Σύνθεση μουσικής, ενορχήστρωση: Ναταλία Κωτσάνη, Τάσος Κοφοδήμος, λύρες, tarhu: Ross Daly, ηλεκτροκλασική κιθάρα: Βασίλης Ρακόπουλος, κοντραμπάσο: Βαγγέλης Ζωγράφος, drums: Άγγελος Πολυχρόνου, φωνή, πιάνο: Ναταλία Κωτσάνη, φωνή, λαούτο, pads, κιθάρα: Τάσος Κοφοδήμος

Η Ναταλία Κωτσάνη και ο Τάσος Κοφοδήμος, δύο από τους πιο δραστήριους ερμηνευτές και δημιουργούς της νεότερης εγχώριας μουσικής σκηνής, ενώνουν τις δυνάμεις τους μελοποιώντας και ερμηνεύοντας τον Απόκοπο του Μπεργαδή.  Με όχημα τις συνθέσεις τους, τις φωνές τους και τα μουσικά τους όργανα, παρουσιάζουν την πρωτότυπη μελοποίηση του ποιήματος μέσα από συνθέσεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τις ρίζες της ελληνικής μουσικής παράδοσης αλλά και με στοιχεία από παραδοσιακά ιδιώματα της Μεσογείου. Η σύγχρονη ερμηνευτική θεώρηση των δύο δημιουργών αναδεικνύει τον ποιητικό λόγο που διαταράσσει με παιγνιώδη τρόπο τις υπάρχουσες αντιλήψεις, ανακαλώντας λογοτεχνικές, θρησκευτικές και λαϊκές συμβάσεις για να τις ανατρέψει.  Ο Απόκοπος του Μπεργαδή, αποτελεί το σημαντικότερο κείμενο της πρώιμης Κρητικής Λογοτεχνίας και υπήρξε το πρώτο δημώδες ελληνικό λογοτεχνικό έργο που τυπώθηκε στη Βενετία, το 1509. Έχει χαρακτηριστεί ως το πιο ποιητικό κείμενο της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου αιώνα και χαρακτηριστικό δείγμα της ανάμειξης ελληνικών και δυτικών στοιχείων, με εμφανείς ιταλικές επιρροές. Θεωρείται ότι ο Μπεργαδής επηρεάστηκε από αναπαραστάσεις της δυτικής και της ανατολικής εικονογραφίας. Έχουν επίσης αναφερθεί συσχετισμοί με δημώδη ερωτικά-ιπποτικά μυθιστορήματα, βυζαντινά λόγια έργα καθώς και με το δημοτικό τραγούδι και τα μοιρολόγια.

*

Γραμμένος είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, αλλά τυπωμένος για πρώτη φορά στη Βενετία το 1509, γνώρισε αλλεπάλληλες ανατυπώσεις και έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο Απόκοπος του Μπεργαδή περιγράφει μια ονειρική κάθοδο στον άλλο κόσμο και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώιμης Αναγέννησης στην κρητική λογοτεχνία. Είναι συνθεμένος σε βυζαντινή δημώδη γλώσσα με πολλά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος και στις βενετικές εκδόσεις αποτελείται από 556 ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ωστόσο το τελευταίο τμήμα του γενικά θεωρείται νόθο (Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 15], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 7-42)

 

 

 

 

[AΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]

Mιαν από κόπου ‘νύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην,
έθεκα στο κλινάρι μου κ’ ύπνον αποκοιμήθην.
Eφανίσθη μου κ’ έτρεχα εις λιβάδιν ωραιωμένον,
φαρίν εκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·

κ’ είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στο χέριν μου κοντάριν,
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίτες και δοξάριν.
Κ’ εφάνη με οκ’ έδιωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώρες εκοντοστένετον, και ώρες με βιαν εκίνα.

Πουρνόν του τρέχειν ήρχισα τάχα να βάλω χέρα,
έτρεχα ώστε κ’ ετζάκισε το σταύρωμα ημέρα·
κ’ ευθύς από τα μάτια μου εχάθηκεν το λάφιν,
και πώς και πότ’ εχάθηκεν εξαπορώ το γράφειν.

Λοιπόν το τρέχειν έπαυσα, ούτως και το σπουδάζειν,
και το ξετρέχειν τ’ άπιαστον και το φαρίν κολάζειν.
Και αγαλι αγάλι επήγαινα, σιγά, σιγά περπάτουν,
τον κόσμον εξενίζουμουν, τ’ άνθη και τα καλά του.

Kαι προς την δείλην έσωσα στου λιβαδιού την μέσην,
κ’ ηύρα δενδρόν εξαίρετον και ωρέχθην του πεζεύσειν.
Επέζευσα εις το δενδρόν κ’ έδεσα τ’ άλογόν μου,
και τ’ άρματα εξεζώστηκα, θέτω τα στο πλευρόν μου.

 

 

 

*

O τόπος, όπου επέζευσα, λέγω εκεί όπου εστάθην,
ήτον του λιβαδιού οφαλός κ’ ήτον γεμάτος άνθη.
Tο δένδρον ήτον τρυφερόν, κ’ είχεν πυκνά τα φύλλα,
είχεν και σύγκαρπον ανθόν και μυρισμένα μήλα.
Kαι μυριαρίφνητα πουλιά στο δένδρον φωλεμένα
κατά την φύσιν και σκοπόν ελάλειν το καθένα.

Kαι από τα κάλλη του δενδρού, την ηδονήν του τόπου,
και των πουλιών την μελωδιάν και ολημερνού του κόπου,
ως από βίας ηκούμπησα του περί ανασάνω,
και στοχαζόμην το δενδρόν εις την κορφήν επάνω.
Kαι φάνη μου είδα εκάθετον μελίσσιν φωλεμένον,
κ’ είχε το μέλι σύγκερον, πολύν και συνθεμένον.

Eυθύς τ’ ανέβην, ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην,
και το μελίσσι με θυμόν από μακρά μ’ εδέχθην.
Λοιπόν ανέβην στο δενδρόν με βίαν πολλήν και κόπον,
και όπου ήβλεπα την μέλισσαν εκάθιζα στον τόπον.
Ήπλωσα, επιάσα εκ το κερίν κ’ έφαγ’ από το μέλι,
κ’ ειπέ μου μέσα ο λογισμός, δοσ’ της ψυχής το θέλει.

Έτρωγα, ουκ εχόρταινα, ήρπουν και πάντα επείνουν,
και ως πεινασμένος εις το φαν ύστερα πάλ’ εκίνουν.

 

*

K’ η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύει,
και το δεντρόν αρχίνησεν, ως είδα, να σαλεύει.
Να συχνοτρέμη, να χαλά, να δείχνη κάτω νάρθει,
κ’ εγώ το φαν εσκόλασα και από του φόβου επάρθην.
K’ εστοχαζόμην το δεντρόν, τους κλώνους του τριγύρου,
και πάλιν μέσα το ‘βλεπα, τις τόσειεν εσυντήρουν.

Kαι δυο μ’ εφάνην ποντικοί το δέντρον εγυρίζαν,
άσπρος και μαύρος, με σπουδήν του γλυφασι την ρίζαν.

Eις τόσον το κατέφεραν και έκλινε να πέσει
όθεν η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέση.
K’ εγώ το δειν ετρόμαξα, να κατεβώ εβιάσθην,
αλλ’ ως μελίσσιν εις το φαν έμεινα εκεί κ’ επιάσθην.
Το δεντρόν όπου ήλπιζα να στέκετ’ εις λιβάδιν
ήτον εις φρούδιν εγκρεμνού κ’ εις σκοτεινόν πηγάδιν.

Και ως έκλινεν, μ’ εφαίνετον, τον εγκρεμνόν εζήτα·
κ’ η μέρα πάντ’ ωλίγαινεν και σίμωνεν η νύκτα.