Νυχτερινό
Την πέτρα ρώτησα να πει τι ξέρει και αντέχει
κι εκείνη μου `πε: τη σιωπή για μυστικό της έχει
τ’ αστέρι ρώτησα μετά, τι έχει μάθει ως τώρα…
Τα χίλια χρόνια, μ’ απαντά, περνάνε σε μιαν ώρα
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια κόκκινη κηλίδα,
λάβα το φως αιμορραγεί να κάψει ό,τι είδα.
Το χώμα ρώτησα ξανά, παλιά αν ήταν σώμα
και μου `πε: τα ψηλά βουνά κι αυτά θα γίνουν χώμα.
Κι ύστερα εσένανε ρωτώ το νόημα του κόσμου
και λες: το χέρι σου κρατώ κι εσύ είσαι δικός μου
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια χρυσαφένια βρύση,
νερό το φως του να πνιγεί όποιος θέλει να ζήσει.
*
Xαράματα
Γέννησε η νύχτα τα χαράματα
πάνω στα κρύα χόρτα
γέμισε ο κήπος μου αγάλματα
τρέχω να δω στην πόρτα.
Φλέβες νωπές τυλίγανε
το διάφανο λαιμό τους
όμως ποτέ δεν είπανε
ποιο είναι το μυστικό τους.
Πέθανε η νύχτα τα χαράματα
πάνω στα κρύα χόρτα
τρέχαν στον κήπο μου φαντάσματα
κλείνω καλά την πόρτα.
Στο φόβο μου τυλίχτηκα
μη δω το πρόσωπο τους
όμως μετά θυμήθηκα
ποιο είναι το μυστικό τους.
Στο φόβο μου τυλίχτηκα
μη δω το πρόσωπο τους
όμως μετά θυμήθηκα
πως ήμουνα δικός τους.
*
Δε γίνεται αλλιώς
Λευκή φτερούγα κύκνου
αργά χαράζει το νερό.
Πέτρα, σαν πέφτει, κύκλου
αρχίζει ατέλειωτο χορό.
Στην όχθη έν’ αγκάθι
ματώνει δάχτυλα ακριβά.
Στου ποταμιού τα βάθη
το μαύρο φίδι ξαγρυπνά.
Χελιδονιού φτερούγα
σχίζει στα δυο τον ουρανό.
Γαλάζια πεταλούδα
ξυπνά λουλούδι πρωινό.
Στον βράχο το γεράκι
ξύνει τα νύχια του γαμψά.
Του κόσμου το σαράκι
πάλι πεινάει και διψά.
Φτερούγα κι η αγάπη
ανοίγει πρώτη της φορά,
σε μιαν αθώα πλάτη
που δε χορταίνει να πετά.
Κρυφά παραμονεύει
όμως ο φόβος ο παλιός,
το τέλος που γυρεύει
και λέει δε γίνεται αλλιώς.
*
Δεν είμαι λέξη
Όταν φωνάζεις τ’ όνομά μου
τρέχω κοντά σου σαν παιδί
που του `χουν τάξει ένα φιλί
και τ’ άφησαν να παίξει.
Τρελλά χτυπάει η καρδιά μου
γιατί ν’ αντέξει προσπαθεί
πως έχω πάλι γεννηθεί
στα χείλη σου σαν λέξη.
Δεν είμαι λέξη μοναχά,
είμαι του πόθου σου τροφή,
κρύο της δίψας σου νερό,
τις νύχτες του ύπνου σου μορφή,
και της ελπίδας σου φτερό.
Δεν είμαι λέξη μοναχά
το όνομά μου σαν φωνάξεις,
αρκεί να με ζητάς μην πάψεις.
Όταν φωνάζεις τ’ όνομά μου
τρέχω κοντά σου σαν πιστός
κι εσύ `σαι ο μόνος μου θεός
η μόνη μου η σκέψη.
Τρελλά χτυπάει η καρδιά μου
γιατί ν’ αντέξω προσπαθώ
ότι μπορεί και να χαθώ
στα χείλη σου σαν λέξη.
*
Η νύχτα και η σκονη
Η νύχτα πέφτει σαν το σεντόνι πάνω σε έπιπλα παλιά.
Μας προστατεύει από τη σκόνη
που η μέρα πάνω μας κολλά.
Για κάποιους όμως που είναι μόνοι
και σκονισμένοι απ’ τη ζωή.
Το σκοτεινό της μαύρο σεντόνι
είναι αβάσταχτα βαρύ.
Φοβούνται κάθε που πέφτει η νύχτα
πάνω σε στέγες και ψυχές.
Φοβούνται ακόμα την καληνύχτα
που από συνήθεια εσύ τους λες
και περιμένουν τη μέρα να’ ρθει
που όλα τα κρύβει μεσ’ στο φως
που μας ενώνει μ’ αυτή τη σκόνη
αρχή του κόσμου προορισμός.
Η νύχτα πέφτει σαν το σεντόνι πάνω σε έπιπλα παλιά.
*
Ο Αδερφός της Γοργόνας
Σαν ψέμα και σαν όνειρο
μπροστά μου ξαφνικά
καταμεσίς του πέλαγου
προβάλλει η γοργόνα
γοργά να σχίζει τα νερά
μ’ ενός ψαριού ουρά
κι αρχίζει να μου τραγουδά
γι’ αυτά που την πληγώναν
Και μου’ λεγε τον πόνο της
τον πιο κρυφό καημό της
ρωτούσε απ’ το φόβο της
αν ζει ο αδερφός της
Κι εγώ που πάντα μέτραγα
μόνο τη λογική
δεν πίστευα στα όνειρα
ούτε στα παραμύθια
χωρίς να το καλοσκεφτώ
ούτε για μια στιγμή
αποφασίζω να της πω
τη μαύρη την αλήθεια
Καθόλου δε λυπήθηκα
τον πιο κρυφό καημό της
κι αμέσως αποκρίθηκα
δε ζει ο αδερφός της
Ψηλά σηκώνει κύματα
βαθιά τους να χαθώ
χτυπώντας με τα χέρια της
τα πληγωμένα στήθη
το ψέμα είν’ αληθινό
κι αν θέλω να σωθώ
θα πρέπει πια κι εγώ να μπω
στ’ αρχαίο παραμύθι
δικός μου ήταν, δέχτηκα
ο πιο κρυφός καημός της
στο τέλος παραδέχτηκα
πως είμαι ο αδερφός της
δεν πέθανε ο Αλέξανδρος
ακόμα κυβερνά
το νου μας και τα όνειρα
το αίμα, την καρδιά μας
κι όσο το χώμα θα γεννά
του μύθου του παιδιά
μία γοργόνα θα φυλά
την άγια θάλασσά μας