάτι μου γοργά,
γιατί αρρώστησα βαριά και βιάζομαι να γείρω.
(Παραδοσιακό Σκωτίας)
****
Στην αγάπη μου θα δώσω μήλο
Στην αγάπη μου θα δώσω μήλο, χωρίς κουκούτσι στη μπουκιά,
στην αγάπη μου θα δώσω σπίτι, χωρίς πόρτα να’χει μια,
στην αγάπη μου θα δώσω παλάτι, μέσα για να κατοικεί,
και θα το ξεκλειδώνει, χωρίς να χρειάζεται κλειδί.
Το κεφάλι μου είν’ το μήλο, χωρίς κουκούτσι στη μπουκιά,
το μυαλό μου είν’ το σπίτι, χωρίς πόρτα να’χει μια,
η καρδιά μου το παλάτι, μέσα για να κατοικεί,
και να το ξεκλειδώνει, χωρίς να χρειάζεται κλειδί.
(Παραδοσιακό Αγγλίας)
***
Το Χασαπάκι
Στην κάμαρα πάει να κλειστεί,
χωρίς μια λέξη στη μάνα της να πεί,
η μάνα της την ακολουθά,
κόρη, αχ, κόρη, τί σε τυραννά.
Α, μάνα μου, πώς να στο πω,
το χασαπάκι που τόσο αγαπώ,
αφού μου πήρε την καρδιά,
θέλει να φύγει τώρα μακριά.
Είναι ένα μέρος στην πόλη εκεί,
που το χασαπάκι πάει για να πιεί,
ξένο κορίτσι παίρνει αγκαλιά,
λόγια της λέει, που μου ‘λεγε παλιά.
Γυρνάει ο πατέρας, απ’ τη δουλειά
και τη θλιμμένη ψάχνει κοπελιά,
να δώσει ελπίδα, πάει να τη βρει,
μα κρεμασμένη είν’ από σκοινί.
Παίρνει μαχαίρι, κόβει το σκοινί,
πάνω στο στήθος βρίσκει μια γραφή:
Σκάψτε τον τάφο μου βαθιά,
πλάκα μαρμάρινη πλατιά,
και στην κορφή τριγώνι λευκό,
να λέει απ’ αγάπη πέθανα εγώ.
(Παραδοσιακό Αγγλίας/ Αμερικής)