Ποιους δρόμους πήραμε ψυχή μου
και φτάσαμε ως εδώ;
Ανήμποροι, ανάπηροι, ανέλπιδοι και νεκραναστημένοι.
Σκέλεθρα άσαρκα που βγήκαν απ΄ τους τάφους τους
μια θάλασσα να βρουν
που πάνω της να γέρνει το λιόγερμα.
Του Αρχαγγέλου τα φτερά
αφημένες στα κύματα βάρκες
από χέρια κατάλευκα, παιδικά.
Σαν αυτά που κάποτε μετρούσαν τα άδεια κοχύλια,
που χάιδευαν τα στήθη τα ηδονισμένα
που ψαχούλευαν τις ερεθισμένες ρώγες
τις γιομάτες γάλα
και στις ιδρωμένες παλάμες
φύτρωναν ποικιλόχρωμα κοράλλια.
Με κοκαλιασμένα τα πόδια
περπατήσαμε σε χωράφια ξερά.
Ανάμεσα στις ρίζες αναμασήσαμε
τις φολίδες από τα δέρματα των φιδιών.
Την πείνα μας να κορέσουμε.
Ξεπετσιασμένα κι αυτά
στα έγκατα του τάφου μας ρίζωσαν βαθιά.
Πυρωμένη μια γη έκαιγε τις φτέρνες μας.
Τόπος μας η κόλαση,
πατρίδα μας το έρεβος.
Σαν τρωγλοδύτες με τις άσαρκες χούφτες μας
μάταια σκεπάζουμε το φως
από τις γούβες των ματιών μας.
Σε ποια ποτάμια αφέθηκαν τα κορμιά μας,
θλιβερά του θανάτου σκαριά,
να βουλιάξουν σε λασπώδεις βάλτους;
Στις εκβολές της Εδέμ,
προσμένουμε με ανοιχτά στο στέρνο τα σάβανα
το φως του ήλιου να μας ζεστάνει.
Να κάψει στα μάτια τις θύμισες.
Μια γαλάζια μόνο θάλασσα
απλώνει την αλμύρα της στα πετσιά
που ενδυθήκαμε και φέτος.
Χαράματα, με το πλοίο της γραμμής
θα φύγουν και πάλι όσοι κάποτε μας πένθησαν.
Για άλλες των νησιών ακτές θα σαλπάρουν,
χωμένες σε γυρτούς βράχους
που μέσα τους φωλιάζουν ερωδιοί και γλάροι.
Με τάματα, εικονίσματα και κόλλυβα
θα ψάξουν τα λευκά ξωκλήσια
αφιερωμένα σε μικρόψυχους θεούς
που δεν έσκυψαν ποτέ
στους ανοιχτούς μας τάφους
με μια μαρμάρινη να σφραγίσουν πλάκα.
Τι να σου κάνουν κι οι θεοί;
Τι φταίνε κι οι θεοί;
Αυτοί δεν γνώρισαν ποτέ τον Θάνατο.
Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού,
στην κάψα της λευκής απάνω άμμου,
θα καταλάβουμε ότι δεν ζήσαμε ποτέ.
Και πριν το φθινόπωρο χαράξει
ένα κύμα θα σβήσει το ξεχασμένο καντήλι μας.