ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΑΣΤΕΡΙΣΚΟ

 

Κάποιος θα μου πει:

γύρνα τα κλοπιμαία

σκίσε τα διπλώματα

κάποιος δε θα διστάσει

θα τραβήξει τον χαλκά

να εξαϋλωθεί η ψυχή

κι άμα γυρίσει ο τροχός

θα διηγηθώ τα υπόλοιπα

υπομονή, χρειάζονται

και μερικές εισπνοές

 

Μια μέρα θα βρεθούμε

λιπόθυμοι στον ουρανό

με μαξιλάρι τα σύννεφα

ηρωική έξοδος στο κενό

ωραία να καίγονται

αλσύλλια και πλανήτες

θα πέσουν και τα τείχη

αυτά που υψώθηκαν

ανάμεσα στα σώματα

και στην ανυπαρξία τους

 

Αυτά λοιπόν για αρχή

επιφυλάσσομαι προσεχώς

να αποκηρύξω το ποίημα

 

`

*

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ

 

Γύρνα στη συνήθεια

σαν να ‘τανε καφές

 

Αισθάνομαι τελευταία

τη γειτνίαση του νου

με τις παρενθέσεις

βγαίνω συχνά εκτός

κι άντε να ξαναγράψω

 

Κι ακόμη χειρότερα

όταν πλειοψηφεί το εγώ

και σπάω τις λέξεις

κάνω τις αντωνυμίες

πάντα προσωπικές

 

Προφάσεις εν αμαρτίαις

πάντοτε υπήρχανε

ο χρόνος μόνο θα ράψει

το ξηλωμένο ποίημα

 

Μια μέρα που λέτε

θα πλημμυρίσει ο αέρας

με δημιουργικές γραφές

και σεμινάρια στίχων

(μαντρώνεται η Ποίηση;)

`

*

ΓΙΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

 

Έτσι που πενθείς, κύριε τάδε

πίσω απ’ τα κοκάλινα γυαλιά

με προσοχή να μη σπάσει

καμιά σιδερωμένη ρυτίδα

 

Έτσι που η φωνή μου έγινε

τρίτο πληθυντικό πρόσωπο

και τη μαζεύουν τα πρωινά

οι οδοκαθαριστές του δήμου

 

Έτσι που η αλητεία εξόκειλε

κι έμεινε μια τρύπια φόρμα

κι αυτός ο έντονος κνησμός

απ’ το ακρυλικό της ύφασμα

 

Έτσι που η στιγμή εξερράγη

χωρίς ο βιολιστής να ενδώσει

σε καμιά αλλοίωση του ήχου

κι έπεφταν σωρηδόν οι νότες

 

Έτσι που τέλος πάντων υπάρχω

αναπνέοντας μόνο με βελόνες

και τ’ αντικλείδια των ουρανών

σκούριασαν από την αχρησία

 

Είπα να γράψω αυτό το ποίημα

μα αλήθεια, ποιος το διαβάζει;

`

*

 

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΚΩΦΑΛΑΛΟΥ

 

Τη φτωχή μου φωνή

έχω πάψει να ακούω

ούτε μέσα στο ποίημα

ούτε στα εντευκτήρια

γράφω τώρα τελευταία

σε δεύτερο ενικό

κάτι σαν alter ego

κραυγές και βλαστήμιες

είναι που έχασα το τρένο

της αιώνιας αναχώρησης

και είπα μέσα μου

«έχω ψωμιά ακόμη

μέχρι το επόμενο»

 

Οραματίζομαι λοιπόν

εκείνη τη μέρα

που από μικρός αγνοώ

με γειτνίαση στο τίποτα

και βέβαια τη στιγμή

που θα «πρέπει»

να ορίσω τη συντέλεια

πάνω σε λευκό χαρτί

τα πιο δύσκολα, φίλε

δε θα τα πω δημοσίως

αντικλείδια της φωνής μου

θα βρεις στα χαλάσματα

και κυρίως στην ανυπαρξία

όσο για την υστεροφημία

μην τη ζορίζεις ακόμη

σε πέντε έξι τέρμινα

θα ξέρουμε αν υπάρχει

 

`

*

ΑΠΟΦΟΡΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

 

Μέσα στο ποινικό μου μητρώο

φωλιάζουν κάθε είδους πουλιά

ώσπου μια νύχτα τα είδα αθρόα

να σκάβουν στο χάος για νερό

 

Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πνιγώ

στο σκοτάδι της αναρρόφησης

ανακαλύπτω μια δεύτερη εκδοχή

να δοκιμάζεις να πετάς νεκρός

όταν η άνοιξη κλωτσά τις λέξεις

 

Κάποιες φορές νιώθω στα χέρια

τη διγλωσσία της γραφής μου

άλλα να λες την ώρα του τοκετού

κι άλλα την ώρα της αιμορραγίας

 

Οι στίχοι σε γεμίζουν με ρόζους

βγαίνεις το πρωί απ’ την εντατική

στην κορύφωση του δράματος

 

Με γερανό μεταφέρεται η θλίψη

φοβάμαι να τη χρεωθώ ολόκληρη

σας καλώ να βάλετε ένα χεράκι

να ξεμπλοκάρει λίγο το ποίημα