Ξαφνικά, όταν είχα πια κλείσει τα εξηνταπέντε μου χρόνια, έχοντας χάσει και τη λίγη μνήμη που μου είχε απομείνει, μα και τις δυνάμεις που χρειάζονταν για να μπορώ να τρέχω στην εξοχή, χωρίς οδηγό, χωρίς βιβλία, χωρίς κήπο, χωρίς φυτολόγιο, με ξανακατέλαβε η ίδια τρέλα, αλλά με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο απ’ ό,τι την πρώτη φορά. Και νά με λοιπόν, αφοσιωμένος στα σοβαρά στο σοφότατο σχέδιο ν’ αποστηθίσω ολόκληρο το Regnum vegetabile του Μούρραιυ και να μάθω όλα τα γνωστά φυτά πάνω στη γη. Μιας και δεν είχα τη δυνατότητα να ξαναγοράσω τα βιβλία βοτανικής, αναγκάστηκα ν᾽ αντιγράψω τα βιβλία που μου δάνεισαν. Έχω αποφασίσει να ξαναφτιάξω ένα φυτολόγιο πιο πλούσιο από το πρώτο. Κι όσο περιμένω να περιλάβω σ’ αυτό όλα τα φυτά της θάλασσας και των Άλπεων, όλα τα δέντρα των Ινδιών, ξεκινώ με τα πιο απλά: με την αναγαλλίδα, το μυρώνι, το μποράγκο, τον μαρτιάκο. Μαζεύω με προσοχή φυτά στο κλουβί για τα πουλιά μου, κι όταν συναντώ κάποιο καινούργιο φυτό, λέω μέσα μου με ικανοποίηση: Νά άλλο ένα χορταράκι.
********************************************************
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
του Θάνου Σαμαρτζή
Είναι Απρίλης του 1776 και στους δρόμους του Παρισιού ο 64χρονος Ζαν-Ζακ Ρουσσώ μοιράζει στους διαβάτες ένα χειρόγραφο φυλλάδιο με τίτλο: Προς κάθε Γάλλο που εξακολουθεί ν’ αγαπά τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ξεκινά ως εξής:
Γάλλοι! Έθνος άλλοτε αγαπημένο και τρυφερό, τι έχετε απογίνει; Τι σας έκανε ν’ αλλάξετε στάση απέναντι σ’ έναν κακότυχο ξένο, που είναι μόνος του, στο έλεός σας, χωρίς κανένα στήριγμα, χωρίς κανέναν υπερασπιστή (…); Τι σας έκανε ν’ αλλάξετε στάση απέναντι σ’ έναν άνθρωπο άκακο και άδολο, εχθρό της αδικίας, μα καρτερικό στο να την υπομένει, ο οποίος ποτέ δεν έκανε, ποτέ δεν ευχήθηκε, ποτέ δεν ανταπόδωσε κακό σε κανέναν, και ο οποίος εδώ και δεκαπέντε χρόνια, βουτηγμένος, κυλισμένος από εσάς στο βούρκο της ατίμωσης και της διαβολής, βλέπει και νιώθει να του φορτώνουν χωρίς σταματημό αισχρότητες που όμοιές τους δεν ακούστηκαν ποτέ για κανέναν άνθρωπο, δίχως ποτέ να μπορέσει τουλάχιστον να μάθει την αιτία!
Ούτε ένας σχεδόν απ’ τους περαστικούς δεν δέχτηκε να πάρει το φυλλάδιο.
Λίγες βδομάδες νωρίτερα, στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, ο Ρουσσώ είχε μπει κρυφά στην Παναγία των Παρισίων από μια πλαϊνή είσοδο, σε μια ώρα που πίστευε πως θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Σκόπευε να εναποθέσει στην αγία τράπεζα της εκκλησίας το έργο που ετοίμαζε τα τελευταία τέσσερα χρόνια: το Ο Ρουσσώ κριτής του Ζαν-Ζακ, γνωστό και με τον υπότιτλό του, Διάλογοι. Στο έργο αυτό αναλαμβάνει ρόλο κρινόμενου, κριτή και συνηγόρου, επιχειρώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να ξεσκεπάσει τη συνωμοσία που έχει εξυφανθεί σε βάρος του. Μόνο που η συνωμοσία είναι οικουμενική, έχει απλωθεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Κάθε άνθρωπος που συναντά, όσο φιλικός κι αν δείχνει, συμμετέχει στην πλεκτάνη. Δεν έχει νόημα, πιστεύει, να δοκιμάσει να μεταστρέψει τις απόψεις των συγκαιρινών του. Απευθύνεται λοιπόν στον θεό και μπαίνει στο ναό του. Ξάφνου, όμως, παρατηρεί πως υπάρχει ένα κιγκλίδωμα που τον εμποδίζει να πλησιάσει την αγία τράπεζα. Το σχέδιό του αποτυγχάνει. Για μια στιγμή σκέφτεται, μας λέει, πως ούτε ο θεός δεν είναι διατεθειμένος να τον ακούσει.
2.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ γεννιέται το 1712 στην τότε ανεξάρτητη πόλη-κράτος της Γενεύης, κοιτίδα του καλβινισμού. Η μητέρα του πεθαίνει λίγες μέρες μετά τη γέννα. Μεγαλώνει με τον πατέρα του, ωρολογοποιό, ο οποίος από πολύ νωρίς του διαβάζει μυθιστορήματα και Πλούταρχο. Ο πατέρας του αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Γενεύη, και ο Ρουσσώ σε ηλικία δέκα ετών μένει μόνος, ζώντας σε σπίτια συγγενών του αρχικά κι ύστερα μ’ έναν προτεστάντη ιερωμένο. Πιάνει δουλειά, πρώτα ως μαθητευόμενος συμβολαιογράφος κι έπειτα ως μαθητευόμενος χαράκτης. Στα δεκαπέντε του, μένει ένα βράδυ κλεισμένος έξω απ’ τα τείχη της πόλης. Δίχως να το πολυσκεφτεί, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Γενεύη κι αρχίζει πεζός τις περιπλανήσεις του.
Στη γειτονική Σαβοΐα, που τότε ανήκε στο βασίλειο της Σαρδηνίας με πρωτεύουσα το Τορίνο, συναντά την κυρία ντε Ουαρόνς, τον άνθρωπο που θα καθορίσει όσο κανένας τα νεανικά του χρόνια. Η κυρία ντε Ουαρόνς εργάζεται επί της ουσίας ως πράκτορας της Καθολικής Εκκλησίας με σκοπό τη μεταστροφή νεαρών προτεσταντών στον καθολικισμό. Ο Ρουσσώ της ζητά να μείνει μαζί της, όμως εκείνη απαιτεί απ’ αυτόν πρώτα ν’ αλλαξοπιστήσει. Πράγματι, ο Ρουσσώ πηγαίνει στο Τορίνο και μεταστρέφεται στον καθολικισμό (που σημαίνει πως αυτομάτως χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα στη Γενεύη). Ξαναβρίσκει την κυρία ντε Ουαρόνς στο Σαμπερύ της Σαβοΐας, και εφεξής ζουν μαζί, ως ανύπαντρο αντρόγυνο. Ο Ρουσσώ μαθαίνει μουσική, κι εργάζεται ευκαιριακά ως μουσικοδιδάσκαλος. Αποσύρονται σε μια εξοχική κατοικία έξω από το Σαμπερύ, στις Σαρμέτ, όπου ο Ρουσσώ αφοσιώνεται στη μελέτη της φιλοσοφίας και των επιστημών.
Αναπτύσσει ένα νέο σύστημα μουσικής σημειογραφίας, και το 1742 ταξιδεύει στο Παρίσι για να το υποβάλει στην κρίση της Γαλλικής Ακαδημίας. Η Ακαδημία απορρίπτει την πρότασή του, μα ο Ρουσσώ εγκαθίσταται στο Παρίσι. Γρήγορα γίνεται δεκτός στα σαλόνια της πόλης, όπου γνωρίζει τον Ντιντερό, με τον οποίο και συνδέονται με στενή φιλία. Ύστερα από ένα σύντομο, περιπετειώδες διάστημα στη Βενετία, όπου εργάζεται ως γραμματέας του Γάλλου πρέσβη, το 1745 επιστρέφει στο Παρίσι· εκεί γνωρίζει την Τερέζ Λε Βασσέρ, με την οποία συζεί μέχρι το θάνατό του, αν και παντρεύονται μόλις το 1768. Θα κάνουν μαζί πέντε παιδιά, που και τα πέντε εγκαταλείπονται στο Εκθετοτροφείο του Παρισιού.
Εργάζεται ως γραμματέας σε οικογένειες πλουσίων του Παρισιού και, μέσω του Ντιντερό, συνδέεται με τον κύκλο των Εγκυκλοπαιδιστών και την πνευματική πρωτοπορία της εποχής. Αναλαμβάνει και γράφει τα άρθρα περί μουσικής, και όχι μόνον, της Εγκυκλοπαίδειας των Ντιντερό και ντ’ Αλαμπέρ. Παράλληλα γράφει όπερες. Το 1749, πηγαίνοντας να επισκεφτεί τον Ντιντερό στη φυλακή, όπου κρατείται μετά τη δημοσίευση της Επιστολής για τους τυφλούς, διαβάζει τον τίτλο του διαγωνισμού που είχε προκηρύξει η Ακαδημία της Ντιζόν: Η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών συνέβαλε στη διαφθορά ή στην κάθαρση των ηθών; «Μόλις το διάβασα, αντίκρισα μπροστά μου έναν άλλο κόσμο και έγινα άλλος άνθρωπος». Στέκεται κάτω από ένα δέντρο και σε μια «έκλαμψη», που κράτησε περίπου ένα μισάωρο, αρθρώνονται οι βασικές γραμμές ολόκληρης της κατοπινής του φιλοσοφίας. Το κείμενο που γράφει στη συνέχεια, Ο λόγος για τις επιστήμες και τις τέχνες, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό· η δημοσίευσή του τον επόμενο χρόνο κάνει τον Ρουσσώ διάσημο. Στο κείμενο αυτό ο Ρουσσώ αντιμάχεται θεμελιώδεις θέσεις του ευρύτερου διαφωτιστικού προγράμματος, και κυρίως την πίστη στην ιδέα της προόδου: η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών, λέει ο Ρουσσώ, οδηγεί στη διαφθορά κι όχι στον εξευγενισμό των ηθών· η συγγραφή βιβλίων είναι επάγγελμα της τρυφής και της πολυτέλειας, ανάλογο της χρυσοχοΐας.
Τον επόμενο χρόνο ξεκινά η περίφημη «ανάπλαση» ή «μεταρρύθμισή» του, για την οποία μιλά συνοπτικά εδώ, στον Τρίτο περίπατο, και αναλυτικότερα στις Εξομολογήσεις. Σε μια κίνηση που αντέβαινε εμφατικά στα κρατούντα ήθη της εποχής, ο Ρουσσώ παραιτείται από γραμματέας πλουσίων, των οποίων και απολάμβανε την προστασία, και πιάνει δουλειά ως αυτοαπασχολούμενος αντιγραφέας μουσικής, αμειβόμενος με το κομμάτι· υιοθετεί ταπεινό ντύσιμο· πετάει το ξίφος του· και, ίσως σημαντικότερο απ’ όλα, πουλάει το ρολόι του. Αν το ρολόι υποδηλώνει ένα κοινό μέτρο με το οποίο υποχρεούνται άπαντες να ευθυγραμμιστούν, η απόρριψη του ρολογιού συνιστά μια στοιχειακή πράξη ανυποταξίας: «Δόξα τω Θεώ, δεν θα χρειάζεται πια να ξέρω τι ώρα είναι».
Στο μεταξύ η όπερά του Ο μάγος του χωριού γνωρίζει επιτυχία, και μάλιστα παίζεται ενώπιον του βασιλιά. Αρνείται να λάβει την αργομισθία που του προσφέρεται, η οποία θα του εξασφάλιζε διά βίου οικονομική άνεση. Δημοσιεύει την Επιστολή για τη γαλλική μουσική, στην οποία υποστηρίζει τη συντριπτική υπεροχή της ιταλικής μουσικής σε σχέση με τη γαλλική, και δημιουργεί σκάνδαλο. Επισκέπτεται τη Γενεύη, όπου γίνεται δεκτός με τιμές, και μεταστρέφεται εκ νέου στον προτεσταντισμό. Ο Ρουσσώ υπογράφει περήφανα «Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, πολίτης της Γενεύης». Το 1755 δημοσιεύεται ο Λόγος περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, έργο εικοτολογικής ιστορικής ανθρωπολογίας, που δημιουργεί νέο σκάνδαλο. Σ’ αυτό θα υποστηρίξει πως η κοινωνική ζωή συνιστά διαστροφή της ανθρώπινης φύσης: ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να ζει μόνος. Ο Βολταίρος θα γράψει στον Ρουσσώ: «Έλαβα, κύριε, το νέο σας βιβλίο εναντίον του ανθρωπίνου γένους, και σας ευχαριστώ (…). Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο σας, του γεννιέται η όρεξη ν’ αρχίσει να περπατάει στα τέσσερα».
Την επόμενη χρονιά, προκαλώντας εκ νέου τα ήθη των διανοουμένων του Παρισιού, εγκαταλείπει την πόλη, κι εγκαθίσταται με την Τερέζ στο Ερμιτάζ, ένα χωριατόσπιτο στην εξοχή του Μονμορενσύ, έξω απ’ το Παρίσι, και ύστερα από λίγο καιρό, σ’ ένα άλλο καλύβι στα ίδια μέρη. Μεταξύ 1756 και 1761 ο Ρουσσώ θα γράψει, ανάμεσα σ’ άλλα κείμενα, τη Νέα Ελοΐζα, το μυθιστόρημα με τη μεγαλύτερη επιτυχία σ’ ολόκληρο τον 18ο αιώνα· τον Αιμίλιο, εκ πρώτης όψεως έργο παιδαγωγικής, στην πραγματικότητα όμως σύνοψη της ηθικής φιλοσοφίας του και των θεολογικών του αντιλήψεων· και το Κοινωνικό συμβόλαιο, το μείζον έργο του πολιτικής φιλοσοφίας. Στο ίδιο διάστημα έρχεται σε ρήξη με τον Ντιντερό, τον ντ’ Αλαμπέρ, τον ντ’ Ολμπάκ και τους άλλους φιλοσόφους του κύκλου της Εγκυκλοπαίδειας.
Η Νέα Ελοΐζα κυκλοφορεί το 1761· το Κοινωνικό συμβόλαιο και ο Αιμίλιος τον Μάιο του 1762. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου το Παρλαμέντο του Παρισιού εκδίδει ένταλμά σύλληψής του, και ο Ρουσσώ διαφεύγει στην Ελβετία. Δεν ήταν οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ, αλλά Η ομολογία πίστεως του Σαβοού εφημέριου, μια εν πολλοίς αυτοτελής πραγματεία περί θρησκείας, η οποία εμπεριέχεται στο 4ο βιβλίο του Αιμίλιου, που οδήγησε στη δίωξή του. Αρχικά ο Ρουσσώ επιθυμεί να επιστρέψει στη Γενεύη, όμως ενημερώνεται πως και τα δύο του βιβλία έχουν ριχτεί στην πυρά, και είναι καταζητούμενος. Ο Βολταίρος, που εκείνα τα χρόνια ζει κοντά στη Γενεύη, τον προσκαλεί να μείνει μαζί του, μα ο Ρουσσώ δεν απαντά. Ύστερα από διάφορους σταθμούς εγκαθίσταται στο Μοτιέ, ένα χωριό στην περιοχή του Νεσατέλ, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας.
Από εκείνη την περίοδο και μετά, το έργο του Ρουσσώ αποκτά σχεδόν αμιγώς πολεμικό χαρακτήρα. Πλέον ό,τι γράφει είναι άμεση ή έμμεση απάντηση στις επιθέσεις που δέχεται, είτε για τα γραπτά του είτε για το χαρακτήρα του. Τα δημοσιεύματα εναντίον του, συνήθως ψευδώνυμα, πολλαπλασιάζονται. Το 1763 αποποιείται την ιδιότητα του πολίτη της Γενεύης. Το 1764 δημοσιεύει τα Γράμματα από το βουνό όπου υπερασπίζεται τα προηγούμενα γραπτά του. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Βολταίρος δημοσιεύει ψευδωνύμως Το αίσθημα των πολιτών, στο οποίο αποκαλύπτει πως ο Ρουσσώ είχε εγκαταλείψει τα παιδιά του στο εκθετοτροφείο, γεγονός που οδηγεί τον Ρουσσώ στην απόφαση να γράψει τις Εξομολογήσεις του.
Τον Σεπτέμβρη του 1765, μετά από υποκίνηση του πάστορα του χωριού, οι κάτοικοι του Μοτιέ επιτίθενται με πέτρες στο σπίτι του Ρουσσώ, ο οποίος αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στη Νήσο του Αγίου Πέτρου, ένα σχεδόν ακατοίκητο νησάκι στη μέση της λίμνης Μπιεν στην Ελβετία (βλ. εδώ, τον Πέμπτο περίπατο). Παρά τα αιτήματά του προς τις αρχές της Βέρνης, στην οποία ανήκει το νησί, να μείνει εκεί εξόριστος διά βίου, εκδιώκεται εκ νέου. Ύστερα από ολιγόμηνη περιπλάνηση και μια σύντομη στάση στο Παρίσι, όπου γίνεται δεκτός περίπου σαν ήρωας, τον Γενάρη του 1766 μεταβαίνει στην Αγγλία, προσκεκλημένος του Σκωτσέζου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος και τον συνοδεύει στο ταξίδι.
Στην Αγγλία συντάσσει το πρώτο μέρος των Εξομολογήσεών του, έργου που θα δημοσιευτεί μετά το θάνατό του. Στο έργο αυτό, λέει:
Αναλαμβάνω κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν, ούτε και πρόκειται να βρει στο μέλλον μιμητές. Θέλω να δείξω στους συνανθρώπους μου έναν άνθρωπο σε όλη τη φυσική του αλήθεια· και ο άνθρωπος αυτός θα είμαι εγώ (…) Όποτε κι αν ηχήσει η σάλπιγγα της κρίσεως, εγώ θα έρθω με το βιβλίο αυτό στο χέρι. Θα παρουσιαστώ ενώπιον του ανώτατου κριτή και θα πω με παρρησία: «Ιδού τι έπραξα, τι σκέφτηκα, τι υπήρξα (…) Ύψιστε, κάλεσε γύρω μου το αμέτρητο πλήθος των συνανθρώπων μου· να ακούσουν τις εξομολογήσεις μου, να φρίξουν με τις ατιμίες μου, να ντραπούν με τα βάσανά μου. Και ο καθένας στη σειρά να ξεσκεπάσει την ψυχή του ενώπιον του θρόνου σου με την ίδια ειλικρίνεια· και ας βρεθεί έστω κι ένας που να μπορέσει να πει: Εγώ ήμουν καλύτερος απ’ αυτόν».
Σύντομα θα ’ρθεί σε ρήξη με τον Χιουμ, και τον Μάιο του 1767 επιστρέφει εν κρυπτώ στη Γαλλία, όπου ζει με ψεύτικο όνομα, περιπλανώμενος σε διάφορες πόλεις της επαρχίας. Είναι πλέον πεπεισμένος για την ύπαρξη μιας οικουμενικής συνωμοσίας εναντίον του, στην οποία συμμετέχουν όλοι οι διανοούμενοι —με προεξάρχοντες τους παλιούς του φίλους— κι όλοι οι άνθρωποι με εξουσία. Εγκαθίσταται σ’ ένα κτήμα μεταξύ Λυών και Γκρενόμπλ κι ολοκληρώνει το δεύτερο μέρος των Εξομολογήσεων.
Το 1770 επιστρέφει στο Παρίσι, ανώδυνα. Ανακτά το κανονικό του όνομα, και ξαναπιάνει δουλειά ως αντιγραφέας μουσικής. Οργανώνει δημόσιες αναγνώσεις των Εξομολογήσεων, αλλά σύντομα η αστυνομία τού απαγορεύει να διαβάζει το δεύτερο μέρος του έργου. Απ’ το 1772 μέχρι το 1776 γράφει τους Διαλόγους του. Αν στις Εξομολογήσεις στόχος του Ρουσσώ είναι να παρουσιάσει τον εαυτό του σ’ όλη του την αλήθεια, χωρίς εξωραϊσμούς, η στόχευση των Διαλόγων, βιβλίου που συνήθως προσπερνιέται μ’ ευκολία ως γέννημα των εφιαλτών ενός παρανοϊκού, είναι ρητά απολογητική: πρόθεση είναι να δικαιωθεί ο Ρουσσώ και να διαψευσθούν οι διώκτες του.
Με τους Ρεμβασμούς του μοναχικού περιπατητή, αντίθετα, έργο που αρχίζει να το γράφει λίγους μήνες μετά την αποτυχημένη απόπειρα να εναποθέσει τους Διαλόγους στην αγία τράπεζα της Παναγίας των Παρισίων, ξεκινά κάτι καινούργιο.
…
8.
Ο Ρουσσώ πέθανε τον Ιούλιο του 1778 στην Ερμενονβίλ, 50 χιλιόμετρα έξω απ’ το Παρίσι, στο σπίτι όπου τον φιλοξενούσε τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο φίλος του κόμης ντε Ζιραρντέν. Θάφτηκε εκεί, σ’ ένα μικρό νησάκι, στη μέση μιας λίμνης. Ο τάφος του γρήγορα μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι —στους οποίους απευθυνόταν σ’ εκείνο το φυλλάδιο που μοίραζε στους άγνωστους διαβάτες τη χρονιά που ξεκίνησε να γράφει τους Ρεμβασμούς— επαναστάτησαν, και αναγόρευσαν τον Ρουσσώ προφήτη τους. Τον Οκτώβριο του 1794 αποφάσισαν να μεταφέρουν τα οστά του στο Πάνθεον του Παρισιού:
Εκείνη την αλησμόνητη μέρα μια ορχήστρα έπαιζε αποσπάσματα από την όπερα Ο μάγος του χωριού· το δρύινο φέρετρο, με τριπλή μολύβδινη επένδυση κι ένα επιπρόσθετο εξωτερικό μολύβδινο περίβλημα, ξεθάφτηκε και μεταφέρθηκε στο Παρίσι σε μια μεγαλειώδη νεκρώσιμη πομπή. Σ’ όλα τα χωριά κατά μήκος της διαδρομής, ο λαός είχε βγει στους δρόμους και φώναζε «Ζήτω η Αβασίλευτη! Ζήτω η μνήμη του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ!». Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου η πομπή έφτασε στις Τυιλερί, όπου την υποδέχτηκε ένα τεράστιο πλήθος μ’ αναμμένους πυρσούς. Το φέρετρο, που βρισκόταν μέσα σ’ ένα ξύλινο πλαίσιο με τα σύμβολα της Επανάστασης ζωγραφισμένα πάνω του, τοποθετήθηκε πάνω σε μια βάση με ιτιές τριγύρω της σε ημικυκλική διάταξη. Το κύριο μέρος της τελετής έλαβε χώρα το επόμενο πρωί, όταν η νεκρώσιμη πομπή συνέχισε την πορεία της μέχρι το Πάνθεον, με επικεφαλής έναν πλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος κρατούσε την αστερόεσσα, και δύο ακόμα σημαιοφόρους που ακολουθούσαν, με την tricolore και το λάβαρο της Αβασίλευτης Πολιτείας της Γενεύης.
Η Ομολογία πίστεως του Σαβοού εφημέριου, για την οποία ο Ρουσσώ είχε διωχθεί τη δεκαετία του 1760, έγινε λίγο-πολύ το ευαγγέλιο της επαναστατημένης Γαλλίας, ενώ το Κοινωνικό συμβόλαιο έγινε περίπου το σύνταγμά της, ιδίως κατά την ιακωβινική περίοδο. Η ριζοσπαστική κριτική του στην ανισότητα δεν έπαψε ν’ ασκεί επίδραση τόσο στη σοσιαλιστική όσο και στη φιλελεύθερη παράδοση: «Το ανθρώπινο γένος το απαρτίζει ο λαός· ό,τι δεν είναι λαός είναι κάτι τόσο μηδαμινό που δεν αξίζει καν τον κόπο να το λογαριάζουμε». Στη Γερμανία, τρία χρόνια μετά το θάνατο του Ρουσσώ, ο Καντ δημοσιεύει την Κριτική του καθαρού Λόγου· για τον Καντ ο Ρουσσώ στέκει στο ίδιο επίπεδο με τον Νεύτωνα: όπως ο Νεύτωνας αποκάλυψε την κρυμμένη τάξη του ουρανού, έτσι ο Ρουσσώ αποκάλυψε την κρυμμένη φύση του ανθρώπου. Για τον γερμανικό ρομαντισμό, ο Ρουσσώ είναι κάτι παραπάνω από πρόδρομος: είναι ο φάρος που καθοδηγεί. Ο Χαίλντερλιν βλέπει τον Ρουσσώ σαν ημίθεο, και παραπέμπει σε τουλάχιστον τέσσερα ποιήματά του στον Πέμπτο περίπατο, με τον Ρουσσώ να ρεμβάζει ξαπλωμένος πάνω στη βάρκα, στη Νήσο του Αγίου Πέτρου. Ανάλογη είναι και η επίδρασή του στον αγγλικό ρομαντισμό: ο Ουόρντσουορθ μάλιστα θ’ ακολουθήσει τα βήματα του Ρουσσώ στον ελβετικό του παράδεισο. Για τον Κάρλαϋλ o Ρουσσώ ήταν «ο προφήτης του καιρού του»: ήταν ήρωας, γιατί ήταν ειλικρινής — «μέσα σ’ αυτόν τον άνδρα αναδύθηκε η ανεκρίζωτη αίσθηση και γνώση πως τούτη εδώ η ζωή μας είναι αληθινή». Στη Ρωσία, ο Τολστόι, αντί για σταυρουδάκι, φορά ένα μενταγιόν με το πορτραίτο του Ρουσσώ, ενώ ο Ντοστογιέφσκι γράφει το Υπόγειό του σαν μιαν απάντηση στους Ρεμβασμούς, με τους οποίους ο Ρουσσώ κατά τα άλλα εγκαινιάζει ένα νέο γραμματολογικό είδος: την αυτοβιογραφία τη ρητά βασισμένη στον ελεύθερο συνειρμό.
Ο Ρουσσώ αξιώνει πως ένα κείμενο είναι αξεχώριστο από τον συγγραφέα του. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το έργο του Ρουσσώ θα είναι αντίστοιχα αντιφατικό όσο ήταν κι ο δημιουργός αυτού του έργου. Γιατί ο Ρουσσώ υπήρξε ένα πνεύμα εκτυφλωτικά αντινομικό: ζητά να απαγορευθούν τα δημόσια θεάματα, την ώρα που ο ίδιος συνθέτει όπερες· θεωρεί τη μυθιστοριογραφία είδος όχι απλώς ευτελές αλλά κοινωνικά επικίνδυνο, και ο ίδιος γράφει μυθιστορήματα· περηφανεύεται που είναι πολίτης της Γενεύης και όχι υπήκοος κάποιου βασιλιά, αλλά ζει μακριά απ’ την πόλη του, δίχως να αναλάβει ποτέ κανένα απ’ τα καθήκοντα του πολίτη· εξηγεί με πάθος πώς ο άνθρωπος βρίσκει την ολοκλήρωσή του μόνο στο πλαίσιο του γάμου, αλλά ζει σχεδόν όλη του τη ζωή με ελεύθερους έρωτες· υπερασπίζεται μια αντικειμενική τάξη του κόσμου, με εγγυητή όχι απλώς τη φύση μα τον θεό τον ίδιο, αλλά δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο κριτήριο για το αληθές και το ψευδές, για το καλό και το κακό, παρά μόνο το υποκειμενικό του «αίσθημα» ή «ένστικτο», την «καρδιά» ή τη «συνείδησή» του· οι άνθρωποι έχουν απαράβατα καθήκοντα, αλλά για εκείνον ισχύει το εξής: «Όταν πρέπει να κάνω κάτι που αντίκειται στο θέλημά μου, δεν το κάνω, ό,τι και να γίνει»· ζει στο κέντρο του Παρισιού, με μια γυναίκα που αφιέρωσε σ’ αυτόν όλη της τη ζωή, δοξαζόμενος απ’ τους συγκαιρινούς του, πιθανότατα ο διασημότερος άνθρωπος της εποχής του, κι όμως δηλώνει χωρίς ενδοιασμούς ότι είναι «μόνος επάνω στη γη»· υμνεί την ανυποταξία, την παιδικότητα, την ελευθερία, κι όμως στα γραπτά του εκδηλώνεται ενίοτε ο πιο αμείλικτος αυταρχισμός. Ο Ρουσσώ είναι σημερινός μας, γιατί εξέφρασε μ’ όλη τη δύναμή του ένα αίσθημα αυθεντικά αντινομικό κι αυθεντικά δικό μας: το σημαντικότερο πράγμα σ’ όλο τον κόσμο είμαι εγώ.
************************************************************************************
«Ιδού εγώ λοιπόν, μόνος επάνω στη γη. Δεν έχω πια αδερφό, συνάνθρωπο, φίλο, συντροφιά καμιά πλην του εαυτού μου. Τον άνθρωπο τον πιο κοινωνικό, τον πλέον αγαπητικό, οι άνθρωποι τον εκδίωξαν με καταδίκη ομόφωνη. Αλλα εγώ, αποκομμένος απ’ αυτούς κι από τα πάντα, τι είμαι εγώ; Νά τι μου μένει να ερευνήσω».
Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μακριά απ’ τους άλλους ανθρώπους; Κι όταν βρίσκομαι ανάμεσά τους, μπορώ να μην είμαι ψεύτικος; Εδώ, στο τελευταίο του βιβλίο, ο Ρουσσώ, μόνος, κυνηγημένος, απόκληρος, αφήνει την ψυχή του να απλωθεί ελεύθερη κι ανεμπόδιστη, καθώς μάχεται να δικαιώσει ενώπιον του εαυτού του ολόκληρη την ύπαρξή του.