Ιστορία

Δεν πάει πολλή ώρα που κατέβηκες να κολυμπήσεις τα νερά της
πράσινα σαν τα ’βαφε ο ήλιος – νωθρός εραστής:
στις θάλασσές της είχε καθίσει για καιρό, μα η κορφή
όταν ξεκίνησες -δε θυμάσαι;- χαμένη έμοιαζε σε σύννεφο γκρίζο•
γιατί κι εδώ σκοτεινιάζει συχνά
κι όχι μόνο:
ξεγελασμένοι όσοι μόλις χτες, άγουροι σαν και σένα
περπάτησαν Μάρτη μήνα μεθυσμένοι στη ράχη της –
κάτω απ’ τον ήλιο της γέμισαν τα πρόσωπα ρυτίδες•
κουκουλωμένοι τώρα σκυφτοί περπατούν, βαραίνουν
τα χιόνια στα μαλλιά τους
μα κι από πολύ παλιά
ένα βουητό φτάνει απ’ όσους αλώνιζαν, νέοι σαν και σένα
μες στο κατακαλόκαιρο• μια κρούστα πάγου, διάφανη
στους καθρεφτίζει τώρα μαρμαρωμένους, αν έσκυβες να δεις
τα μάτια γεμάτα απορία: θα τη νιώσεις και συ, κρύα στάλα,
μα δε θα καταλάβεις• κι ο ήλιος θα σου καίει ακόμα την πλάτη.

 

**********

Περίπατος

Ένα κομμάτι ήλιο πρόλαβα να δω
στον ορίζοντα, χρώμα κόκκινο βαθύ:
από παιδί μου άρεσε ν’ αποχαιρετώ τη μέρα στην πλατεία,
μια μυρωδιά -μόλις που θυμόμουν- από άνθη ή κάτι σαν ξύλο
καμένο (μα πώς διάολο -σκέφτηκα- μύριζε πάντα φωτιά,
δίχως ούτ’ ένα σπίτι τριγύρω), ή μήπως ήταν η εκκλησία κάποτε
ανοιχτή τέτοιαν ώρα, κι έφτανε ως εμένα το λιβάνι

μα τώρα ήτανε, λέει, πάνω στην πλατεία υπερβολικά πολλοί,
σαν ακροβολισμένοι: μια ντουζίνα, κι εγώ μαζί,
κι ήτανε σίγουρα σωστό να ξεκινάω για το σπίτι –
έκανα να δω τα μάτια, ένα γύρο, πρόσωπα μισά·
για τίποτα, σκέφτηκα, δεν είναι πια ικανοί –
κι εγώ μαζί, γατάκια τυφλά, κάποιος μας ξέχασε
κι έφυγε, ή μας έχει πετάξει – ένα γύρο, αδύναμη μια καρδιά
κι ένα καρφί να δίνει σφυγμό, με δίχως αίμα

έστριβα πια στο δρόμο για το σπίτι, και
«ποιος να φταίει» σκέφτηκα «για όλα αυτά;»,
παιδιάστικη σκέψη, μα μ’ έκανε να στρίψω και πάλι
το βλέμμα στην πλατεία: ήταν εκεί, στο κέντρο, καρφωμένο
θα ’λεγες, το πρόσωπο που σ’ όλους εμφανίζεται –
κοίταξα βαθιά μες στα μάτια, και

«Ο Φταίχτης!» φώναξα – ασύνειδα, έσφιξα το στόμα
μα ήταν ήδη χαμένος ανάμεσα στους άλλους (τα μάτια!) –
μια γεύση πικρή όπως όταν, παιδί, άγγιζα τα χείλια στα κρύα κάγκελα
μου ’σφιγγε τώρα το στομάχι: ήταν άραγε ικανοί για όλα;
όχι, δε θα κράτησε πολύ – κι ένα παιδί μαζί τους
είχε, μου φάνηκε, ρυτίδες γύρω στα μάτια, πρόσωπο μισό·
κι εγώ στεκόμουνα σαν δέντρο φυτεμένο στη γωνία

«Όχι, δεν ήμουν εγώ -», θα τον έχουνε πάρει πια,
πάει τώρα, τέλειωσε ο περίπατος,
θα πρέπει δα κι εκείνοι να γυρίσουνε –
μπα, θα τον έχουν αφήσει, σκέφτηκα· σκοτεινιάζει
και πάει ο δρόμος: θα τον έχουν αφήσει, λέω,
εκεί, πεταμένο στο χαντάκι, σαν ψόφια γάτα, ούτ’ άνθρωπος πια
κανείς δεν βλέπει· θα ’ναι όλοι στα σπίτια, ζεστοί,
ασφαλείς, κι εγώ επίσης, ας βιαστώ, κρυώνω, ας τρέξω, πάει
και πάει, ατέλειωτος ο δρόμος – κι είναι κιόλας σκοτάδι βαθύ, πίσσα.

************

Στ’ αυτιά, στα μάτια και στο νου

Terence Davies:
Μακρινές φωνές, ασάλευτες ζωές

Στα κόκκινα μεσημέρια το μάτι σημαδεύει, αστραπή,
μισόγυμνα μέλη – μισές υποσχέσεις, κι ο νους συμπληρώνει
αόρατα δίχτυα να σφίγγουν αχνιστή αγκαλιά από καπνό

στους γκρίζους διαδρόμους, αόρατη φιγούρα κι ένα χέρι μονάχα
να σκουπίζει• καμιά ελπίδα για το τραγούδι, ψιθυριστό –
στους τέσσερις τοίχους το μάτι, στο μωσαϊκό, στις σκάλες
απάνω το τσιγάρο, το μουστάκι, τ’ άστρο το σβησμένο

και στο σούρουπο, μονάχη η ματιά απ’ το ρετιρέ, μια αχτίδα αχνή
στο φωταγωγό, ξέθωρη η ταπετσαρία, του λέβητα το βουητό: απ’ εδώ
ως το ημιυπόγειο ούτε μάτι ούτ’ αυτί δε φτάνει για να νιώσει
τη γρήγορη ανάσα, το νυχτικό να σαρώνει το σοβά, τα γυμνά βήματα.

 

*******

Πέρασμα

Αυτή τη νύχτα θα ’βλεπες – αν κοίταζες ψηλά
τους αγγέλους να βάφουνε τ’ άστρα με μπογιά πορφυρή∙
μα κι εδώ κάτω, ανάμεσα στα λιόδεντρα, σε φτάνει το μύρο
στα ρουθούνια – κι όμως νευρικά ξεφυσάς, το ρολόι κοιτάς, το τσιγάρο
τελειώνει∙ είναι τούτα, λες, πράματα άπιαστα, λεπτά: δίχως βάρος
στέκουν στον αέρα, τώρα ξυπνάν -όλοι- και το λένε, μα συ το ’νιωθες
και πιο πριν

πόσο το ποθούσες σαν χτύπαγες την τσάπα, το καμάκι, το σκήπτρο
να κράταγες στο χέρι σου – κόκκινο: κι έτσι τ’ άφησες όλα∙
τώρα, λέει, κάλλιο να μην είχες γεννηθεί, μα δεν ήταν τούτο δα λάθος
δικό σου: μαζί κι εσύ μάτωσες, κι ένιωσες κιόλας και προδομένος,
πως άδικα χάνεις την ώρα• όμως ήδη -μαστιγιές- τα λεπτά ματώνουν
τ’ αυτί σου: μια ώρα αρχύτερα, λες – και μήτε καν για κέρδος:
είναι κείνο γελοίο σχεδόν, μα όχι κι οι πόθοι που σε καίνε, μαρτύριο
ανθρώπινο

τόσο ανθρώπινο• μόνο που οι άνθρωποι, με τα χέρια πλυμένα
πληγή χαράξαμε, σαν πάτησες τον ξερότοπο, βαθιά
μες στο χώμα κι έγινε ρυάκι∙ κι έσκυβες να πιεις, κι ικέτευες
μα το μαζεύαμε εμείς απ’ την άλλη, ώσπου να λιώσεις στη δίψα –
κι ύστερα γέμισε το χάσμα χορτάρι να βόσκουν τ’ αρνάκια, λαίμαργα
να γευτούμε απόψε το αίμα τους, θυσία σε τραπέζι γιορτινό
με καρέκλες δεκατρείς∙ η δικιά σου τώρα -η γρουσούζικη-
αδειανή

και μονάχα ο σκύλος πρόλαβε τη γραμμή να περάσει
ψάχνοντας τόπο κείνα τα κόκαλα να θάψει
που τα μάζεψε κάτω απ’ το ιερό μας τραπέζι∙ και πάει
και κείνος, σαν και σένα, με το πρόσωπο στο χώμα, πιστός,
αμίλητος – για μια στιγμή το κεφάλι σηκώνει και βλέπει
με θλίψη βουβή το ρούχο να δένεις σφιχτά στο γυμνό
κλαδί.

 

****

Πορεία

Και τότε αφήσαμε πίσω τα ζεστά μας τα σπίτια:
ανεβαίναμε χέρι-χέρι, αλυσίδα ολόκληρη, και μπαίναμε στο σπήλαιο.
Τα δέντρα, μοχθηρά, μας χτυπούσαν στο πρόσωπο
μα κάποτε φτάναμε λίγοι λίγοι, ματωμένοι.
Θυμάμαι που φέρναμε μαζί κάτι κουλουριασμένους υπνόσακους
πολύχρωμους γιατί ήτανε, λέει, μέσα λευκό και κρύο.
Άρχιζα να συνηθίζω τους παράξενους σχηματισμούς του –
«έτσι κι αλλιώς, εμείς θα μείνουμε λίγο», μας λέγανε.

Γιατί υπήρχανε κι οι άλλοι:
στη μέση, κάτω από ένα κίτρινο στεφάνι που ’φεγγε από τη σκεπή
υπήρχε μια λίμνη με ασβεστόνερο που το λέγαν «του θεού το γάλα»∙
εκεί οι αιρετικοί, πιασμένοι γύρω-γύρω, ψέλνανε τους ύμνους τους –
οι φωνές τους μας φτάνανε μέσ’ από στοές και σχήματα απόκοσμα.

Εκεί ζούμε και τώρα:
μέσα του οι σταγόνες ενώνονται, πάνω και κάτω,
και γίνονται κολόνες ψηλές – τις έχουμε τόσο συνηθίσει
που δεν τις βλέπουμε πια: κάθε τόσο ακούμε, ρυθμικά σχεδόν,
ένας, κι έπειτα κι άλλος, να χτυπάνε κει πάνω τα κεφάλια.

Μα κι εμείς έχουμε γίνει διάφανοι:
σεβαστοί, κατοικούμε κοντά στην είσοδο που μπαίναμε τότε –
τα παιδιά μας τα στέλνουμε παραμέσα, στα σχολειά
να μάθουν για την έξοδο κείνη που βγάζει, λέει, στη θάλασσα∙
τα μαλλιά μας είναι γκρίζα μα προχωράμε κάθε μέρα κατά κει –
τα βράδια γυρνάμε πίσω, να κοιμηθούμε
μες στους ξεθωριασμένους μας υπνόσακους.
Έχουμε φτιάξει και μια σημαία γαλανή και βαδίζουμε, βαδίζουμε…

 

****

Χρησμός

Στεκόμουν στην εξώπορτα όλη μέρα, κι όταν νύχτωσε
«το αύριο, πώς θα ’ναι άραγε;» σε ρώτησα – και συ:

Περίεργα παιχνίδια κάνουν εδώ κάτω η θάλασσα με τη γη:
είναι δεν είναι εκατό μέτρα το νερό κι είν’ αδύνατο να περάσεις
απέναντι, τα πλοιάρια όλα δεμένα από φόβο για τη νύχτα
τη φουρτουνιασμένη• κι η γέφυρα θα κόστιζε πολύ ακριβά-

«και τι σχέση έχουν όλ’ αυτά;» «μα το θεό, εγώ δεν έχω ιδέα,
συ όμως θα δεις, ίσως, σαν συνηθίσεις» – στο σκοτάδι
οι επιβάτες μάταια στυλώνουν απέναντι το βλέμμα
με αγωνία: θα πρέπει να κοιμηθούν εδώ, πάνω στους μπόγους τους
διότι είναι δύσκολο πια να περιμένουνε να ξημερώσει- «μπα, γιατί;»
-διότι, λέω, είναι δύσκολο πια να ξημερώσει, όμως ξαφνικά

στα βάθη της νύχτας φτάνει τεράστιο πλοίο• κι όλοι χαζεύουμε
μισοκοιμισμένοι, καθώς αγκομαχάει να μπει στο στενό: σβηστά
φώτα και μηχανές, μα το νιώθουμε καθώς ξεδιπλώνει πανιά-
«απίθανα πράγματα λες, σαν να τα ξεσήκωσες από παλιά βιβλία»
δε διαφωνώ, μα άκου κι αυτό: τελικά -θαύμα- μόλις που χώρεσε
και στάθηκε κατά μήκος, έτσι που μπαίναν όλοι απ’ την πίσω πόρτα

κι η μπροστινή ανοίγει κατευθείαν στην απέναντι, άγνωστη στεριά•
οι επιβάτες, νυσταγμένοι, μπουλούκια, μπλέκονται στους λαβυρίνθους:
«χάθηκε, λέει, ένας διάδρομος να μπαίνει απ’ τη μια και να βγάζει
ευθεία;» – ευθεία δεν υπάρχει κι ακούγονται πια σ’ όλες τις σκάλες

άλλοι πάνε κάτω, φτάνουν ως τα μηχανοστάσια κι εκεί
ζαλισμένους απ’ τα πετρέλαια αμέσως τους δένουν, τους ντύνουν
να τ’ οδηγήσουν πάλι πίσω- «με ποιο δικαίωμα; και πού πίσω;
μα δεν είχε πανιά;» -είχε, μα τώρα πήγαινε πίσω, δηλαδή στ’ ανοιχτά,
από κει που ’ρθε τέλος πάντων• άκου όμως ακόμα και τούτο:

άλλοι ανεβαίνουν, ανεβαίνουν – οι βαριές μεταλλικές πόρτες κλείσανε πίσω τους• και βρέθηκαν στο πάνω κατάστρωμα, μόνοι
απέναντι στον ουρανό – παγερός άνεμος, φως χλωμό
στα πρόσωπα• κι ένας δείχνει ψηλά τον ουρανό και λέει:
«κοίτα τι θλιβερή η νυχτιά και πόσο λίγο μάς φωτίζει»,
κι εκείνος αντιλαλεί: «κοίτα τι θλιβερό κι απελπισμένο πλήθος
φωτίζω», και σβήνει και το τελευταίο του άστρο- «και;»
«και τίποτα πια». –