Ἡ ΑΡΜΠΑΡΟΡΙΖΑ
`
Σ᾿ ἀφήνω αὐτὴ τὴν ἀρμπαρόριζα νὰ μὲ θυμάσαι
εἶπα στὸ γείτονα.
Ἐξάλλου, δὲν ἦταν καὶ τίποτα σπουδαῖο.
Κόβοντας ὅ,τι ἦταν πιὰ ξερό, εἶχαν ἀπομείνει
λίγα ἰσχνὰ κλαριά
σκελετωμένη παλάμη.
Τόσο λίγο χῶμα πού ᾿χε μείνει στὸ γλαστράκι
ἀποροῦσα πῶς κρατιόταν ἀκόμα ζωντανό.
Κι ὅμως, λίγους μῆνες μετὰ τὴ μετακόμιση
μοῦ ᾿πε στὸ τηλέφωνο
πὼς εἶχε φουντώσει
πάλι.
Συμβαίνει αὐτό. Ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις.
Ἡ δυσκολία εἶναι νὰ κάνει κανεὶς ὑπομονὴ
ἀντικρίζοντας τὰ ξεραμένα
χωρὶς πραγματικὰ
νὰ ξέρει.
****

`
ΡΟΔΑΚΙΝΑ
 
Τὴ μοναδικὴ ροδακινιὰ στὸ κτῆμα, πολλὲς φορὲς ἔχω
μπεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν κόψω. Ἀραιὲς πιὰ οἱ ἐπισκέψεις μου
καὶ μὲ τὶς συχνές της ἀρρώστιες, λίγες φορὲς τὴ φχαριστιέμαι.
Τελευταῖα, σχεδὸν κάθε καλοκαίρι, τὰ φροῦτα εἶναι
ἐλάχιστα καὶ γεμάτα πιτσιλιές. Ὄχι ὅπως παλιά, ποὺ τὰ ροδάκινά της
 ἦταν ὄμορφα, χνουδωτὰ καὶ θύμιζαν ἡλιοκαμένη, ξανθὴ σάρκα.
Μ᾿ ἀκόμη καὶ στὶς κακὲς σοδειές, τὸ ἄρωμα παραμένει τὸ ἴδιο,
πιστὴ ἀνάμνηση στὸ πρῶτο δάγκωμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἀφήνω κι ἐγώ, ἂν καὶ σπάνια μαζεύω καρπό.
Νὰ κόψω ὁλόκληρο δεντράκι γιὰ μερικὲς πιτσιλιές;
`
***
ΚΑΝΑΠΙΤΣΕΣ
 
«Αὐτὴ ἀντέχει στὸν ἥλιο καὶ δὲ θέλει συχνὸ πότισμα»,
μοῦ λέει ὁ ἀνθοπώλης, δίνοντάς μου μιὰ λυγαριά.
«Στὸ χωριό μου τὶς λέμε καναπίτσες. Ὅταν μιὰ νέα τὶς δεῖ ἀνθισμένες,
πρέπει νὰ κόψει ἕνα κλαράκι γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀφήσει ὁ καλός της».
«Προλήψεις», μοῦ κάνει, τυλίγοντάς την. « Ὁρίστε, ἕνα τάλιρο!»
Ἕνα μήνα τώρα στὸ μπαλκόνι δὲν ἔχει σταματήσει νὰ διψάει καὶ νὰ ξεραίνεται.
Νὰ φταίει ποὺ εἶναι σὲ γλάστρα; Καλὴ ἡ φροντίδα,
μὰ ἀλλιῶς ριζώνουν ἐλεύθερες στὸ χῶμα.
Νὰ φταίει ποὺ φθινοπώριασε καὶ σὲ λίγο θ᾿ ἀρχίσει νὰ φυλλορροεῖ;
Ἄργησα κι ἐγὼ νὰ τὴ βρῶ.
Λένε ὅτι τὸ ζουμὶ ἀπ᾿ τὰ φύλλα της καταλαγιάζει τὸν πόθο.
Μικρὴ παρηγοριὰ βέβαια, ἂν σοῦ ᾿χει ξεραθεῖ.
`
****************************************************************

Ένας περι-ποιητής φυτών κρατώντας το ημερολόγιο (απόπειρας) επαναπατρισμού του. H χλωρίδα ως πρόσχημα, ανεξαρτήτως γεωγραφίας. Μια απέριττη φωτο-σύνθεση που μετασχηματίζει ανεπαίσθητα το φυτικό σε ανθρώπινο. Ερωτικές ταξιανθίες που ανασαίνουν, διψούν, (γεω)πονούν, φυλλορροούν και αναμετρώνται με τις ρίζες τους.

***************************************************************************************************
Ο Κώστας Μαντζάκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γερμανική και ελληνική φιλολογία, καθώς και Θεωρία Λογοτεχνίας, στο King’s College London και κατόπιν Θέατρο στην Central School of Speech And Drama στο Λονδίνο. Έχει μεταφράσει σονέτα της Edna St. Vincent Millay (Μοιραία Συναντήση, Ρώμη, 2023) και ποίηση της Maria Pawlikowska-Jasnorzewska (Ο δρόμος πού διανύθηκε, Συρτάρι, 2024). Τα τελευταία χρόνια ζει μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας.