ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ορκίζω τους προγόνους μου
όσους δάκρυσαν εδώ και σκέφτηκαν
τους απογόνους μου ορκίζω
όσους θα ʼρχονται στους μέλλοντες στο κατόπι μου
καλώ τη θάλασσα που ταξίδεψαν
και τα κύματα που τους έδειραν
τα βουνά που αγρίεψαν
και τα γνέφια που τους κατέτρεξαν
παρακαλώ των θεών τʼ άγρια όνειρα
και των αγίων τα ωχρά φωτοστέφανα
της μάνας μου τα αίματα που πρώτα κολύμπησα
φωνάζω και τον αέρα που ανέπνευσα
και τον φώναξαν αντίκρυ στο θάνατο
μη με ξεχνάτε
και μη μʼ αφήνετε άμα βουλιάζω να σας ξεχνώ.

`

*

ΜΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΑ

Βγαίνω απʼ τη θάλασσα, είκοσι χρονών.
Η θάλασσα στάζει από πάνω μου στην άμμο.
Στην άμμο αφυδατώνομαι γρήγορα
ζαρώνω εξήντα χρόνια.

Μια πασχαλίτσα κάθεται στο χέρι μου πάνω.
Θαυμάζω το κόκκινο,
τα στίγματά της μετρώ ως το εφτά,
δέκα χρονών.
Απομακρύνεται και δεν μπορώ να τη δω.
Απομακρύνεται εβδομήντα χρόνια.

Γηροκομώ τʼ άκοπα γένια μου,
τʼ άκοπα νύχια μου στρέφονται
κατά του εαυτού μου.
Η πασχαλίτσα παραπαίει στο τζάμι μου.

`

*

ΠΑΛΙΑ ΚΟΥΒΕΡΤΑ

Παγωμένο κι απέριττο τοπίο η πόλη.
Σήμερα θʼ ακούσουμε κάποια νέα
σκληρά και αναγκαία μέτρα.
Ο μαύρος γάτος μου που ρεμβάζει
και το χιόνι που πέφτει, αντίθεση ωραία.
Ο κύριος υπουργός κομπάζει
του κόμματος που παραπαίει πως
πριν το χαρίσει, τελευταίος του αυτός
θα γίνει ο πιο σπουδαίος αρχηγός.
Στο δρόμο τα όνειρά μου σήμερα εμένα
στέγη μου μια βρόμικη, παλιά κουβέρτα.

Πώς νʼ αρνηθώ να σηκωθώ να πιάσω
του φεγγαριού τʼ ασημένια χέρια
ένα σκίρτημα και τʼ αγκαλιάζω
στο βρώμικο νερόλακκο επάνω
στροβιλίζεται μαζί μου μες στʼ αστέρια.

Πώς να κρύψω του φεγγαριού
στα μάτια μου την ασημένια μοναξιά
το χαμόγελό του το σιωπηλό
στο ʼνα χέρι την κουβέρτα μου κουρέλι
στʼ άλλο τη ζωή μου που σκορπάει
κι όλη πάει σαν του δρόμου τη σκόνη
σαν τʼ άπλυτά μου τα όνειρα
τη μουσκεμένη μου την καλή νύχτα
σʼ ασημένια χέρια που ξεψυχάει.

`

*

ΠΑΙΔΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Όταν ήμουν παιδί ήταν τα παιδιά πολλά
κι οι μάνες χαμόγελα στου ήλιου το κατώφλι
όνειρα φτιαγμένα γρήγορα, αυλές και δρόμοι
ήταν ο κόσμος ψωμί με τα χέρια ζυμωμένο
ψυχή χορτάτη και μάτια πεινασμένα
μʼ όλα του κόσμου τα γιατί και πώς.

τον έρωτα τον πρώτο στα χώματα πεσμένο
με ματωμένα γόνατα κι αχτένιστα μαλλιά
τον ξέχασα εκεί, τον πήρανε τα χρόνια
τον θάψανε με τραγούδια παιδικά κι ύστερα
βάλανε τα χέρια τους στις τσέπες, σκύψανε
τα μάτια χαμηλά και γέρασαν όλα τα παιδιά.

`

*

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

Μια ωραία λεπτομέρεια
φευγαλέα απʼ το παρελθόν
που φτερούγιζε στον κήπο
κάθισε στο χέρι μου για λίγο κι είπε
φτερουγίζω εδώ γύρω
για να κρατάω ζωντανό τον κήπο
για να επιστρέφεις στο παιδί που ήσουν
έρχομαι και σε βρίσκω
κάθε φορά που πας να μαραθείς.
Είπε και πέταξε μακριά.


`

*

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Όταν έρθει ο χειμώνας
πέφτει κάτω και ψοφά
κι όταν έρθει καλοκαίρι
ζωντανεύει και πετά.

Μια φρικαλέα πεταλούδα
άλλαξε των στίχων τη σειρά
και μας κορόιδεψε
όταν ήμαστε μικρά παιδιά.

Μια φρικαλέα πεταλούδα
αδίκως και παράωρα
ματοκύλισε μικρά παιδιά
για τα γαλάζια της φτερά.

Πότε τʼ απομυζά ένα – ένα
πότε τʼ αφήνει και πετά
προδομένα ξυπόλητα
και στα κλάματα πνιγμένα.

`

*

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

Τʼ άνθη δεν έχουν πατρίδα τους τον κήπο
κι ο κήπος πλούτο του δεν έχει τʼ άνθη
ανθούν μαραίνονται, μια σκέτη φλυαρία
τον ίδιο τους τον τάφο ανθοστολίζουν.

Τʼ άνθη έχουν πατρίδα τους το φως
το φως πλουτίζει κήπους νηστικούς
στʼ αρώματα ζαλίζεται κι αποκοιμιέται
όποιος δεν ζητιάνεψε παιδί περαστικούς.

Τʼ άνθη δεν έχουν αξία αισθητική καμία
μόνη αξία να σηκωθούν να σκύψουν
στʼ αρώματα ματώνει και ξεχνιέται
όποιος αρνήθηκε παιδί να τον μαδήσουν.

Ο κήπος δεν είναι όμορφα μοιρασμένη γη
κι η γη σκηνή δεν είναι του έργου της ζωής
ανεβοκατεβαίνουν παραστάσεις, μια ανοησία
ψεύτικες πεταλούδες σε παγίδες τριγυρίζουν.

`

*

ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ

Οι μνηστήρες είναι απόκοτοι
και μόνοι κι απελπισμένοι
όσους κι αν σκότωσε, έρχονται άλλοι, νέοι,
απροσκάλεστοι και γεμίζουν τη σάλα
με φωνές και καυγάδες,
γιατί μπορεί να είναι στο σπίτι ο Οδυσσέας
μα το τόξο του το χαράμισε
απʼ τον καιρό της Τροίας.

Oι μνηστήρες δεν μαζεύονται εδώ
για τη γυναίκα του και την πατρίδα του
δεν είναι η καλοπέραση, ο ξένος πλούτος,
το ξέρει ο Οδυσσέας
πως έρχονται από συνήθεια δική του
πως είναι η απουσία της πατρίδας του
αυτή που οδήγησε τη ζωή του όλη
αφού κι αυτός μνηστήρας έγινε της Τροίας.

`

*

ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ

Στο μακρύ ταξίδι του Οδυσσέα
αφανίστηκαν οι σύντροφοί του
όλοι από δικό τους κρίμα
βάρη περιττά καράβια βιαστικά
στον κάτω Κόσμο ο πιο νέος μόνο
ζητιάνεψε του κορμιού του μια κηδεία
κι ένα κουπί στον τάφο του σημάδι
τόσοι σύντροφοι που χάθηκαν
στην ανωνυμία για έναν «κανένα».

`

*

ΘΕΕ ΜΟΥ

Κι αν αφήσεις τα σχοινιά
που με κρατάνε όρθιο
θα σωριαστώ.
Κι αν τα τινάξεις μια
θα σπάσω σε κομμάτια.
Κι αν μπορούσα, αιφνίδια,
να κόψω τα σχοινιά
θα γκρεμιζόσουν εσύ
χίλια κομμάτια. Θεέ μου!

`

*

ΛΟΓΙΑ ΛΟΓΙΑ

Κατρακυλάω με φούρια
άχαρα, από νόημα σε νόημα,
μακριά από τον εαυτό μου
κατρακυλάω με λόγια σε σιωπές.

Καλημέρες, καληνύχτες,
καλομήνες και καληχρονιές,
ήλιοι και βροχές, λόγια, λόγια
φλύαρα, ανώφελα και σοφά,
όλα αρεστά κι όλα θαυμαστά,
έτσι τρίζει, τσουλάει και φεύγει
και πάει η τσούλα η ζωή.

`

*

ΕΝΑΣ ΚΑΝΕΝΑΣ

Μόνοι πηγαίνουμε στο διηνεκές
μέθυσοι δίπλα σε τυφλούς και
φοβισμένοι φωνάζουμε κάτι ψιθύρους
ο καθένας μας ένας κανένας
κι ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο
να του κάψουμε το ένα μάτι έστω.

Μόνοι πηγαίνουμε του νόστου συμφορές
ένας δίπλα σʼ άλλον και
μόνοι επιστρέφουμε ολοένα
στα σπίτια που μας πήρανε
στα σπίτια μας που στέκονται χωρίς εμάς
μνήματα τυφλά στη μέθη αποσταμένα.

Μόνοι πηγαίνουμε στην παιδική μας ηλικία
άστεγα σώματα κι έργα
ένα γύρω μισογκρεμισμένα, μνήμες
λίγο μάνα λίγο πατρίδα, ερείπια
παιδιά με μάτια κουρασμένα, ψεύτικα δόντια
καταπίνουμε το κακό με λίγο κολλαγόνο.

`

*********************************************************

Βιογραφικό

Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1965 στην Αλεξανδρούπολη. Είναι εκπαιδευτικός με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημιουργική γραφή και υποψήφιος διδάκτορας του ΜΠΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από το 1989 και δημιουργική γραφή από το 2009. Συντάχτηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» για μια δεκαετία, έως το 2005, απʼ όπου παρουσίαζε κυρίως ποιητές. Το ίδιο έκανε και στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών. Το μυθιστόρημα του, Ερώτων και Αοράτων διακρίθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (νυν «Αναγνώστης») το 2008. Κείμενά του υπάρχουν σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.