Μασκαράτα
β΄
Μια νύχτα ξύπνησα, δεν πάει καιρός
φυσούσε Ιούλης τη μουριά
τι όμορφα χορεύαν τ΄ αστέρια!
χειροκροτούσε η μουριά: encore encore.
Ξημέρωνε, τα ζώα γελούσαν
κι ακόμη δεν έγραψα ούτε ‘να στίχο
γιατί ‘μαι αιχμάλωτος ξένων φωνών
μισώ τα κουνούπια, τα ψέματα
τα πρωτόκολλα συμπεριφοράς.
Μ’ αρέσει να μαζεύω πεταλίδες
να νοσταλγώ ταξίδια και λόγια φευγάτα
μακριά από πρόσωπα άδεια
κοντά σ’ αυτό που ορίζει τα ύστερα νιάτα
μια νιφάδα γέλιου κατακαλόκαιρο.
*
Απρόβλεπτη παρουσία
Είχαμε έναν επισκέπτη σήμερα
ένα ιπτάμενο ζωύφιο
θα το ‘λεγες και φτερωτό αδέσποτο
απ’ αυτά που τριγυρνούν στην ατμόσφαιρα
χωρίς να σκέφτονται νοίκια και μισθούς·
τόσο ανέμελα πετούσε που μια ξανθομαλλούσα τρόμαξε
δεν της το ‘χες με τα κιλά και το ύψος της
να χτυπιέται σα μαζορέτα·
κι όμως
το αδέσποτο έκοψε μερικές βόλτες πάνω απ’ τα κεφάλια μας
πολύ διακριτικά
καθόλου δεν το ενόχλησαν φωνές και χειρονομίες
μπορεί να διασκέδαζε κιόλας·
το βούισμά του είχε κάτι καθηγητικό
όπως αρμόζει σε σοβαρές περιστάσεις
έπειτα έφυγε σα να μην ήρθε ποτέ
χωρίς υποκλίσεις και χαιρετούρες
ξέχασε μόνο την πόρτα να κλείσει.
*
Μαθήματα αντιπαροχής
Πρώτο μάθημα
πάρε πρώτα
μετά δώσε το ελάχιστο
αν σέβεσαι το κέρδος
Δεύτερο μάθημα
δες τον άλλο σα μέσο
έτσι θα γίνουν τα μικρά σου όνειρα
ασήκωτη πραγματικότητα
Τρίτο μάθημα
ασκήσου στα δύο πρώτα
κι αν τολμάς ανάλαβε την ευθύνη
για τα λοιπά
Τέλος μαθημάτων.
*
Το φαγητό του κόσμου
Τέλειωσε ο έρανος· άρχισε το πακετάρισμα ρούχων και τροφίμων
προορισμός ήταν μια πλατεία αστέγων
η βιόλα φιλόλογος έδωσε το σύνθημα:
«παιδάκια, παρόντες όλοι;»
οι Σαμαρίτες:
«παρόν… είμαστε»
πίτες, μακαρόνια, ψωμί, ρύζι, πατάτες, μπισκότα
το φαγητό του κόσμου είναι το άμυλο.
*
Πόθος και υποταγή
Η παράσταση αναβλήθηκε μέχρι νεωτέρας·
αδύνατο να μάθουν τα λόγια τους σε μια βδομάδα
τι σκονάκια σε τσέπες και τοίχους…
σίγουρα κάποιος θα μας κρέμαγε
και μετά;
Μετά, σχολικό συμβούλιο ή αλλιώς
«οι Δίκες της Μόσχας» είπε μια μαθήτρια έξω φρενών·
όμως η ζωή είναι απρόβλεπτη
και ξεκινήσαμε πάλι τις πρόβες.
Η Όπερα της Πεντάρας ανέβηκε την επόμενη χρονιά·
ο Ντον Τζοβάννι μες στους ζητιάνους.
*
Μίστερ Μέλλων
Ας είμαστε σοβαροί, δηλαδή μην τα παίρνουμε όλα σοβαρά
έλεγε και ξανάλεγε ο Μίστερ Μέλλων, αλλέως ΜιΜι.
Εφημερεύαμε στο διάδρομο του 1ου ορόφου
μέσα Δεκέμβρη και το κρύο ανυπόφορο.
Δε μου λες συνάδελφε τι ποιήματα θα γράφονται
μετά από χίλια χρόνια όταν βρεθεί το λογισμικό του πόνου
κι ο θάνατος αναλυθεί σε αστοχίες υλικών;
όταν η έμπνευση αποδειχτεί μια τεχνική λεπτομέρεια
και η βασιλεία των θνητών εργαστηριακή μελέτη;
τι σημασία έχουν όλα αυτά θα πεις με το δίκιο σου
και τι σημασία έχει το δίκιο σου όταν δε θα ‘ναι παραπάνω
από ‘να ουρλιαχτό μες στην ινδιάνικη νύχτα
το παραλήρημα τρελού σ’ ένα υπόγειο
μια ιστορία για κάτι δίποδα που σκότωναν με πυριτόλιθο
ζευγάρωναν με φαντάσματα και ονειρεύονταν πέρα απ’ τον χρόνο·
υπάρχει μήπως κάποιος υπέρτατος γρίφος;
Με διέλυσε πρωινιάτικα ο ΜιΜι, δεν είχα τι ν’ απαντήσω
και συνέχισε την πολιορκία
κάποιοι μελετούν νανομηχανική
μετράνε το σφυγμό των θεών, υπολογίζουν τη λήθη
τα θηλαστικά του πλανήτη
το μυαλό τους γίνεται λιώμα στο σκάκι του εφήμερου·
τι είμαστε τελικά; όνειρο μελλοντικού θιάσου;
νάνοι που αλυσοδένουν το μάταιο
μια γρατζουνιά στο τζάμι του άγνωστου·
ευτυχώς δηλαδή που δεν έχουμε τιναχτεί στον αέρα…
Ευτυχώς κουδούνι! κάτι είπε ακόμη:
ώρα για μεροκάματο…
.