18.
Να σε συγκρίνω με μια μέρα τού καλοκαιριού;
Είσαι γλυκύτερος εσύ και πιο ισορροπημένος.
Ταράζουν άνεμοι σφοδροί τα ανθύλλια τού Μαγιού·
Μικρή είνʼ του θέρους η ζωή κι ο χρόνος μετρημένος.
Είναι φορές που τʼ ουρανού άγριο το μάτι καίει,
Αλλοτε η λάμψη του η χρυσή σβήνει απʼ τα μάγουλά του·
Κι όπως τυχαία κι άστατα πάντοτε η φύση ρέει,
Εκπίπτει κάθε τι όμορφο από την ομορφιά του.
Αλλά το αιώνιο θέρος σου ποτέ δε θα ξεφτίσει,
Την κατοχή τού κάλλους σου ποτέ σου δε θα χάσεις.
Ο Χάρος δε θα καυχηθεί στη σκιά του πως βαδίζεις,
Τον χρόνο μες σʼ αιώνιες γραμμές θα ξεπεράσεις.
Όσο μπορεί μάτι να δει και άνθρωπος να νιώσει,
Τόσο θα ζει και τούτο εδώ, ζωή για να σου δώσει.
20.
Με το ίδιο της το χέρι η Φύση σου ʽχει ζωγραφίσει
Γυναίκας όψη, αφέντη εσύ του πάθους μου κι αφέντρα.
Γυναίκας έχεις καρδιά αβρή που όμως δεν συνηθίζει
Νʼ αλλάζει και να στρέφεται σαν μια γυναίκα ψεύτρα.
Το βλέμμα σου είναι καθαρό, δεν κυνηγά εραστές
Χρυσώνει όποιο αντικείμενο τυχαίνει νʼ ατενίσεις.
Μορφή έχεις άνδρα, μα σου ανήκουν όλες οι μορφές,
Κλέβεις τα μάτια των ανδρών, γυναίκες καταπλήσσεις.
Κι όντως ξεκίνησε γυναίκα η Φύση να σε πλάσει,
Μα η δουλειά την έκανε τρελά να σε λατρεύσει,
Κι έτσι με μια προσθήκη της είπε να με γελάσει,
Κι αυτό το ένα πρόσθετο σ’ έχει για με αχρηστεύσει.
Μα αν για ηδονή των γυναικών σ’ έχει μ’ αυτό εξοπλίσει,
Δώσε μου την αγάπη σου κι άσε σ’ αυτές τη χρήση.
109.
Ω, την καρδιά μου ψεύτικη μην πεις κι ας μοιάζει λίγο,
Πως η απουσία τη φλόγα μου την έχει μετριάσει.
Τόσο εύκολα απ’ τον εαυτό μου εγώ μπορώ να φύγω
Όσο κι απ’ την ψυχή μου που στο στήθος σου φωλιάζει.
Σπίτι είσαι της αγάπης μου· πλανήθηκα και το ‘δες,
Όμοια με τον ταξιδευτή στην ώρα μου επιστρέφω.
Δεν μ’ άλλαξε το πέρασμα του χρόνου και οι μόδες,
Και τον λεκέ μου μόνος μου με δάκρυα καταβρέχω.
Στη φύση μου βασίλευσαν όλες οι ασωτίες
Που κάθε σάρκα πολιορκούν, εντούτοις βεβαιώσου,
Ποτέ σε τόσο άλογες δε θα ʽφτανα αμαρτίες
Νʼ αφήσω για το τίποτα το αμέτρητο καλό σου.
Τίποτα ονομάζω εγώ το άπειρο σύμπαν, αν
Δεν έχω εσένα ρόδο μου, που εντός του είσαι το παν.
116.
Τον γάμο των πιστών ψυχών αιτία μη μου δώσεις
Να εμποδίσω: Η αγάπη δεν ήταν αγάπη
Αν έσπευσε νʼ αλλοιωθεί στις πρώτες αλλοιώσεις,
Ή αν με την πρώτη εκτροπή αμέσως εξετράπη.
Ω, όχι! σημάδι στη στεριά είναι που δεν κουνιέται
Ακράδαντη κι ακλόνητη την τρικυμία ατενίζει
Είνʼ άστρο για την κάθε βάρκα που περιπλανιέται
Όλοι γνωρίζουν το ύψος της, αλλʼ όχι πόσο αξίζει.
Ο έρως δεν είνʼ τρελός του Χρόνου: μες στην επήρεια ας λειώνουν
Του στρογγυλού του δρεπανιού τα μάγουλα, τα χείλη.
Τον έρωτα ώρες και βδομάδες δεν τον αλλοιώνουν
Θʼ αντέξει μέχρι το στερνό του κόσμου μας το δείλι.
Αν είναι πλάνη όλʼ αυτά και κάποιος τʼ αποδείξει,
Ποτέ δεν έγραψα κι ουδείς έχει ποτέ αγαπήσει.
127.
Παλιά το μαύρο για όμορφο δεν το περνούσε ο κόσμος,
Δεν είχε τ’ όνομα του ωραίου. Τώρα πια όλοι ορίζουν
Το μαύρο να ν’ της ομορφιάς νόμιμος κληρονόμος,
Κι ότι γεννάει μπάσταρδα την ομορφιά όλοι βρίζουν,
Αφού όλοι χέρι απλώσαν πια στης Φύσης την ισχύ,
Και Τέχνης δάνεια ψέματα το άσχημο ομορφαίνουν,
Το κάλλος δεν έχει όνομα ούτε κλίνη ιερή,
Το βεβηλώνουν ή αλλιώς ζει περιφρονημένο.
Γιʼ αυτό και κορακόμαυρα τα μάτια έχει η κυρά μου,
Κι όμοια τα φρύδια της ντυμένα ίσως γιʼ αυτούς πενθούν
Που ωραίοι δε γεννήθηκαν και τους ωραίους κάνουν,
Την πλάση με υπόληψη ψευδή συκοφαντούν.
Μα τόσο ταιριαστά πενθούν, τόσο όμορφα πονάνε,
Που κάθε γλώσσα λέει: το κάλλος έτσι πρέπει νά ‘ναι.
128.
Συχνά, ω μουσική μου εσύ, μια μουσική όταν βγάζεις
Απʼ το μακάριο ξύλο αυτό και ο παλμός του φεύγει
Απʼ τα γλυκά σου δάχτυλα κι όταν αβρά προστάζεις
Την έγχορδη αρμονία του που το αφτί μου θέλγει,
Λέω πως ζηλεύω αυτά τα πλήκτρα που γοργά πηδούνε
Για νʼ ασπασθούν το χέρι σου, το τρυφερό του κοίλο.
Τα χείλη μου τέτοια σοδειά θα ʽπρεπε να τρυγούνε:
Στέκουν και κοκκινίζουνε με το θρασύ αυτό ξύλο.
Για να παιχθούν έτσι κι αυτά, αμέσως θʼ ανταλλάζανε
Με τα γοργά ξυλάκια σου κατάσταση και ύλη.
Πόσο γλυκά τα δάχτυλά σου τα περιδιαβάζουνε,
Κι ευφραίνουν ξύλα άψυχα, αντί τα ζώντα χείλη!
Μα αφού τʼ αυθάδη πλήκτρα σου είνʼ έτσι ευτυχισμένα,
Τα δάχτυλα δώσε σʼ αυτά, τα χείλη σου σʼ εμένα.
147.
Η αγάπη μου σαν πυρετός είναι που όλο ποθεί
Αυτό που την αρρώστια της θάλπει και παρατείνει,
Τροφοδοτώντας το κακό μʼ ό,τι το διατηρεί,
Και την στρεβλή μου όρεξη που μια ζητά μια φθίνει.
Κι ο νους μου, του έρωτα γιατρός, φρικτά εξοργισμένος
Που δεν τηρώ τις συνταγές, μακριά μου έχει τρέξει.
Κι εγώ το παραδέχομαι πλέον απελπισμένος:
Χάρος ο πόθος· κι η ιατρική τον έχει απαγορεύσει.
Ετσι αφού ο Νους αδιαφορεί, ανίατος έχω γίνει,
Και σαν παράφρων μαίνομαι· ποτέ δεν ησυχάζω.
Σαν του τρελού είνʼ τα λόγια μου, η σκέψη μου μʼ αφήνει·
Μακριά από την αλήθεια πλανιέται ό,τι εκφράζω.
Γιατί σʼ ορκίστηκα όμορφη, σε σκέφτηκα λαμπρή,
Και μαύρη είσαι σα κόλαση· σαν νύχτα σκοτεινή.
154.
Κοιμόταν κάποτε ο μικρός του έρωτα θεός,
Ο καρδιοκαύτης του πυρσός στο πλάι ακουμπισμένος.
Νύμφες που όρκος αγνότητας τις δένει ιερός,
Κοντά του αλαφροπάτησαν· κι η πιο ωραία παρθένος
Στο χέρι της τ’ ανέγγιχτο το πυρ αυτό σηκώνει,
Που λεγεώνες καρδιών πιστών έχει φλογίσει.
Για δες, κοιμάται ο στρατηγός που πόθους ξεσηκώνει,
Και χέρι, ναι, παρθενικό τον έχει αφοπλίσει.
Η νύμφη σβήνει τον πυρσό σε δροσερό πηγάδι,
Κι αυτό απʼ του έρωτα το πυρ παίρνει αιώνια ζέση
Και γίνεται υγείας λουτρό που θεραπείες μοιράζει.
Πήγα κι εγώ που δούλο της, αχ, η κυρά μου μʼ έχει,
Και να τι βρήκα: ναι, ο έρως το νερό φλογίζει,
Μα το νερό τον έρωτα ποτέ δεν τον δροσίζει.
Μια πραγματικά γενναία δουλειά την οποία συμπληρώνει και μια εξαιρετική εισαγωγή. Πολλά συγχαρητήρια.
Καλοτάξιδο! Εκ προοιμίου πολύ δύσκολη προσπάθεια. Είναι ποιητικά κείμενα που μέσα στη δομή τους ‘κρύβεται’ (μερικές φορές) περισσότερη μαγεία από όση είναι δυνατόν να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα.