ΑΠΟΦΥΓΗ

Χειμώνες ατέρμονους ξόδεψα

κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματα

μέχρι να θρέψει η πληγή

να γίνει όπως πρώτα.

 

Ξόδεψα μέρες, μήνες, χρόνια

να κρύβομαι

και ακόμη δεν έμαθα

πως η φθορά δεν φθίνει μόνη.

 

Αυτό το σεντόνι βάρυνε

λες και ζήλεψε τα μάρμαρα

κι εγώ αφέθηκα

λες και ζήλεψα τα πτώματα.

 

**

ΜΟΝΑΞΙΑ

 

Σε κάθε βήμα της

σκοτείνιαζε το διάβα

σε κάθε ανάσα

ο ουρανός της, βάραινε

κι εκείνη αμείλικτη συνέχιζε.

 

Σιωπηλή έσκιζε τον δρόμο

όπως σκίζεται το δέρμα

που διψά για ένα χάδι,

όπως πνίγεται η θάλασσα

που στεριά δεν ανταμώνει.

 

Μαύρα πουλιά δραπέτευαν

απ’ τις ραφές των ρούχων της,

χειμώνες ολάκεροι κρέμονταν

στην άκρη των ματιών της

μα δάκρυ δεν γεννιόταν.

 

Φτερουγίσματα πένθιμα

παγωμένη μελωδία,

ο ανυπόφορος βηματισμός

της μοναξιάς

πουμια ψυχήδιασχίζει.

 

 

**

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΡΑΥΓΗ

 

Ποτέ ξανά δεν σκέφτηκα

πόσο πονά το χώμα

σαν ξεριζώνεις τη σπορά,

πώς οδύρεται το χάραμα

σαν γεννάει έναν πόνο

και πώς γεράσαν κείνα τα παιδιά

που παίζαμε στον δρόμο.

 

Βημάτιζα οργώνοντας

πληγές να αλλοτριώσω

και όλο σε τοίχους σκόνταφτα,

τη μνήμη να ματώσω.

 

Ποτέ ξανά δεν σκέφτηκα

να περπατάς πώς είναι

όταν δεν έχεις πόδια·

και πώς μαραίνεται η φωνή

να σπάζει σαν το ρόδο

κόκκινη πικρή κραυγή

να μαρτυρά τον πόνο.

 

**

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ;

 

Το στάχυ που στόλισες στα μαλλιά μου,

βάρυνε και γλίστρησε σαν άγκυρα

έσυρε μαζί έναν χειμώνα ολάκερο,

 

τα καλοκαίρια μου ναυάγια

σε μάτια ανάκατα

κοίταγαν σαστισμένα

 

πώς γίνεται σε μια στιγμή

η εποχή να αλλάζει;

πώς γίνεται έτσι σιωπηλά

θηλιά η αγκαλιά να μοιάζει;

 

και αν έγινε σε μια στιγμή

θα ξαναγίνει πάλι

χειμώνα κι αν έχω στα μαλλιά

κρατάω τη σκυτάλη

 

της άγκυρας θα κόψω το σχοινί

τον ήλιο θα φέρω πίσω

κι αν το σκοτάδι σου μ’ ακολουθεί

εγώ θα τοκερδίσω.

 

**

ΑΟΡΑΤΑ ΧΕΡΙΑ

 

Αόρατα χέρια με κινούν

τα δικά μου τα ’χασα

τα θυμάμαι να βουλιάζουν

σε μια μαύρη θάλασσα.

 

Τα πόδια μου έφυγαν

κουράστηκαν να υπακούουν

και βήματα άρχισαν

να τρέχουν στο μυαλό μου

 

δεν ξέρω πόσα στον δρόμο έχασα

και πόσα πια στη θάλασσα

κι όλο δακρύζει το είδωλο

κι όλο βαθαίνει η μνήμη.

 

**

ΒΕΒΗΛΩΣΗ

 

Θα σέρνω τα γρανάζια με τα μάτια

μέχρι τα χέρια να ζηλέψουν

κι ανεπαίσθητος να επιστρέψει ο χτύπος

 

θα διαγράφω με τα δάχτυλα πορείες

μέχρι τα πόδια να πιστέψουν

και τα βήματα το χώμα να πατήσουν

 

θα επιστρέφω πάντα στο δωμάτιο

μέχρι η ενοχή να στεγνώσει απ’ τους τοίχους

και η λύτρωση να μπει απ’ το παντζούρι

 

θα γυρίσουν οι δείκτες, θα περάσει η εποχή

κι αόρατες θα μείνουν οι μνήμες

να θυμίζουν μια βεβήλωση δειλή.

 

ΣΥΝΕΒΗ.

 

δεν είναι ποίημα

κι ούτε θα γίνει

Μάης δακρυσμένος

στέκεται απέναντί σου

μπουκέτα από στάχτες

και άλλα ποδοπατημένα

δεν είναι ποίημα

κι ούτε θα γίνει,

συνέβη.