«Σε όλα τα μεγάλα φτάνουμε μόνοι. Ακόμα και στον έρωτα. Για σκεφτείτε, ο καθένας μας ζει τον δικό του έρωτα «κατά τον δαίμονα εαυτού». Ακόμα και σ’ αυτό που υποτίθεται σμίγουν οι ζωές μας, ο καθένας μας το βιώνει διαφορετικά. Ανάλογα με αυτά που κουβαλάει στο σώμα, στη ψυχή και στο κεφάλι του. Μόνοι μας γεννηθήκαμε, και όσο για τον θάνατο, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα βαδίσουμε μόνοι»

«Το έχω ξαναπεί, είμαι άνθρωπος του ελέους κι όχι του δικαίου. Κι ύστερα είμαι η τελευταία που δικαιούμαι να συγχωρώ. Έχω κάνει τα λάθη μου, έχω ζήσει τα πάθη μου, συγνώμη θα πρέπει εγώ να ζητώ. Αλλ’ ευτυχώς η αγάπη σαν γομολάστιχα, ενοχές, παραλήψεις, απογοητεύσεις, όλα τα εξαφανίζει»

Η Ελένη Γκίκα μιλάει στο Ποιείν για τη νέα της ποιητική συλλογή με τίτλο «Εν ερημίαις επλανήθησαν». Η επίγνωση του θανάτου, που εμφανίζεται ήδη από τη στιγμή της γέννησής της, υπήρξε συνεχής συνοδός και καθοριστικός παράγοντας στη ζωή της, διαμορφώνοντας τη γενναία και απολύτως συνειδητή στάση της απέναντι στη ζωή. Η ίδια αποκαλύπτει πως το γράψιμο αποτέλεσε για εκείνη τον τρόπο να αντέξει τις φρίκες του πόνου και του φόβου, ενώ ταυτόχρονα οι λέξεις τη βοήθησαν να «ξορκίσει» το αναπόφευκτο: τον θάνατο.

Στο ποιητικό της έργο  αναζητά την αλήθεια γύρω από τη ζωή και τον θάνατο. Με βάθος και ειλικρίνεια, η Ελένη Γκίκα αποτυπώνει την ερημιά της ανθρώπινης ύπαρξης και την αποξένωση που βιώνει κάθε άνθρωπος. Κινούμενη ανάμεσα στην αγάπη, τον θάνατο και τη δημιουργία, η ποίησή της λειτουργεί ως ένα εργαλείο εσωτερικής πάλης και αποδοχής του αναπόφευκτου. Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος αποτελεί το τελικό γεγονός, η ποιήτρια δεν αντιλαμβάνεται την ποίηση ως αντίδοτο σε αυτόν, αλλά ως τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να βιώσουμε και να κατανοήσουμε τη ζωή σε όλο το βάθος της.

 

 

-Μιλήστε μας για τη νέα σας ποιητική συλλογή «Εν ερημίαις επλανήθησαν». Τι είναι αυτό που σας κέντρισε να ασχοληθείτε με ένα από τα πιο βαθιά και αινιγματικά μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης;

Ο Θάνατος μάς τρώει τα σωθικά από τη γέννησή μας. Και στη δική μου ζωή, ξέρετε, αυτό ήταν απολύτως ορατό, από την πρώτη στιγμή: γεννήθηκα με τον θάνατο στο χέρι. Δύσκολη γέννα, κόντεψα να πεθάνω τη μάνα μου, εντατικές, θερμοκοιτίδες… φροντίδα υπερβολική και εγκλεισμός τα πρώτα μου χρόνια για προστασία. Η επίγνωση αυτή ωστόσο στη ζωή μου με έκανε αφάνταστα τολμηρή. Αυτό που λένε, η κάθε μέρα μου σα να είναι η τελευταία. Ετοιμοπόλεμη πάντοτε και απολύτως συνειδητή. Στην πορεία είδα ότι και όταν φοβόμουν, έγραφα. Έτσι έμαθα να αντέχω τον πόνο, τον φόβο. Το «εν ερημίαις» γεννήθηκε μέσα σε μέρες, ο εδώ και σαράντα χρόνια σπουδαίος φίλος μου ήταν να κάνει ένα επικίνδυνο χειρουργείο. Μ’ αυτά τα ποιήματα που έφτασαν ακάλεστα κι ουρανοκατέβατα, τον αποχαιρετούσα, ξόρκιζα το κακό. Προσπαθούσα να καταλάβω αν τελικά τελειώνουμε πριν φύγουμε από αυτήν τη ζωή, το γήινο χρέος μας. Στο πρώτο μέρος, φαίνεται πώς δεν ξεφεύγουμε από τη μοίρα μας. Στο δεύτερο, με βασανίζει αυτό που υπάρχει συνήθως στη ζωή μας: η κίνηση η μισοτελειωμένη. Πόσο να σε προστατεύσει η ιστορία σου, η ζωγραφιά ή η σονάτα σου. Στο τρίτο, γονατίζω «των αχράντων μυστηρίων». Ο θάνατος είναι ένα αίνιγμα που μόνο αν τον γνωρίσουμε θα βρει τη λύση του. Αλλά θα είμαστε και ο μόνος αποδέκτης της, αλίμονο.

 

 

-Ο τίτλος της συλλογής, «Εν ερημίαις επλανήθησαν», υποδηλώνει μια διαδικασία περιπλάνησης και αποξένωσης. Πώς συνδέεται η ερημιά με την αίσθηση της ύπαρξης;

Αυτό δεν κάνουμε; Ζώντας δεν περιπλανώμαστε μόνοι κι έρημοι κατ’ ουσίαν στη ζωή; Σε όλα τα μεγάλα φτάνουμε μόνοι. Ακόμα και στον έρωτα. Για σκεφτείτε, ο καθένας μας ζει τον δικό του έρωτα «κατά τον δαίμονα εαυτού». Ακόμα και σ’ αυτό που υποτίθεται σμίγουν οι ζωές μας, ο καθένας μας το βιώνει διαφορετικά. Ανάλογα με αυτά που κουβαλάει στο σώμα, στη ψυχή και στο κεφάλι του. Μόνοι μας γεννηθήκαμε, και όσο για τον θάνατο, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα βαδίσουμε μόνοι.

 

 

-Η ποιητική σας συλλογή διακρίνεται σε τρία μέρη: «Μηδένα προ του Τέλους του…» ,η «Μισοτελειωμένη κίνηση» και των «Αχράντων μυστηρίων». Ποια η σημασία τους;

Είναι ό,τι σας είπα. Στο πρώτο μέρος, αντέχουμε μέχρι να εκπληρώσουμε τον επί της γης σκοπό; προορισμό μας. Στο δεύτερο, ελπίζοντας ότι τάχα κατέχουμε τον προορισμό μας, δημιουργούμε ασπίδες, την ιστορία μας, τους πίνακές μας, τον όμορφο κήπο μας, το μικρό παιδί μας. Σκεφτόμαστε πώς όσο χρωστάμε στο έργο μας και στη ζωή, θ’ αντέξουμε, ωστόσο οι περισσότεροι φεύγουμε με το βιβλίο και την ταινία μας μισά, ό,τι ποθήσαμε ανεκπλήρωτο ή μισοτελειωμένο. Ίσως επειδή το βαθύ χρέος μας στη ζωή μόνο εκείνη τελικά το ορίζει, το γνωρίζει. Εμείς με «νομίσματα» ανθρώπινα στήνουμε προσχώματα στον θάνατο γι’ αυτό κι εκείνος τα (μας) συντρίβει. Στο τρίτο μέρος, το μυστήριο του θανάτου είναι ένα κεφάλαιο ανοιχτό. Μια πρόγευση μόνο, ο θάνατος των αγαπημένων…

 

 

-Είναι αφιερωμένη σε έναν άνθρωπο που αγαπούσατε πολύ…Μιλήστε μας για εκείνον.

Είναι αφιερωμένο στον επιμελητή που ήταν μέσα στο κεφάλι μου, σπουδαίο φίλο και συγγραφέα που έφυγε φέτος μυθιστορηματικά. Ο Μήτσος ο Φύσσας ήρθε την Πέμπτη και μου ‘φερε ένα καρβέλι, είχε φτιάξει τις βιβλιοθήκες στο σπίτι μου, είδε τις καινούργιες στη σκάλα και υποσχέθηκε να έρθει την άλλη εβδομάδα και γι’ αυτές. Ωστόσο όταν πήγε σπίτι έστειλε μέιλ: κι εγώ σ’ αγαπάω. Το άλλο πρωί μόλις ανοίγω τον υπολογιστή, διαβάζω το ποστ του αδελφού του: «το καινούργιο βιβλίο του Μήτσου αποδείχθηκε προφητικό (Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει), σήμερα ο αδελφός μου δεν ξύπνησε». Διαλύθηκα. Ο θάνατος ήταν τα τελευταία χρόνια η αγαπημένη μας κουβέντα.

 

 

-Ο αποχωρισμός είναι ένα από τα κεντρικά θέματα της συλλογής. Πώς η έννοια του «να φύγεις» ή «να αποχωρήσεις» εμπλέκεται με την έννοια του θανάτου;

Δεν εμπλέκεται. Ο θάνατος έχει κάτι το τελεσίδικο. Ασχέτως αν μετά εφευρίσκεις τρόπους για να επικοινωνείς με τον αγαπημένο νεκρό, όσο ζει ο άλλος, όπου και να πάει, όπως και να αποχωρίσει, πάντα θα υπάρχει ελπίδα.

 

 

– Πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στον θάνατο, ή μήπως ο θάνατος είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τη δημιουργία της ποίησης;

Το μόνο αντίδοτο θανάτου, πιστεύω, είναι η ζωή. Ο θάνατος υπάρχει εκεί για να μας υπενθυμίζει ότι η ζωή, τελικά, είναι θείο και το μέγιστο δώρο. Αλλά η δική μας ζωή. Παύουμε να φοβόμαστε τον θάνατο, αμέσως μόλις αρχίσουμε να ζούμε όπως λαχταράμε. Η ποίηση, δεν ξέρω τι είναι η ποίηση. Ένα μυθιστόρημα μπορεί να γίνει και η πανοπλία μας, το καταφύγιο. Το ποίημα έρχεται ουρανοκατέβατο. Κάπως σαν εκείνο που λέμε «ωχ Παναγιά μου» ή «βοήθα Παναγιά μου». Το ποίημα απλώς έρχεται.

 

 

Η μισοτελειωμένη κίνηση

Οι περισσότεροι/γι’ αυτό γράφουν/ζωγραφίζουν, κάνουν γλυπτά,/γλυκά,/για να γλυτώσουν/απ’ την κατάρα/της μισοτελειωμένης κίνησης/μέχρι να μάθουν πως/σ’ αυτήν εδώ τη ζωή/τίποτε δεν γίνεται που/να μην είναι ημιτελές.

-Πώς ερμηνεύετε την έννοια της «μισοτελειωμένης κίνησης» στο ποίημα, και πώς πιστεύετε ότι αυτή η αίσθηση του ατελούς ή της συνεχούς αναζήτησης επηρεάζει την ανθρώπινη δημιουργία και την αναζήτηση για νόημα στη ζωή;

Χωρίς νόημα, ξέρω κι εγώ, αντέχεται η ζωή; Όσο για τη δημιουργία, αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Δεν είναι ανάγκη να φαίνεται ή να είναι πάντα μεγαλειώδης. Για τον καθένα μπορεί και είναι διαφορετική, άλλος γράφει ή ζωγραφίζει, άλλος φροντίζει τον κήπο του, τρελαίνεται για ζαχαροπλαστική, μπορεί ως ποιητής ζωής να απολαμβάνει τα πάντα χωρίς να χρωστάει, στόχους βάζουμε οι περισσότεροι πιστεύοντας πώς όσο υπάρχουν, ίσως και να μας προστατεύουν. Η μισοτελειωμένη κίνηση μας λέει ότι δεν προστατεύουν. Πόσα ανθρώπινα αριστουργήματα απόμειναν μισά. Πώς έφυγε ο Γκαουντί και πότε τέλειωσε η Σαγκράδα Φαμίλια. Κι ας μη φτάσουμε στους εραστές, πόσοι χάθηκαν δίχως να καταφέρουν να εξηγηθούνε.

 

 

3.Περάσματα

Ό,τι κι αν έκανε ο Οιδίποδας/θα τυφλωνόταν/θα σκότωνε ο Ορέστης/και η Ελένη θα ‘φευγε/η Τροία ήταν μονόδρομος/κι η ήττα των Τρωών/ο Οδυσσέας θα έκανε χρόνια/για να γυρίσει στην Ιθάκη του/δεν γίνεται/ό,τι είναι δικό σου/να το παραλείψεις.

-Η Τροία στo ποίημα παρουσιάζεται σαν «μονόδρομος». Πιστεύετε ότι η ζωή, όπως και οι ιστορίες των ηρώων, είναι προκαθορισμένη ή υπάρχει πάντα περιθώριο να επιλέξεις;

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κάποια κομβικά σημεία στη ζωή, που είναι δικά σου και θα τα κάνεις, θα τα ζήσεις, όσο και αν τα αποφεύγεις. Στο πρώτο μέρος αυτού του ποιητικού κύκλου, γίνεται αναφορά ακριβώς σ’ αυτό. Όσο και να προφυλαχτείς, εκείνο το δικό σου θα ‘ρθεί και να σε βρει. Βαθύτατα αυτό το πιστεύω και η ιστορία το αποδεικνύει.

 

 

– Στην τελευταία φράση του ποιήματός σας αναφέρετε ότι «δεν γίνεται ό,τι είναι δικό σου να το παραλείψεις». Τι σημαίνει αυτό για εσάς ; Πιστεύετε στη μοίρα ή είναι μια ανάγκη μας να αντιμετωπίσουμε και να αποδεχτούμε τα προσωπικά μας βιώματα;

Δεν είναι η μοίρα, είναι ο χαρακτήρας. Με αυτό που είμαστε αντιδρούμε στο καλό ή στο κακό. Τώρα αν θέλετε το καλό και το κακό και την αντίδραση του καθενός πάνω σ’ αυτό, να την πούμε μοίρα… Κακό του κεφαλιού μας, θα το έλεγα. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Είναι η πιο συμβατή με τον εαυτό μας, κίνησή μας.

ΟΤΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Έτσι έρχονται οι λέξεις

Σωσίβια

με την καταστροφή

-Με συνεπήραν οι λέξεις στο ποίημα «Όταν έρθουν οι λέξεις». Περιγράφεται τις λέξεις σαν «σωσίβια που έρχονται με την καταστροφή». Τι ακριβώς σημαίνει για εσάς αυτή η σύνδεση ανάμεσα στις λέξεις και την καταστροφή; Πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει σαν σωσίβιο σε έναν κόσμο που καταρρέει;

Ε κάπως έτσι δεν είναι; Ένα ποίημα ουρανοκατέβατο είναι σαν το χέρι του θεού, σα να σε έπιασε απ’ το πόδι πριν το γκρεμό. Ίσως η τέχνη να υπάρχει για ν’ αντέξουμε τη ζωή. Τουλάχιστον εκείνον που την λαχταρά, κάπως τον σώζει. Ξέρω φίλο που γύρω του γκρεμιζόταν το σύμπαν, τον λοιδωρούσε ο Τριανταφυλλόπουλος στη Ζούγκλα του, κι εκείνος αμέριμνος συνέχιζε να διαβάζει Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Κάποιος άλλος στη θέση του μπορεί να έπεφτε απ’ το μπαλκόνι ή να είχε πάθει εγκεφαλικό. Σε αφόρητες εποχές, αν δείτε, ανθίζει η Τέχνη.

 

 

Εντέλει, τόση σύνεση χαμένη

Όσο εκκρεμούσε η μάχη των Θερμοπυλών/ ο Λεωνίδας πάση θυσία/ ακόμα θα ζούσε/ και οι Τριακόσιοι, επίσης,/ όσα επικίνδυνα κι αν έκαναν /Ακόμα κι αν σκοτώνονταν/ αναμεταξύ τους/ τελικά θα επιβίωναν/ Μέχρι στις Θερμοπύλες/ οι Πέρσες να τους αφανίσουν/. Αν ήξεραν/ ώ πόσο θα μετάνιωναν για τόση σύνεση!/ Εντέλει, τόση σύνεση χαμένη.

-Πώς συνδέεται η έννοια της σύνεσης με την έννοια της θυσίας στο ποίημα;

Οι συνετοί δεν θυσιάζουν τίποτα. Εδώ κολλάει γιατί ό,τι κι αν έκαναν, ακόμα κι αν έπεφταν από τα τείχη, αν ζούσαν επικινδύνως, θα τη γλίτωναν μέχρι να πέσουν στον βωμό που ήταν να πέσουν. Δεν πήγε έτσι η προτέρα σύνεση, χαμένη; Ο συνετός βίος, τζάμπα;

  1. Κάτοπτρα

Όσα χρόνια και να περάσουν/ο πατέρας σου θα είναι πάντοτε ο πατέρας σου/όπως κι εκείνη εκεί η οικογένεια/που έχει αρχίσει να σχηματίζεται πλέον αντίστροφα/επάνω στον ουρανό./Τη ζωή σου αρχίζει να την αναζητάς στο ταβάνι/μπορεί στο πάτωμα να εξακολουθούν οι ρίζες σου/αλλά σχέδια κι όνειρα, μέλλον, προοπτικές/και ζωή αιώνια, αν υπάρχει,/εκεί πάνω θα είναι ή δεν θα είναι/ Δεν θα το ξέρεις ακόμα/για όσο σέρνεσαι κάτω/μονάχα εκλάμψεις θα έχεις/σα μαχαιράκια που θα κομματιάζουν/πότε πότε τον χρόνο/εκείνες τις ώρες που έζησες/και θα επαναλαμβάνονται κάθε τόσο/αναστάσιμα και πυρετικά./[..]Όλα εκείνα που σε βασάνιζαν/θα του φανούν κάπως αστεία/ή τώρα κι αυτός θα τα μάθει//θα συμφωνήσει πως είναι η αγάπη/πάνω από την όποια αλήθεια;/

Θα σου επιτρέπει να τον φωνάζεις για πάντα/μπαμπά;/Αυτά σκέφτεσαι τώρα/που δεν είσαι κόρη/αλλά μεγαλώνεις/σαν ένα ξεθυμασμένο μπαλόνι/κι αιωρείσαι συχνά μεταξύ δυο κόσμων/ολομόναχη και αποσυνάγωγη πάντα/με εκείνα τα κοκαλάκια με κερασάκια/στα εναπομείναντα γερασμένα μαλλιά/Θα εξακολουθήσω κι εκεί στον ουρανό/να είμαι η κόρη σου;

-Το ποίημα θέτει το ερώτημα αν η αγάπη και η αλήθεια συγχωρούν τις απογοητεύσεις του παρελθόντος. Πώς βλέπετε την έννοια της συγχώρεσης και της κατανόησης μέσα στην οικογενειακή σχέση, και τι σημαίνει η επιστροφή στον πατέρα;

Έτσι ή αλλιώς, στον Μεγάλο Πατέρα όλοι επιστρέφουμε. Ακόμα κι αν επιμένουμε να τον αποκαλούμε Τίποτα ή επιστροφή στο χώμα. Δεν σ’ απογοητεύουν τ’ ανθρώπινα έτσι και τ’ αγαπήσεις βαθιά. Αν αγαπάς αληθινά ακόμα και η συγχώρεση περιττεύει. Ελευθερία και Αγάπη. Όλα τα λύνουν. Το έχω ξαναπεί, είμαι άνθρωπος του ελέους κι όχι του δικαίου. Κι ύστερα είμαι η τελευταία που δικαιούμαι να συγχωρώ. Έχω κάνει τα λάθη μου, έχω ζήσει τα πάθη μου, συγνώμη θα πρέπει εγώ να ζητώ. Αλλ’ ευτυχώς η αγάπη σαν γομολάστιχα, ενοχές, παραλήψεις, απογοητεύσεις, όλα τα εξαφανίζει.

 

 

Πάντα θα οφείλω έναν Αύγουστο

Όσες λαμπάδες και να σ’ ανάψω/πάντα θα σου οφείλω έναν Αύγουστο/Μαλακό και στοργικό/σα μητρικό χάδι/Σιωπηλό κι επιδραστικό/σαν Θεό/Ιαματικό κι αναστάσιμο/σαν το θαύμα/Προβλέψιμο κι αναμενόμενο/όπως το σπίτι μας το πατρικό/Από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα/ωστόσο/έτσι που να μην τον αγγίζει ο καιρός/Θα είναι το μυστικό μας/Και για όσο στον χρωστώ/Θ’ αντέχω/Είμαι καλοπληρωτής στα χρέη εγώ

-Στο ποίημα «Πάντα θα οφείλω έναν Αύγουστο» ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού εμφανίζεται ως κάτι ιερό και αναγκαίο. Τι σημαίνει για εσάς αυτός ο μήνας;

Α είναι μεγάλη ιστορία. Είμαι… ταμένη. Ως κακογεννημένο παιδί, με είχε τάξει ο παππούς μου στην Παναγιά (στην Πεντέλη). Και κάθε Αύγουστο πάω για το τάμα μου. Από μωρό. Με μια μικρή διακοπή όταν έφευγε η μαμά μου. Φέτος επανήλθα. Με την λαμπάδα μου. Αλλά γενικώς δεν θέλω να χρωστάω. Κι όταν συμβαίνει, καίγομαι. Γιατί ό,τι και να κάνουμε, όλοι μας κάπου, σε κάποιους χρωστάμε.

 

 

-Πιστεύετε ότι με τον θάνατο κλείνει ο κύκλος της ανθρώπινης εμπειρίας, ή μήπως η ποίηση και η τέχνη αποδεικνύουν ότι η ζωή συνεχίζεται με άλλους τρόπους μετά τον θάνατο;

Αν δεν το ζήσεις κάτι, δεν μπορείς να το ξέρεις. Το τι θα γίνει μετά, μόνο με τον θάνατό μου θα το μάθω, αλλά αυτή τη γνώση ο καθένας θα την πάρει μαζί του. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μετά από ένα φρικτό αυτοκινητιστικό, όπου πήγα κι ήρθα, στην κυριολεξία, ξεφοβήθηκα τη σύγκρουση, ξεφοβήθηκα τον θάνατο. Όπως συνερχόμουν, αγανάκτησα. Ήταν ωραία «εκεί». Η τελευταία αίσθηση ήταν σαν έκσταση, φως, ευλογία, πληρότητα, γαλήνη. Κι όλο το παζλ της ζωής μου, τελειωμένο. Δυστυχώς δεν έβαλα μυαλό, ήμουν τότε 23 χρονών, αλλά επανήλθα η ίδια. Λίγο φοβισμένη, άλλοτε απογοητευμένη, ανικανοποίητη για πολλά χρόνια, ώσπου μεγάλωσα αρκετά κι όλα τα βρίσκω επιτέλους μαγικά και θαυμαστά. Ε ναι πια μπορώ να το πω πώς επιτέλους είμαι από τη ζωή, μαγεμένη.

Σας ευχαριστώ πολύ! Ούφ! Τί με βάλατε κι έσκαψα… να ‘στε καλά.

 

Εγώ ευχαριστώ όπως πάντα αποκαλυπτική και άκρως ενδιαφέρουσα!

 

 

****************************************

 

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο «Αντί», στις «Εικόνες», στο «Έθνος» και στο «Έθνος της Κυριακής» από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν σαράντα βιβλία της: Δεκαεπτά μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές με διηγήματα, ένας τόμος με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια. Το βιβλίο της «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας» (εκδόσεις Καλέντη) ήταν υποψήφιο για το βραβείο Αναγνωστών το 2012. Άρθρα, συνεντεύξεις και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά [“Περίπλους”, “Διαβάζω”, “Νέα Ευθύνη”, “diastixo”, “diavasame”, “Literature” κ.ά.] Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του διαδικτυακού περιοδικού Fractal. «Ο τελευταίος Άλυπος» από τις εκδόσεις Αρμός είναι το 18ο μυθιστόρημα και το 42ο βιβλίο της.