Έξω από μένα

 

Έξω από μένα είμαι εγώ.

Μέσα μου, ρόλος που εποπτεύεται.

Απελπισία ένα ρούχο που καίγεται, ένα σώμα που πέφτει.

Κάποιοι σέβονται μόνο την απόσταση.

Αγαπούν το ξένο.

Κι όταν γίνεις κι εσύ ξένος λένε..

«αυτόν τον γνωρίζω καλά..»

 

`

*

Φωτογραφία

 

Ξυστά απ’ το φρύδι του φεγγαριού

ένα αεροπλάνο δραπετεύει απ τη νύχτα

Μια γρατσουνιά στο εύθραυστο γαλάζιο

Αιμορραγεί στη δύση ομορφιά

Ο πλάτανος ήταν εδώ πριν απ΄ την καμινάδα

Η καμινάδα ήταν εδώ πριν απ’ τα σύρματα.

Ο ουρανός, άλλοι λεν πως ήταν, πάντα εκεί

άλλοι, πως σήμερα μόλις τον επινόησε ένα σπουργίτι

 

*

Φούγκα

Κι αν χώρισες τη μοναξιά σε κομμάτια

Σε ημιτόνια τη σιωπή

Τάστα εβένινα τα χρόνια

Κι όσο ανεβαίνεις στενεύουν

 

*

Αερικό

Οι ώρες μου μεταναστεύουν

Μετατοπίζεται το κέντρο βάρους μου

σε κάτι λιγότερο διάφανο από τη σιωπή

Στις διασταυρώσεις με ανακαλύπτουν

όλες οι άγνωστες παραβολές

Προσευχές

Με βρίσκουν φίλοι, χάνω τα φύλλα μου

Φυλλοβόλο

Άβολο.

Ντύνομαι καλά. Περισσότερο από όσο πρέπει

Τι να το κάνεις …

Είμαι φτιαγμένος από καλοκαίρι

Πνίγομαι στην πρώτη υγρασία

Είμαι φτιαγμένος από μολύβι

Σε όποιο χώμα να πατήσω τρίτη μέρα βουλιάζω

Είμαι φτιαγμένος από μοναξιά

Πως να σε αγκαλιάσω

και να μην σπάσω

Κόσμε

 

*

Προτομή

 

Εκεί, στο μικρό σταυροδρόμι με τον Φοίνικα, που λύγιζε από τον αέρα, είδα να χωρίζεται ο χρόνος στα δύο. Αν κινούσα πέρα από εκεί και διάβαινα προς την εκκλησία θα συναντούσα εμένα κι εσένα καθισμένους στα σκαλιά, να πίνουμε καφέ στα πλαστικά ποτήρια της νεόκοπης αγάπης. Τι ανόητο αγρίμι η νοσταλγία. Δεν κινήθηκα προς τον Φοίνικα. Γύρισα την πλάτη μου. Ανισόρροπο μου αίσθημα, σ’ άφησα να σε δικαιώσει η μνήμη. Και σέρνω την πληγή μου σαν ημίαιμο, ίσως αυτάρεσκο, ίσως απελπισμένο. Το θαύμα σε προδίδει για να σου αποδείξει, όχι πως δεν το άξιζες, αλλά πως παραμένει θαύμα και σε συντροφεύει ως εκεί που αντέχεις. Κι όμως τώρα που το καλούπι σταμάτησε να αχνίζει, το μέταλλο έγινε προτομή, και το μεταφέρεις σαν ταχυδρόμος, ανεπίδοτη ευτυχία από πλατεία σε πλατεία. Δακρύζει καλύτερα αυτός που δακρύζει τελευταίος

 

*

Κουκούλι

Είχε χιονίσει στο χωριό
Και ξάπλωνα στο χιόνι
Μονάχα έτσι ξαπλωμένος
Μπορούσα να δω αυτό το χωριό, πάνω από το χωριό
Ένα χωριό ανεξήγητα όμορφο. Ψηλά στη ρίζα του ουρανού με σπίτια ορθόπλωρα στο φως και την αγάπη.
Δρόμοι καμπυλωτό ,αλεσμένο, ξανθό χαλίκι
Μούσκευε η πλάτη μου απ το χιόνι
Μα ήταν ζεστό σαν την προβιά του ύπνου
Σαν μάτι
Ραμμένο στον ήλιο

 

*

Βήματα του ανήξερου

 

Όταν με βία κλόνιζε τον κόσμο του

Όταν σαν υπνωτισμένος τσακιζόταν

έλεγε αντισώματα πως φτιάχνει στη μαύρη φύση του

Εμβολιασμένος με το Έρεβος μία μέρα θα έβγαινε στο φως

και θα χαμογελούσε

Δαγκώνοντας  την κουδουνίστρα του ήλιου

Επινοώντας τον ήχο από τα βήματά του ανήξερου

 

Δεν πειράζει να χάνεις

Δεν πειράζει να κερδίζεις