Είναι η εποχή του σώματος και του σωματοποιημένου απ’ άκρη σ’ άκρη της γης. Ακόμη και ο Λάνθιμος μόνο σώματα δείχνει, τις πιο πολλές φορές γυμνά. Για να δούμε σ’ αυτό εδώ το βιβλίο για ποιο σώμα πρόκειται.
Αρχίζει με νησί. Η Μήλος. Το νησί ξεχωρίζει για την ιδιομορφία του εδάφους. Ηφαιστειογενές πέτρωμα, «βράχοι ανήσυχοι» και «Σχήματα εμβρόντητα» καλούν την ποιήτρια να σταθεί στα περιγράμματα, να μελετήσει πέτρες και πετρώματα, να προσέξει το «ψιλο-ψιλό κοσκίνισμα της πέτρας στο μελτέμι». Η ποιητική της ματιά μεταποιεί και μεταμορφώνει τα υλικά πράγματα σε εικόνες, τις πιο πολλές άυλες, η υλική πραγματικότητα, το υλικό, φυσικό, γήινο σώμα μεταμορφώνεται σε στίχους χρωμάτων και φωτός για να φτάσει σε διαπιστώσεις όχι μονάχα για την περιβάλλουσα κτίση αλλά και για το ανθρώπινο σώμα. Οπότε:
Κι αυτό το σώμα ακόμα/ Που το βαστάς πολύτιμο/Απλά ο μόχθος μιας μετάλλευσης/ (ενν. είναι)/ Ως το επίμονο,/ Το ολοένα πέραν.
Τουλάχιστον δεν κλείνεται στο σώμα, δεν αρκείται σ’ αυτό. Γιατί μιλάει για την προέκτασή του: Το ολοένα πέραν.
Η Κ. έχει μια γόνιμη επαφή με τους τόπους, με τα τοπία, με την κτίση που την περιβάλλει, συνήθως σε ύπαιθρο ή σε νησί, όπου ευτυχώς μπορούμε ακόμη να αγναντέψουμε πέρα αλλά και να σταθούμε πάνω στα πράγματα, μελετώντας την όψη τους, αυτή που έχει εξαφανιστεί στις πόλεις.
Την ίδια στιγμή -ποίημα «Μετά τον θερισμό»- που μελετάει το πράγμα, μελετάει την ησυχία, μελετάει την αίσθηση του χρόνου και του καιρού, μελετάει ανάσες, ακούει μυρωδιές. Παρακολουθεί τη ζωντανή φύση να ετοιμάζει τη γονιμότητά της, ανάλογα με την εποχή. Είναι θαυμάσιος ο τρόπος που μεταφέρει στο ποίημα αυτό την αίσθηση του χώρου:
Ο τόπος/ακινητεί στην κάψα του μεσημεριού,/ στην ησυχία του αφημένου στον καιρό,/ του τελεσμένου/ που γέννησε άφθονα στον ήλιο και αναπαύεται/ σε μια αχυρένια απλωσιά/ πέρα μακριά ως την βραδύτητα. […]
Η ποίηση γεννάει εικόνες. Όταν βρέθηκε στο παλιό της σπίτι-«Λέξεις»-αναδύονται από μέσα της τα παιδικά χρόνια:
…βραχνό το γέλιο του πατέρα/με τη μαγκούρα φτάνοντας στο θρόισμα του δάσους/ σεβάσμιες ελιές να τον πηγαίνουν/ σ’ αυγούλα αρχαγγελική/ με νοτισμένο πέρα το χορτάρι ν’ αναπνέει/ βρεγμένο βέλασμα αμνού,/ ξεκούρδιστο της μνήμης κουδουνάκι.
Μια μικρή σύνθεση εδώ: το βραχνό γέλιο του πατέρα, η μαγκούρα του, το δάσος που θροίζει, οι ελιές, το χορτάρι που αναπνέει, το βέλασμα, και το κουδουνάκι -ξυπνητήρι μνήμης μ’ ένα διάφανο στίχο στη μέση:
Σ’ αυγούλα αρχαγγελική.
Ένας στίχος μόνος του σηκώνει το ποίημα στον ουρανό.
«Μέσα Μάνη».
Εδώ πέφτει σε τόπο καταγωγής μου, που τόσο λίγο έχω γνωρίσει. Όμως το ποίημα τα φέρνει όλα κοντά. Και προπαντός τα βουνά. Είναι όπως το λέει:
Γυμνά βουνά, απερίσπαστα,/ βουνά τετελεσμένα.
Τα παρομοιάζει με θηρίο. Όπου
…βλέπεις που και που την αφελή εγγύτητα του θάμνου/ να σκαλώνει/ Μικρές πατούσες πράσινες […]
Ο θάμνος γίνεται ζωάκι που περπατάει.
Κι έρχονται οι στίχοι για το φως. Στέκει και μελετάει τις διακυμάνσεις. Και καταγράφει:
Το φως/ δε λάμπει πάνω τους/ μονάχα καμπυλώνει/ Περνάει σύννεφου σκιά/ και σουρουπώνουν/ λιοπύρι καίει και ξεβάφουν.
Ολόκληρη ζωγραφιά εμπρεσιονιστική. Που όμως εδώ την παρέχει ο ποιητικός λόγος.
Στο επόμενο ποίημα («Από ψηλά») πέφτει στη θάλασσα μ’ αυτούς τους έξοχους στίχους:
Κάτω η θάλασσα/ θηλάζει/ βρέφη κυμάτων/ μόλις έναρθρα,/ μικρές στην άπνοια συλλαβές/ εγκάρδια όλη.
Η θάλασσα πρόσωπο, η θάλασσα γυναίκα, η θάλασσα γλώσσα με τις συλλαβές της και τα άρθρα της. Η Κοτίνη συνεχίζει απτόητη στους αντίποδες του Nouvεau roman, όπου ο εκ των επινοητών του Robbe-Grillet απαιτούσε να εξαφανιστούν τα συναισθήματα και οι ανθρωπομορφισμοί γιατί παραπέμπουν σε Μεταφυσική, ενώ το ζήτημα είναι να την διαγράψουμε. Εδώ η Κ. φτάνει κολυμπώντας να ρωτάει:
Τί να ’ναι αυτό το βάπτισμα/ετούτος ο καθρέφτης τι βαστά;
Ας μείνει και κανένα ερώτημα αναπάντητο.
Στο ποίημα «Με τον αέρα» μελετάει τις εναλλαγές ανάμεσα αέρα, θάλασσα, πεύκο, πλώρη, δάχτυλα και παλάμη αλλά και ό,τι υπάρχει ακίνητο για να το φυσάει και ό, τι άλλο φέρνει εκείνος.
Ολημερίς μοχθώντας στη μεθόριο/διαστέλλει καθαρότητα/ ώσπου αργά το βράδυ/ ημερώνει στο ακρογιάλι […]
«Άνοιξη των εγκλείστων».
Εδώ τι γίνεται;
Χωρίς ν’ αλλάξει διόλου τον ποιητικό της οίστρο καταπιάνεται με τους «εγκλείστους» των πόλεων που βρέθηκαν στην εξοχή ή στις παραλίες και όσο βασιλεύει αργά-αργά ο ήλιος «ό,τι αναπνέει μεγαλύνεται».
Ξανθό αντιφέγγισμα στα πρόσωπα./ Μιλούν, γελούν, πηγαίνουν/ Να γνωρίζουνε;/ Αυτό το χρίσμα του φωτός πάνω στο δέρμα;
Αναρωτιέται. Και η αναρώτησή της πάει ακόμη πιο πέρα. Το ερώτημα «Να γνωρίζουνε;» ηχεί καθολικότερο: παίρνουν είδηση κάτι από αυτά τα θαυμαστά, που συνδέοντάς τα με το φως τα ονομάζει με τη λέξη «χρίσμα»; Καταλήγει να πει:
Και αγαθό και μελιχρό,/ μακρόθυμο το φως/ στην οικουμένη/να ζεις μαζί, μοιάζει να ξέρει να σου λέει,/ να ζεις μαζί, μοιάζει σαν μόλις να μαθαίνεις.
Η ανάγκη μιας χαμένης κοινότητας αν όχι και κοινωνίας, η αγάπη που λείπει για να ενώσει τους ανθρώπους.
Ακολουθεί το ποίημα «Μεγάλη Εβδομάδα».
Περίοδος άνοιξης και μέσα εκεί συναντιέται με το Μεγαλοβδόμαδο. Μια άλλη εδώ πεντάμορφη σύνθεση:
Ήρθε η άνοιξη/ και στάζουν δάκρυα./ Έχω καρδιά λοιπόν για τριαντάφυλλα;/ Ευλογημένο έαρ του Χριστού,/ με ραίνεις/ βροχούλα γύρης το πρωί/ το απόγευμα βαμβακερό ένα νότισμα.
Λεπτοί στίχοι, γυναικείας τρυφερότητας, θα έλεγα, που ωστόσο θυμίζουν τη ρήση του Κόντογλου-ανεπανάληπτη- «αναγνώστη λέφτυνε την ψυχή σου….». Αυτή η τρυφερότητα την κάνει να συναντάει πιο κάτω «την πιο μεγάλη τρυφερότητα του ασήμαντου» αντικρίζοντας το σύμπλεγμα «ανθών», «νεραντζιάς» και άσπρου τοίχου –«μυχός του άσπρου». Στέκει και θαυμάζει και υμνολογεί κι ας ξέρει ότι
Αύριο ίσως το πολύ-πολύ μεθαύριο,/ θα γείρει αυτή η έγερση στο χώμα.
Η Κοτίνη συνομιλεί με τον εαυτό της, που και που μικρές εξομολογήσεις και ένα ακόμη ερώτημα:
Ετούτη να ’ναι η Σταύρωση;/ Στήθος ανθού της νεραντζιάς τα ξημερώματα/ να τείνει/ σε απαλό θάνατο αμνού/ την άλλη μέρα;
Η νεραντζιά δεν είναι μονάχα ένα απλό δέντρο είναι ζωή. Από τη μια μέρα στην άλλη όλα αλλάζουν. Μέσα στο ρυθμό της Φύσης η ποιήτρια διαβάζει Σταύρωση. Κι έρχεται μετά ο απαλός θάνατος του αμνού.
«Τι γίνεται η μουσική όταν δεν την ακούμε πια»
Εδώ βρεθήκαμε στην Ομόνοια «Πρωί Δευτέρας». Αυτό την πάει σε «καθαρά Δευτέρα» όπου «τα μάτια της μάνας σου ψηλά στα χάρτινα καράβια», εννοεί τους χαρταετούς και ο αέρας που φυσάει σπρώχνοντας τους γίνεται στίχος για την καρδιά:
Κι ένας αέρας να πηγαίνει την καρδιά της
Κρατάω τους τρείς τελευταίους στίχους:
Να σπαρταρά στο δίχτυ το αφρόψαρο/και να ’ναι ο θάνατος/ ένα ασημένιο ρίγος μες το φως
Εδώ φαίνεται πως η ποίηση μεταμορφώνει σε ομορφιά και τον θάνατο, διατηρώντας ένα κύριο στοιχείο: το ρίγος.
Το ποίημα «Οκτώβρης»
Τι το χαρακτηρίζει;
Θάλεγα μια αυτοπαρατήρηση, μια κίνηση γραφής που πιάνει εικόνες στον αέρα (όπως λέμε πουλιά) καθώς:
Όταν περνάς/ κάτω από τα μεγάλα δέντρα της πλατείας/ και να τα φύλλα όλα στην ποδιά σου/ υπόκλιση στροβίλου στα μαλλιά/ κι εσύ φυλλοστεφής/ μες στη στιγμή αποθεώνεσαι/ ώσπου σε σκέπει κατακρήμνιση σταγόνας/ απ’ το κλαρί στο μέτωπο ως τα χείλη/ και γελάς.
Απόλυτα ζωντανή εικόνα, κατακλύζεται από τα φύλλα που τα σωρεύει το «βοριαδάκι», τα σκορπίζει, τα στριφογυρίζει, και την τυλίγει μέσαθέ τους. Αυτή η «κατακρήμνιση σταγόνας» έχει κάτι το γαργαλιστικό. Γι’ αυτό και το γέλιο που ξεσπάει.
Περνώ στη «Σχολική εκδρομή»
Ένας μικρός κόσμος με τα γέλια του «καταρρακτώδη» αναδύεται όπου το κέντρο είναι τα παιδιά. Με αφαιρέσεις πάντα, αλλά και λεπτομέρειες που ακουμπούν το υπαρξιακό μέρος αλλά και το παιχνίδισμα «μ’ αγαπά δεν μ’ αγαπά της Μαργαρίτας» και πιο κει το αγόρι «λυπημένο» κοιτάζοντας το πρόσωπο της αγάπης του, ήδη ο πρώτος παιδεμός.
Καταγράφεται όμως και η γκρίζα πλευρά:
Χασμουρητά μπρος στην αιωνιότητα/ των αγαλμάτων στο μουσείο/ βρομόλογα και χάχανα/ και μάγουλα αλαβάστρινα.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχει και άλλο σχετικό ποίημα: «Σχολείο».
Εδώ ακούγονται οι καταγγελτικοί στίχοι:
Μαθαίνουν/ πρόλογο, κύριο θέμα, επίλογο/ σκέψης εγκεκριμένης πανελλήνια/ έως ότου εξερχόμενοι/ εισέλθουν/ σε ανώτατη ημιμάθεια […]
Στην εποχή των απόλυτων εξειδικεύσεων που ο γνώστης αγνοεί τι γίνεται στο διπλανό πανεπιστημιακό ή άλλο Τμήμα, σίγουρα κάποια ημιμάθεια βασιλεύει. Μα το χειρότερο είναι η ανυπαρξία εσωτερικής καλλιέργειας χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν ξέρει ποιος είναι.
Από εδώ και πέρα η επόμενη ενότητα στο βιβλίο επιγράφεται «Συνήθεις έρωτες».
Συνήθεις ξεσυνήθεις, τα πράγματα δυσκολεύουν.
Η κατάθεση είναι προσωπική. Αλλά η ποιήτρια δεν θέλει να τα πει όλα. Και πως αλλιώς; Άλλωστε ακόμη και ο Σωκράτης για τα ερωτικά καταφεύγει στην…Διοτίμα. Γι’ αυτό και η Θ. αρχίζει μ’ αυτό το απίθανο γλωσσικό σχήμα:
Τότε δεν ήξερα/πόσο ύστερα/μετά από κάθε ακριβώς/περίσσευε.
Αρχίζει κανείς αγνοώντας και υποτίθεται στο δρόμο μαθαίνει. Του προσφέρεται μια ηδονή, του προσφέρεται ο άλλος, του ανοίγει ο κλειστός εαυτός. Καλά καλά δεν ξέρει τι να κάνει. Όμως:
Τώρα γνωρίζω:/ όσο κρατάει μια ζωή./ Λίγο πιο λίγο.
Τελειώνοντας γράφει:
Αυτό το ελάχιστο/ του έρωτα/παρόν
Ερμητικοί στίχοι. Ποιο είναι το λίγο;
Θα δούμε αργότερα στα άλλα ποιήματα.
Προχωρώντας επιχειρεί το δυσκολότερο: να περιγράψει την σχέση, το πρώτο αντίκρισμα, τη συνάντηση, την αμηχανία, την ανάγκη να κινηθείς προς τον άλλο:
Διστάζω και διστάζει./ Διπλώνει μεγάλα χέρια/ σα στοργή/ όταν αμήχανη σιωπή/ μιλά τα λόγια.
Σε επόμενο ποίημα («Jazz») συνεχίζεται η περιγραφή αλλιώς: μουσική, μισοσκόταδο, τσιγάρα, εναλλαγές βλεμμάτων που προετοιμάζουν τη συνάντηση των σωμάτων:
Το ποίημα να διαβαστεί. Δεν παραθέτω στίχους γιατί πρόκειται για πράγματα κρύφια. Ωστόσο, υπάρχει η διατύπωση «κρυφότατο σώμα» και η «παμμέγιστη πείνα/ στο δέρμα». Σπάνια διατύπωση για την αντρική σεξουαλική δραστηριότητα.
Στο ποίημα «Μάτια» κυριολεκτεί. Όλο το ζήτημα είναι τι γίνεται με τα μάτια και με τα βλέμματα. Δεν πρόκειται για θεώρηση εξ αποστάσεως. Κάθε βλέμμα κάτι σκιρτά. Τα μάτια άλλοτε συναντιούνται άλλοτε «φονικός εξώστης». Ένα είδος πάλης διαγράφεται.
Παρεμβάλλονται δυο ποιήματα που εικονογραφούν τις διακυμάνσεις αισθημάτων και σωμάτων, όπου το βάρος της περιγραφής πέφτει στην πλευρά της ποιήτριας-κάπου σκληραίνει ο τόνος- και αρχίζουν τα «δεν θέλω». Οπότε φτάνουμε στο ποίημα «Ανεπίδοτο» που βέβαια πρόκειται για γράμμα. Ας πω εδώ ότι αυτές τις εξομολογήσεις δεν τις καταλαβαίνει κανένας παρά αυτός που έχει ανάλογες εμπειρίες. Διαφορετικά έχουμε να κάνουμε για «πτερόεντα λόγια» που απογειώνονται προς άγνωστη κατεύθυνση!
Εδώ η ποιήτρια απαλλάσσεται νοσταλγικών καταστάσεων αλλά και «γλυκερής αναθυμίασης ρομάντζου» και προχωρεί σε διεκδίκηση προσωπικής επιλογής, ονομάζει τον άλλον «κτήμα μου/κατασκευή/ περιουσία μου». Κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ. Υπονομεύει μια ερωτική σχέση; Ζητάει άλλου είδους σχέση; Την ζητάει όχι μονάχα για την ίδια αλλά για την γυναίκα; Στο ποίημα «Ήσυχα» οι στίχοι:
Πέρασε η ώρα./ Πέρασε, λέω/ Κι είναι αυτό/το μόνο που άπταιστα γνωρίζω» φανερώνει καθίζηση. Το πράγμα περνάει σε συμβατική σχέση. Οπότε έρχεται το ποίημα «Αμφίθυμοι έρωτες». Αμφιθυμία σημαίνει: τα κοινώς λεγόμενα αντικρουόμενα συναισθήματα. Πολλά συμβαίνουν: αμφιταλάντευση, αμφιβολία, επισκέψεις παθών και εντάσεων, συναισθηματική μετεώρηση. Για τον άλλο γράφει: «Δεν περιμένει τίποτα από όσα τα χέρια του φτάνουν». Έχει προηγηθεί: «Σε εξοχές καβγάδες, δάκρυα, το πείσμα να αποδείξουμε ποιος έχει δίκιο τελικά». Έλα ντέ. Εδώ συγκρούονται τα εγώ. Και η αυταπάτη: «Τότε πιστεύαμε πως θα μας έσωζε το σώμα». Μετά όμως; Απαντά: «Μεγάλος δρόμος από κει ως τη συμπόνοια. Δεν προλάβαμε.» Τα ψάχνει όλα πολύ, τα ψάχνει και καθώς γράφει και πριν και μετά. Αυτά τα ζητήματα αφορούν μυριάδες ανθρώπων και άλλες τόσες σχέσεις. Ωστόσο, θα μου επιτρέψει να πω, πως όλα αυτά είναι διακυμάνσεις ψυχής και για τη έκφρασή τους το σώμα δεν φτάνει. Η Θ.Κ. γράφοντας βιβλίο ποίησης με τίτλο Με το σώμα μας δείχνει και τα όριά του και- λίγο- το πέραν αυτών. Γι’ αυτό εξάλλου στο επόμενο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σώμα» διαβάζουμε:
«Αυτό το οξύμωρο του σώματος/ να ξεχάσει τα όριά του/ ακριβώς τη στιγμή που τα κατακτά/ συνιστά το ανεκπλήρωτο του έρωτα». Το συνιστά και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν υπάρχει μόνο του, όσο κι αν η ποιήτρια δηλώνει πως το αγαπάει καθώς:
τόσο αγαπημένο/ στη μοναξιά, στη συντροφιά,/ στην τόση φθορά του.
Οι στίχοι:
Το σώμα/ τραυματικά υπάρχοντας/ στην περατότητά του/ αγωνίζεται να γίνει άλλο,
Μας λένε ότι δεν μπορεί παρά να γίνει έτσι, γιατί κ ά τ ι -αυτό το κάτι του Θεού, του έρωτα, της αγάπης, της ψυχής, της σχέσης με το άλλο φύλο- τραβάει το σώμα να βγει από το πέρας, να ξεπεραστεί.
Επόμενη ενότητα. Τίτλος: «Ταυτότητες».
Όπως καταλαβαίνετε δεν έχουμε τελειώσει με το σώμα. Τώρα το ντύνει αλλιώς μέσα από ποιήματα τιτλοφορημένα: «Είμαι ο άνθρωπος», «Η τελευταία φορά», «Μαθαίνοντας», «Σώμα μου», «Οστά», «Αυτό» «Όσο κρατά η μουσική»» Τα μεγάλα γεγονότα του ύπνου», «Απάνεμα», «Για το σώμα σου», «Το ρολόι» κ.α. Καταιγισμός.
Η ποιήτρια αγωνίζεται. Τανύεται συχνά να πιάσει το άπιαστο. Δουλεύει πάνω και μέσα στο σώμα αλλά δεν γίνεται να αυτοκλειστείς, όλο κάτι ξεφεύγει, όλο κάτι περισσεύει, όλο κάτι διαχέεται, όλο κάτι πονάει. Γι’ αυτό:
Είμαι ο άνθρωπος που απέραντα πάσχει. Σε τούτη/ την κόχη θα βρεί το θεό του./ Θα απομάθει το φόβο. Θα πληρώσει το χρόνο.
Στο ποίημα «Η τελευταία φορά» γίνεται μια αναίρεση. Το ποίημα μιλάει για την πρώτη φορά:
Την πρώτη φορά που στάθηκα γυμνή/ μπροστά στον άντρα
Συνεχίζει με διαδοχικές επαναλήψεις «πρώτης φοράς», επώδυνες και μη ώσπου φτάνει να πει:
Η πρώτη φορά που αποδέχτηκα/πως υπάρχω λιγότερη/απ’ όσο μπορώ/κι απ’ όσα αγαπώ
Μήπως σημαίνουν αυτά: η πρώτη φορά και η τελευταία;
Σκέφτομαι ότι στην ενότητα αυτή η Κοτίνη επιχειρεί μια αναδρομή στην πορεία της ζωής της, τέτοια που να φέρνει στο φως κοινές εμπειρίες, εμπειρίες που διασταυρώνονται με κοινά βιώματα, βιώματα που την συνδέουν με άλλα πρόσωπα και πράγματα, με ψυχικές πραγματικότητες λησμονημένες ή αποσιωπημένες. Καταθέτει βαριές ομολογίες που αφορούν τον άνθρωπο-γυναίκα και τα «πάθη» του:
Στα 20 σου κλαις/τα δάκρυα θαυμάζοντας/σαν νέα δήλωση στο φως.
Πιο κάτω:
Και στα 30 κλαις/ σκουπίζοντας τα δάκρυα θυμωμένος.
Για να καταλήξει:
Κι έρχεται κάποτε ο καιρός/μετά τα δάκρυα./Αναρωτιέσαι./ Πέτρωσαν/ ή πήγανε σταλιά σταλιά/να βρουν/ την αληθή τους κοίτη;
Και φτάνω στο ποίημα «Σώμα μου».
Σημειώνω αμέσως ότι: όλα τα σχετικά με το σώμα, όλες οι αναφορές γίνονται με την μέσα ομιλία. Χάρη στην ομιλία και δη την ποιητική υπάρχει το σ ώ μ α. Και προπαντός γράφεται, αλλιώς θα ήταν παραδομένο στη σιωπή ή θα ενεργούσε όπως τείνουν στις μέρες μας να το κάνουν να ενεργεί (δεν διευκρινίζω περισσότερο).
Στέκομαι στο στίχο: (διασχίζοντας) την αλγεινή του έρωτα ευτυχία.
Όντως. Όσο κι αν πρόκειται για ευτυχία (είναι;), πρόκειται για ευτυχία με άλγος. Πονάει αυτού του είδους η ευτυχία, λέει η Κοτίνη.
Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος λένε:
Έλα γαλήνεψε και δέξου,/ είναι η φθορά σου αυτή που χτίζει το άφθαρτο,/ η αργή κλεψύδρα σου/ που γέννησε τον χρόνο και τον παύει.
Εννοείται το βάρος πέφτει στο: είναι η φθορά σου αυτή που χτίζει το άφθαρτο.
Χωρίς φθορά και δη του σώματος δεν φτάνουμε το άφθαρτο, λέει. Έχει σημασία να φτάσουμε, έχει σημασία να το συλλάβουμε; Έτσι φαίνεται. Κι αν μαζί με το άφθαρτο προσθέσουμε και το αιώνιο μάλλον προχωρούμε πιο πέρα.
Το ποίημα «Οστά» που ακολουθεί θεωρώ πως είναι από τα καλύτερα. Ακόμη και η λέξη που επιλέγεται για τίτλο, αυτή η σπουδαία μεταφορά το βεβαιώνει. Τα «Οστά» δεν είναι τα κόκκαλα του σώματος ή, αν θέλετε, δεν είναι κυριολεκτικά ένα σώμα εδώ, είναι μια ύπαρξη που φυλάει τα «μαρτυρικά», να το πω έτσι, της προηγούμενης ζωής, που τα απαριθμεί στους στίχους της. Καταφέρνει για άλλη μια φορά ένα πλέξιμο «με τις μεγάλες τις απαστράπτουσες βελόνες» συναισθημάτων με πατέρα και μητέρα (ευτυχώς εκτός οιδιπόδειου ψυχανάλυσης) και τις μνήμες που έρχονται βλέποντας και τακτοποιώντας συρτάρια και κομοδίνα. Ένας από τους στίχους που ανεβαίνει από τα παιδικά χρόνια:
…οι γλυκεροί ηρωισμοί της νιότης/ με ηλιοβασίλεμα και δάκρυα/ Αχ, πόσα δάκρυα μόνο και μόνο γιατί ζούσες/ και ευτυχούσες και δεν το ’ξερες.
Ξαναβλέπει εκείνα τα χρόνια και αναγνωρίζει τον ευτυχισμένο καιρό που τότε αγνοούσε. Πρόκειται για μια άγνοια που έρχεται δεύτερη στη σειρά. Μετά την ευτυχία που βιωνόταν. Η φθορά ξανάρχεται στο προσκήνιο στο στίχο:
Στάζοντας/την άφθονη συμπόνια του φθαρμένου.
Μας πολιορκεί η φθορά, μας κατοικεί σχεδόν, ξεφεύγουμε με σκιρτήματα, αγγίζουμε την υπέρβαση της φθοράς-στην ποίηση, στην τέχνη, στην προσευχή, στην Αγάπη-μα η ποιήτρια προσθέτει εδώ και το παρακάτω:
Τόσα πολλά για να κρατήσεις, τέλος, τόσο λίγα,/τόσα σπασμένα για να φτιάξεις το ολόκληρο.
Τα σπασμένα δεν είναι μονάχα πράγματα, είναι οι σχέσεις, είναι οι σκέψεις, είναι συναισθήματα, είναι λόγια. Είναι η δοκιμασία της ζωής, είναι οι συναντήσεις με πρόσωπα, είναι τα τόσα αποσπασματικά κομμάτια ενεργειών, παθών και πράξεων. Χωρίς αυτά δεν φτάνεις «το ολόκληρο», μας λέει.
Παραλείπω κάποια για να φτάσω στο δεύτερο καλύτερο ποίημα με τίτλο «Απάνεμα».
Σημειώνω πως το βιβλίο το διατρέχει μια υπαρξιακή ανησυχία, μια ιδιάζουσα μοναξιά, κάτι υπόγειο που κάθε τόσο κρύβεται μέσα σε μια γλώσσα που πλέκει την ποίηση με γλωσσικές ανατροπές, μέσα από αδιάκοπες μεταφορές, ακόμη κι όταν πρόκειται για πεζές εικόνες καθημερινότητας. Αλλά γυρνώ στο «Απάνεμα»:
Είσαι μονάχα./ Είσαι εσύ κι είναι κι ο άλλος/ μέσα σ’ αυτό το άγγιγμα./ Και δεν χρειάζεται κανείς να ερμηνεύσει/ γιατί οι ερμηνείες δεν αρκούν/ κι αυτές που έχουν ως τώρα οι άνθρωποι εφεύρει/ είναι για να αλλάξουν αυτό σε κάτι άλλο,/ να το χαλάσουν μες τις λέξεις.
Φτάνουμε κάποιες φορές σε θαυμαστή αίσθηση ζωής, μια απλή χειρονομία, ένα άγγιγμα σου ανοίγει φωτεινή στιγμή, κατάφαση χωρίς σκέψεις και διερωτήσεις. Τέρμα οι ερμηνείες. Μόνο η αίσθηση και η «απάνεμη άγνοια» όπως λέει σε άλλο στίχο. Αυτό απαιτεί να αφεθείς. Απαιτεί δόσιμο στον άλλο, ξεπέρασμα των λέξεων, παράδοση σε μια σιωπή που υπερβαίνει τον λόγο.
Και εσύ δεν θέλεις τίποτα ν’ αλλάξεις./Μέσα σε τούτη τη στιγμή είσαι και μένεις,/ ένας παλμός που βηματίζει μες στο χέρι του/ έτσι όπως αγγίζει αφηρημένα τον καρπό σου./
Ανοίγει η άλλη όψη της ζωής, η διάφανη.
Στο ποίημα «Εγώ», έχουμε την αναφορά στην μάνα της, που έρχεται και την επισκέπτεται κάθε τόσο στα ποιήματα και κάθε φορά κάτι καλύτερο προκύπτει όπως:
Τι να την έκανε/ έτσι απαλή και μαλακή/ μες στο βελούδο;/Ίσως εκείνα Τα γεράνια στην αυλή/ με την πραότητα της δεξιάς παλάμης/ που τα χάιδευε.
Όταν τελειώνοντας γράφει:
Ήτανε κάποτε μια κυρα-Βασιλική/και τώρα εγώ
κρατάει τη συνέχεια, από μάνα σε κόρη κι όχι μονάχα κρατάει αλλά την ανανεώνει από ποίημα σε ποίημα, σε καιρούς που άλλες κόρες φροντίζουν να την αποσιωπούν, να την απορρίπτουν ή να την υποβιβάζουν (δεν λέμε εδώ τίποτα για την κατάργηση του πατέρα και της μητέρας).
Συγγενικό το ποίημα «Χαμογελώ που σ’ είχα». Εδώ παρουσιάζεται ο πατέρας, όπου οι παρακάτω στίχοι γεννημένοι από βαθιά αγάπη στερεώνουν μιαν άφθορη σχέση ανάμεσα πατέρα και κόρη:
Δίχρονος γέροντας που εκλιπαρούσε/να δώσει την καρδιά του σ’ ένα νήπιο. Άφηνε ανήξερα εκείνη τη στιγμή/στοργής σκυτάλη μες στο χέρι μου.
Στην τελευταία ενότητα με τίτλο «Σπασμένος καιρός» έρχονται ποιήματα που μας μεταφέρουν εικόνες κοινωνικής ζωής. Σταματά σε πρόσωπα περιθωριακά, πρόσωπα αναγκεμένα, ή αγκιστρωμένα σ’ ένα καφενείο, τυλιγμένα στη μοναξιά και στους καπνούς, που ούτε τα προσέχει κανένας, ούτε τολμάει να τα κοιτάξει, καθώς εκπέμπουν μια νοσηρότητα που ενοχλεί, κάποια τραγωδία εξελίσσεται που την θέλουμε κρυμμένη, υπάρχει το σημάδι της δυστυχίας που δεν θέλουμε να το βλέπουμε:
Τόσο παχύς σαν να γεμίζει απ’ όλο το άδειο/ αυτού του κόσμου αργά η σάρκα/ στα χέρια ουλές, του χρυσοθήρα τρύπια φλέβα/ ανάσα χέρσα σε κορμί στεγνό λιβάδι.
Και αλλού:
Θρασύς και πείναγε./ Μείναμε πίσω και κοιτάζαμε/ με λίγη σιχασιά το πιάτο που ακούμπησε/ με λίγη ζήλια γι’ αυτή τη δύναμη που ζούσε/ λίγη/ ελάχιστη/ ντροπή.
Στο ποίημα «Όπου φτωχός» κρατάω την τελευταία στροφή που σμίγει με τα προηγούμενα παραδείγματα:
Όπου φτωχός και η τρύπα του/ στην άκρια της πόλης/ κλειστά τα εργοστάσια/ μάντρες με παλιοσίδερα/ χωματερές σχολεία/ και μέσα να μαθαίνει/ μεγάλες άδειες λέξεις.
Υπάρχει μια ωραία πολυτελής βιτρίνα που την συντηρούν πολιτικοί, οικονομολόγοι, τεχνοκράτες, καλλιτέχνες κ. α. Πίσω από αυτή τη βιτρίνα συμβαίνουν πράγματα που, αν άφηναν οι άνθρωποι τον εαυτό τους να τα γνωρίσει, θα καταθλίβονταν ή θα εξεγείρονταν γενναία. Η Κοτίνη τα περνάει με ποιητικό τρόπο στο βιβλίο της και πιο πολύ στην τελευταία ενότητα, πιο πεζή από τις άλλες, θα έλεγα, λόγω του περιεχομένου και των όσων συμβαίνουν …πίσω από την βιτρίνα.
Στα ποιήματα «Χειμώνας στην Αθήνα 2015-2023», «Πορτρέτα της κρίσης», «Πανδημίες» και «Υπό έλεγχο» διατυπώνει κρίσεις για την ποιότητα ζωής, για τον εφησυχασμό των ανθρώπων που ζουν περίπου σε αστική μακαριότητα ενώ, την ίδια στιγμή, ένα γύρω απλώνονται απελπισμένες κινήσεις ζωής,
Καίνε κάδρα/κούνιες/κρεβάτια/ ψηφοδέλτια/ προκηρύξεις,/ μαδέρια.
Άνθρωποι ψάχνουν στους κάδους για τροφή, και σε κάποιους στίχους αυτοσαρκασμός καθώς:
Κοιτάς τριγύρω κι ησυχάζεις./ Όλα στη θέση τους ακόμα/ Το μποτιλιάρισμα στους δρόμους/ οι εθνικές μας εορτές./ Μέτρα ελάφρυνσης και φόροι./ Το Αιγαίο λιάζει τους τουρίστες/ ο ουρανός τις ψευδαισθήσεις.
Όμως, κάθε άνθρωπος που έχει έστω κομμάτια ανθρωπιάς και ευαισθησίας δεν μπορεί παρά να σχηματίσει μέσα του μια αίσθηση όπως αυτή:
Μα κάτι στάζει στο μυαλό σου/ Τα απόνερα της ιστορίας/ στις βάρκες των ναυαγισμένων.
Και πιο κάτω:
Η ευφάνταστη γεωγραφία/ όσων μοιράζουνε εκ νέου/ σε νέα οικόπεδα στον κόσμο;
Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα το ίδιο τροπάριο. Οι δυνατοί που δεν χορταίνουν με τίποτα. Απληστία και αναλγησία. Η προέκταση των νοημάτων στο ποίημα «Υποθέσεις του πραγματικού», όπου περνούν εικόνες για το τί σημαίνει
Αν ένιωθες πόση υπομονή/βαστάει μια χειρολαβή/ στο τραμ η ώρα οχτώ το απόγευμα/ κι εσύ απ’ το χάραμα στο πόδι
Πόσο βοηθάει να τα ξέρουν αυτά οι άνθρωποι, ή να τα υφίστανται ψυχοσωματικά. Θα άλλαζε κάτι, θα ξεσηκώνονταν άραγε, ποια συνέπεια θα είχε;
Συγκλονιστικό το ποίημα «Μεσόγειος» όπου απ’ τα παλιά σχεδόν ρομαντικά συμβάντα «γοργόνες και τρικάταρτα/ που φόρτωναν/ λάδι, χαλκό και στάρι/ περάσαμε χρόνια τώρα σε ανώνυμα θύματα πνιγμού, που χάνονται στα κύματα και ο κόσμος ο λεγόμενος πολιτισμένος κοιτάζει, μετράει, αναζητεί (πόσον καιρό;) λύση:
‘Αλλοτε/ λίμνη γαλανή/ και τώρα/ μπλάβο κάτεργο/ γύρω τριγύρω/ θάλασσα/ εντάφια/ τον κλείνει.
Κάθε στίχος μια ή δυο λέξεις. Αυτός που κλείνεται, που χάνει τη ζωή του είναι ο «ούτις» που ανέφερε πιο πάνω, αυτός ο «ούτις που βουλιάζει στην ανωνυμία». ΄Έτσι προχωρεί ο κόσμος ή έτσι προχωρεί ο μηδενισμός της ζωής;
Η ποιήτρια «άπλωσε πολύ τραχανά» στο τραπέζι. Πολλά και ειπωμένα άλλοτε με γενναία αφαίρεση, άλλοτε πιο αδρά. Θα έφτανε στο τέλος να αναρωτηθεί:
Ποιος θα πει πού αληθεύει ο άνθρωπος/ πού έχει δίκιο η ζωή;
Μήπως η απάντηση παρά το ερωτηματικό είναι οι τελευταίοι μονολεκτικοί στίχοι: μονάχος/ ακτήμονας/ ολόκληρος./ Αυτός είναι ο άνθρωπος και μέσα από αυτόν όλα; Ή το άλλο: πώς ισορροπεί ένας τέτοιος άνθρωπος μέσα σ’ αυτό τον κόσμο; Η ποίηση καλό είναι να ρωτάει πράγματα, έτσι που να ξυπνάνε οι αναγνώστες. Σήμερα φαίνεται να είναι πολλοί αλλά πώς διαβάζουν άραγε με το μάτι ή με την καρδιά; Αυτήν που διαθέτει μια λογική που η άλλη λογική (η ratio) δεν την γνωρίζει, μας λέει ο Πασκάλ. Η Κοτίνη γράφει και με τις δύο.