Aν υπήρχε τρόπος να σου εξηγήσω αυτό που δε θέλεις να καταλάβεις, δε θα υπήρχαν πόλεμοι, δε θα υπήρχαν διαζύγια, δε θα υπήρχε τόσος σπαραγμός─ ίσως, όμως, και να υπήρχαν όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα, αν ήμουν ένας λαοπλάνος που σου εξηγεί αυτό που δε θες να καταλάβεις, ένας όρχις συριστικός, ένας διεφθαρμένος και χειριστικός. Ίσως όλα όσα γίνονται να γίνονται επειδή τα χρήματα και τις καρέκλες οικειοποιήθηκαν λασπάνθρωποι που βρήκαν τρόπο να απομυζούν κάθε ευωδιαστό χυμό από την ύπαρξη, αφήνοντάς τη κουφάρι γρύλλου σε παχύ ιστό αράχνης.

Α, τα έντομα! Πώς πολεμάνε, πώς σπαράσσονται επί δεκάδες εκατομμύρια χρόνια χωρίς να βλάπτουν καθόλου τον πλανήτη. Εμείς κοκορευόμαστε για τις τύψεις μας που τον καταστρέφουμε, φτιάχνουμε ωραία θεατρικά έργα, γράφουμε ωραία ποιήματα και κοιμόμαστε σαν κοπρολάγνοι σε αποχωρητήρια.

Στο βάθος δεν μπορώ να διαλέξω ανησυχία. Το απεμπλουτισμένο ουράνιο στο νερό, οι Τούρκοι, όλο προβλήματα, προβλήματα, προβλήματα. Κάποτε κοιτούσα το πλαστικό καλαμάκι και χαλάρωνα, σαν κάτι να σήμαινε ο παγωμένος καφές κάτω από τον ήλιο. Τώρα με το χάρτινο καλαμάκι βιάζομαι να πιω, γιατί το χάρτινο καλαμάκι λειτουργεί σαν κλεψύδρα μιας απόλαυσης που χάνεται.

Το χάρτινο καλαμάκι λιώνει μαζί με τα παγάκια. Κι εγώ πια δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μόνο κάτι μουρμουρίζω μες στον ύπνο μου, κάτι για τους Τούρκους, κάτι για τον καβαλάρη του φτερωτού αλόγου, κάτι ισλαμοφοβικό. Μουρμουρίζω για να μη με συλλάβουν. Τώρα πια έχουν όλα με νόμο απαγορευθεί.