ΑΠΟ ΤΟ ‘‘ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ’’ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Της ‘‘Ελεύθερης Καλλιτεχνικής συντροφιάς’’
ΝΗΣΟΣ
Βρόντος – Ζουγανέλης – Πατίλης – Σοφιανός
και η συμβολή του Κ. Παπαγιώργη στη συνοχή
και στη διάλυσή της

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Η όμορφη αυτή ιστορία, θα κλείσει με τον Κωστή Παπαγιώργη ο όποιος υπήρξε φίλος και πολύτιμος συνεργάτης του περιοδικού. Για τον Παπαγιώργη είχα ένα δέος, για το όποιο εύθύνεται ο Πατίλης!

-«Τήν Τετάρτη θά ’ρθει ό φιλόσοφος!» αύτος το είχε πεί. Πού νά ’ξερα ότι ή λέξη έχει εισαγωγικά…, εγώ ακόυσα «Φιλόσοφος» και ως Φιλόσοφο τον δέχθηκα, με όλο τον σεβασμό που οφείλουμε να έχουμε προς τους φιλοσόφους. Δεν μπορώ, βέβαια, να πω, πως με άφησε άναυδο η σκέψη του, ακόμα και σήμερα τεντώνω τ’ αύτιά μου ν’ ακούσω τις μεγάλες κουβέντες, που από στιγμή σε στιγμή θά εκστομίσει. Αντι για σοφίες, όμως, ακούω λέξεις κοινές, απ’ αυτές που λέμε όλοι μας, τις οποίες, παραδόξως, συγκρατώ! Μου απαντά, του απαντώ, μου μιλά, του μιλώ, συνομιλούμε… Κάποτε, βυθίζεται στη σιωπή κι έχω την αίσθηση ότι είναι καλύτερα έτσι,..

Με τον Κωστή βρεθήκαμε κοντά, σε ωραίες αλλά και σε δύσκολες στιγμές. Οι «ωραίες», είναι αυτές που, όταν τις ζείς, δεν αισθάνεσαι ότι είναι ωραίες. αλλ’ όταν περάσει ο καιρός λές: Καλές ήταν! Οι «δύσκολες» παραμένουν δύσκολες και όταν τις θυμάσαι, βιάζεσαι να φύγεις απ’ αυτές… Στον Καρούζο και στόν Παπαγιώργη, δεν εννόησα ποτέ τί έπεδιωκαν πίνοντας τόσο! Έξυπνοι κι οι δύο, με δυνατότητες και καλής ποιότητας μυαλό, ποιά προβλήματα πίστευαν οτι θα λύσουν με το αλκοόλ; Αυτή η σκέψη μέ βασάνιζε, κι εμένα ό,τι με βοσανίζει, με κρατά 177 δέσμιο!! Έτσι, έμεινα «δέσμιος» της φιλίας του Νίκου και του Κωστή. ΄Αλλο κοινό του Παπαγιώργη με τον Καρούζο, ήταν η προτίμησή τους στο ποδόσφαιρο. Ο Νίκος, έλεγε γι’ αυτό: Είναι ένα πέρασμα της ώρας, σκοτώνω το καιρό μου! Ομολογούσε, δηλαδή, ότι χάνει τον χρόνο του, η λεξη, άλλωστε, «σκοτώνω», ήταν ενδεικτική της εκτίμησης που είχε για το «άθλημα»! Με τον Παπαγιώρνη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μιά εποχή με τραβολογούσε από τηλεόραση σε τηλεόραση να «δούμε» το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Με τα μάτια καρφωμένα στο «γυαλί», γεμάτος αγωνία για τη νίκη της μιάς ή της άλλης ομάδος, τον έβλεπα και απορούσα. Ρε Κώστα πώς κάνεις έτσι;

— Σώπα Γιαννάκη σώπα! Εκεί που «αναπαύεται» το πνεύμα… Ορισμένοι άνθρωποι δεν πίνουν γιατί είναι πότες αλλά γιατί τό επιβάλλει ή περιστασή. Το ποτό γι’ αυτούς είναι ένα είδος «αξεσουάρ» ας πούμε,.. Όπως, δηλαδή» διαλέγουν τη γραβάτα τους κόκκινη ή γκρενά για τον περίπατο, έτσι πίνουν και στά μπαρ, γιατί το επιβάλλει ο κανόνας: γκομενίτσες. φλερτάκια, «ανδρισμοί» πάνε ασορτί με το οινόπνευμα. Ό Παπαγιώργης, όπως άλλωστε και ό Καρούζος, υπήρξαν θεμελιωτές! Έβαλαν θεμέλιους λίθους αυτοί, είναι κτήτορες, ιδρυτές… αυτοί έκτισαν τα μπαρ και τα έθεσαν λειτουργία, για να… πίνουν! Ένα μπαρ στην Πατησίων άνοιξε για έναν και μόνο άνθρωπο· ο ίδιος αυτός, δηλαδή, παρότρυνε ένα φίλο του: ΄Ανοιξε μπαρ! -Δεν έχω χρήματα… -Θα σου δώσω εγώ! 178 Το μπαρ άνοιξε, κι ο άνθρωπός μας, μοναδικός θαμών επι δύο χρόνια,καθισμένος -από το μεσημέρι- στο ψηλό σκαμπό, έπινε τη ζωή του γουλιά –γουλιά σε κρυστάλινο ποτήρι… ΄

Οταν μπήκε δεύτερος πελάτης, ο φίλος μας μετώκοισε ήθελε να πίνει μόνος… Απ’ όλους μας, βέβαια «κάτι» λείπει, από τους παθιασμένους λείπουν όλα! Είναι η γνώση που τους βασανίζει, είναι το ιερής προέλευσης πάθος, πού τους ωθεί στην έσχατη παραληρηματική ικεσία: προστάτευσε Κύριε τα πάθη μας, φύλαξε μας απ’την αγιοσύνη σου! Είναι μυστήρια υπόθεση το ποτό ή μάλλον, είναι μυστήρια υπόθεση το πάθος! Στον υπόγειο τάφο του, ο Καροΰζος πίνει μόνος… ενδεής, απέχει από τα μπαρ, δύο-τρία μπουκάλια ούζο, τον συντροφεύουν από πρωίας μέχρι νυκτός. -΄Αχ, Γιάννη… — Ναι. Νίκο… ΄Αλλη υπόθεση ο Παπαγιώργης ήταν και νέος… Στο σπίτι δεν έπινε ποτέ, μόνο στα σπίτια φίλων του, όταν παρακολουθούσε κάποιο «ματς» στην τηλεόραση.

— Σήμερα έχει αγώνα! — Ε, όχι και άγώνας… — Αγώνας, αγώνας ,. Ο Παπαγιώργης, βαπτισε πολλά μπαρ της ευρύτερης περιοχής των Εξαρχείων, τους έδωσε ονόματα ωραία και δυσνόητα, που ήλκυον τους «ανήσυχους» περί τη Γλώσσα και τους παρηκμασμένους σαραντάρηδες. Η ζωή άρχιζε τη νύχτα! Η ημέρα γι’αυτούς, ήταν ένα αναγκαίο φυσικό φαινόμενο, που έπρεπε να περάσει γρήγορα, για νά ’ρθεί η νύχτα. Τότε άρχιζε η ζωή, που κυλούσε πάντα στον ίδιο μονότονο ρυθμό: Ποτό, ποτό, ποτό! …

Υπήρχε και η ΔΥΣΙΣ, ένα σκυλάδικο στην Αλεξάνδρας. Εκεί, κατηναλώνοντο οι ψυχές μέχρι πρωίας. Ψιλοκομπιναδοροι. αεριτζήδες, δοσοληψίες με τα ποινικά, όλες αυτές οι φιλότιμες και ευαίσθητες «λαϊκές» ψυχές, κατέθεταν τον αμφιλεγόμενο «μόχθο» της ημέρας, σε «μπόμπες» ουίσκι καί αυτοσχέδιες μαϊμούδες άοιδούς. Ήταν τόσο ευαίσθητες οι ψυχές αυτών των ανθρώπων, ώστε θα μπορούσες, ανα πάσα στιγμή, να βγεις αιμόφυρτος από ’κεί μέσα. Αυτοί, αποτελούσαν το κυρίως περιβάλλον της Δύσεως, Υπήρχαν και οι «φιλοθεάμονες», παιδιά διανοούμενα, που απ’ την πολύ διανόηση, είχαν «μπλέξει τα μπούτια τους». Τί σχέση είχε η «διανόηση» με το ηχητικό μακελειό που γινόταν εκεί μέσα; Δηλαδή, αν τους ρωτούσες και τους έλεγες, «Τί θέλετε ρε παιδιά εδώ μέσα;» δεν επρόκει να πάρεις απάντηση: Η ισχύς των μεγάφωνων θρυμμάτιζε τους τοίχους κι έκανε τα ποτήρια να τρέμουν στο τραπέζι.

Τη σιωπή δεν την επιβάλλει μόνον η σιωπή, την επιβάλλει και ο θόρυβος! Με το σκυλάδικο ερωτοτροπούσαν και ορισμένοι αστοί, μικροαστοί και ευάριθμοι, εις «άνοδον» ευρισκόμενοι, μικροεπιστή– μονες. «Τακτοποιημένοι» και χορτάτοι όλοι αυτοί, έθρεφαν το συγχυσμένο τους Εγώ από την αθλιότητα της Δύσεως. Εκεί παρεπιδημούσε κι ό φίλος μου ο Κωστής, μελετώντας, προφανώς, τα κοινωνικά φαινόμενα. Στα τρία χρόνια που κάναμε συντροφιά πήγα 6-7 φορές στο καταγώγιο, η πρώτη ήταν, νομίζω, το 1985. Τέτοια έκλυτη ζωή δεν είχα ξαναζήσει! Θα διερωτηθείτε, ίσως, αφού δεν έπινα, δεν μετείχα δηλαδή ενεργά, τί είδους «έκλυτη» ζωή ήταν αυτή; Την ανέπνεα κι 180 ήταν το ίδιο! Ασφαλώς, δεν είμαι άμοιρος αμαρτιών και πολλών άλλων σοβαρών ή μη παραστρατημάτων. Το δικαίωμα του «κρίνειν» ή μάλλον, του «κατατάσσειν», δεν αντλείται από τόν «ενάρετο βίο» μας αλλά από τα πολλαπλά σφάλματα και τις αμαρτίες μας.

Ζω μόνος, από 10 χρονών. Παντρεύτηκα στα 18, στα 23 είχα τρία παιδιά. Χωρίς δουλειά, χωρίς εφόδια, βγήκα στους δρόμους. Δεν γνώρισα την Διασκέδαση, γι’ αυτό και δεν κατάλαβα ποτέ, πώς μπορούν οι άνθρωποι να χορεύουν και να τραγουδούν! Μετείχα, βέβαια, στον χορό και στό τραγούδι, όχι ως διασκεδάζων άλλ’ ως έπαγγελματίας… Στα διάφορα κέντρα που έπαιζα μουσική διαπίστωνα, πως, όσοι συνεφύροντο στην πίστα, δεν ήρθαν εδώ για να λύσουν κάποιο πρόβλημα αλλά για να το μεταθέσουν! Ή ζωή μου ήταν κατεπείγουσα, δεν είχα καιρό για «μεταθέσεις». Η συνάφειά μου λοιπόν με τον Παπαγιώργη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αλόγιστη σπατάλη χρόνου και ιταμή πρόκληση προς τον ίδιο το Χρόνο! Δεν ήταν έτσι…

Σε παλαιότερες εποχές, ξενυχτούσα με τον Χατζιδάκι στον «Μαγικό Αυλό» μέχρι πρωίας… Είδα πολλές φορές την ανατολή και την επιτολή των άστρων, χωρίς να αποκομίσω τίποτα. Με τον Κωστή, δεν ήταν έτσι! Ένιωθα —όπως και στον Καρούζο, άλλωστε— ότι το «ορισμένο» άνωθεν, μαρτύριό του, ήταν το εισιτήριο γιά τη σκέψη. Είχα βαθύτερη εμπιστοσύνη στη σιωπή του, παρ’ ότι «φόραγε» τρια παλτά το καλοκαίρι και τον χειμώνα γύριζε «γυμνός…!». Υπήρχε μια κρυφή επικοινωνία, της όποιας την πηγή αναζήτησα καί δεν βρήκα. Έναν καιρό, κάτι μικροπείσματα και αμοιβαίως ανόητες εμμονές, διέκοψαν την σχέση για 6 χρόνια. Εκείνη την περίοδο – θυμάμαι·- αν «κάποια όμορφη σκέψη περνούσε απ’το μυαλό μου. μιά ωραία πρόταση μ’ έκανε να χαμογελώ, είχα απέναντι μου τη μορφή του και χαμογελούσαμε μαζί… […]