
Η επέτειος ενός «Τρελού»
Περπατούσε μέρα και νύχτα στους δρόμους της πόλης σαν αερικό. Στο ένα χέρι ένα ποτήρι μπίρα και στο άλλο ένα ατελείωτο τσιγάρο. Γελούσε και κουβέντιαζε με σκιές. Έβριζε την μοίρα του και κοιμόταν όπου έβρισκε. Το καλοκαίρι σε παγκάκια κάτω από δέντρα και το χειμώνα σε εισόδους πολυκατοικιών. Είχε σπίτι. Το πατρικό του, αλλά σπάνια πήγαινε. Άντε για κανένα μπάνιο. Ίσως σε κάποια μεγάλη επέτειο, όπως έλεγε. Δίπλα του σε κάθε βήμα υπήρχαν σκυλιά. Άλλοτε γάτες. Μερικές φορές κρατούσε ποντίκια. Τα μεγάλωνε μέσα στις μεγάλες και βαθιές τσέπες του σκισμένου και λιγδιασμένου σακακιού του. Σόκαρε. Του άρεσε να προκαλεί τον φόβο στους νοικοκυραίους. Στους «καθώς πρέπει» πολίτες, που σέβονταν τους νόμους και κυρίως ήταν «εχέφρονες». Ενώ εκείνος για όλους ήταν ο «τρελός» της γειτονιάς.
Εγώ τον γνώρισα στο καφενείο. Καθόταν όπως πάντα μόνος. Βυθισμένος στις σκέψεις. Στο δεξί του χέρι ένα ποτήρι αλκοόλ. Στο αριστερό ένα τσιγάρο το οποίο δεν έσβηνε ποτέ. Λες και είχε τάμα την καταστροφή του. Έπαιρνε τη μπίρα στο χέρι και πηγαινοερχόταν με βιαστικά βήματα μες στο μαγαζί. Καμιά φορά, άμα αισθανόταν πιο καλά έπαιζε κανένα τάβλι. Γελούσε με την ψυχή του. Εάν κέρδιζε την παρτίδα, ένιωθε σπουδαίος και καυχιόταν για τις επιδόσεις του.
Λένε ότι όλα ξεκίνησαν όταν ήταν έφηβος. Τότε χάθηκε στους λαβυρίνθους του μυαλού του. Άρχισε να μιλάει με σκιές. Να ακούει φωνές. Φανταζόταν σκηνές που προβάλλονται κάθε αργά στο βουβό σινεμά του πόνου του. Παρ’ όλα αυτά ήταν ειρηνικός και άκακος. Ήσυχος και αθόρυβος. Μιλούσε και χαμογελούσε σε όλους. Όταν τον χαιρετούσες άνθιζε το πρόσωπό του. Μονάχα με ορισμένους ήταν κάπως επιφυλακτικός και απόμακρος. Ένιωθε με ένα δικό του τρόπο την σκληρότητα που έκρυβαν.
–Αυτούς να τους προσέχετε, συμβούλευε τους θαμώνες του καφενείου. Είναι κακοί άνθρωποι. Κάτω από την γραβάτα υπάρχει βρωμιά. Μυρίζει η καρδιά τους πονηριά.
Παρ’ όλα τα προβλήματα του, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να πλάθει όνειρα. Να κοιμάται στην αγκαλιά της προσωπικής του ελπίδας. Να πίνει πρωινό με πρόσωπα της φαντασίας του και να κοιμάται στις γλυκιές αγκαλιές των ονείρων του.
Αυτοί τουλάχιστον νοιάζονται για κείνον. Τον γλυκοχαιρετούσαν και τον πρόσεχαν. Και ας μην υπήρχαν. Οι άλλοι, οι «κανονικοί», τον κυνηγούσαν. Κρυφά τον λοιδορούσαν. Κι αυτά τα βλέμματά τους, πόσο πολύ τον τυραννούσαν. Γεμάτα οίκτο και λύπηση. Απόρριψη και περιφρόνηση που κόβει σαν τζάμι. Γι’ αυτό και δεν τους κοιτούσε στα μάτια. Σχεδόν καθόλου. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και μετρούσε τα βήματά του στα σοκάκια των μονολόγων του. Λες και περίμενε ν’ αλλάξει ο δρόμος της ζωής του.
Ένα βράδυ τον κέρασα μια μπίρα. Την δέχτηκε με χαμόγελο. Έστρεψε το πρόσωπό του και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, σπάνιο φαινόμενο για εκείνον. Λες και ήθελε να μου κάνει κάποια μεγάλη δήλωση. Μια σπουδαία ανακοίνωση.
– Φίλε, αύριο έχω επέτειο.
– Τι επέτειο, βρε ; του απάντησα με απορία. Μήπως εννοείς γενέθλια;
– Όχι. Επέτειο. Ξέρω τι σου λέω. Σαν αύριο της Σταυροπροσκύνησης γεννήθηκα. Ήταν η μέρα που ήρθα στην ζωή. Κανείς δεν χάρηκε. Κανείς δεν γέλασε. Ήταν όλοι τους βουβοί και τρομαγμένοι.
– Πού το ξέρεις, ρε; Γιατί το λες;
– Ναι, ξέρω τι σου λέω. Κανείς δεν χάρηκε. Μου το είπε ο μεγάλος μου αδελφός.
Δεν ήθελαν άλλο παιδί και εγώ τούς έτυχα. Από τύχη γεννήθηκα. Θύμωσαν μαζί μου. Ντρεπόντουσαν για μένα. Δεν με ήθελαν. Η μάνα ντρεπόταν να με θηλάσει. Πήρε φάρμακα για να σταματήσει τον θηλασμό. «Σε τέτοια ηλικία να δείχνω τα στήθη μου; Ντροπής είναι». Σε αυτό συμφωνούσε και η γιαγιά μου. Η μάνα του πατέρα μου. Δύστροπη και σκληρή γυναίκα. Έζησε σε εποχές όπου το κορίτσι θεωρούταν κατάρα για μια οικογένεια. Η δε ζωή
της γυναίκας σκέτη κόλαση. Υποταγή, υποτέλεια, βία και περιθώριο. Λίγο καλύτερα από τα ζώα της φαμίλιας. Έτσι η γιαγιά μισούσε την ζωή. Οτιδήποτε είχε σχέση με την χαρά της ζωής. Δεν έζησε αυτή, δεν χάρηκε, κανείς να μην χαρεί. Αυτό ήταν το κρυφό της δόγμα. Έλεγε και ξανάλεγε στη μάνα μου, «Τι το θέλατε το παιδί σε τέτοια ηλικία; Να σας κοροϊδεύει ο κόσμος ότι δεν μπορείτε να κάνετε καλά τις ορμές σας; Ρεζίλι γίναμε σε όλο το χωριό».
Προσπάθησαν να με ρίξουν πολλές φορές. Τι μπουνιές έδινε ο πατέρας στην κοιλιά της μάνας, τι βίαιες και κουραστικές δουλειές τίποτα. Δεν έλεγα να το κουνήσω. Μέσα εκεί, γραπωμένος από την ζωή. Λένε οι παλιοί ότι άμα είναι να παιδευτείς, θα παιδευτείς. Δεν την γλυτώνεις. Και εγώ, φίλε μου, παιδεύομαι από την πρώτη ανάσα ζωής.
Κατάλαβες τώρα γιατί σού λέω ότι δεν με ήθελες κανείς; Αυτό το βασανιστικό ερώτημα στοίχειωσε μέσα στην ύπαρξή μου. Ξημερώνει, βραδιάζει και εγώ διερωτώμαι, «Με θέλεις κανείς;». Μόλις τελείωσε την φράση αυτή πετάχτηκε πάνω λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
– Άντε, καληνύχτα. Ευχαριστώ για την μπίρα.
Μέχρι να σηκωθώ είχε χαθεί τρέχοντας στα παρακάτω στενά γύρω από το καφενείο. Είχε τους δικούς του ρυθμούς, τα δικά του όρια και πάνω από όλα τον δικό του κόσμο που δεν χωρούσαν καθωσπρεπισμοί. Όλα ήταν ελεύθερα, αυθεντικά.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τα παιδιά, τους παππούδες και τα αδέσποτα ζώα. Όλους τούς αδύναμους. Ένιωθε ότι συγγένευαν μαζί του. Μια σχέση πέρα από το μυαλό και την λογική έρεε μέσα του με αυτές τις υπάρξεις. Το πατρικό του σπίτι το είχε γεμίσει σκύλους και γάτες. Χελώνες, μικρές κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Περνούσε, τα τάιζε και έπειτα χανόταν και πάλι στους δρόμους. Είχε συμφιλιωθεί απόλυτα μαζί τους. Ο κόσμος της λογικής τον είχε απορρίψει. Ο κόσμος όμως της «αλόγου» φύσεως τον είχε αγαπήσει και εντάξει απόλυτα στην κοινωνία του.
Τα βράδια, έπαιρνε κάποιο από τα σκυλιά του σπιτιού και κατέβαινε σε φτωχογειτονιές της πόλης. Όπου έβρισκε μια γριά ή ένα γέρο μόνο του βουτηγμένο στην μοναξιά, τον αγκάλιαζε, του έκανε αστεία και καθόταν για παρέα. Έπαιρνε μπίρες από το περίπτερο και κουβέντιαζε με τις ώρες μαζί τους. Έλεγε ότι, επειδή ένιωθαν τελειωμένοι, ήταν ωραίοι. Η σωματική αδυναμία άνθιζε μια δύναμη στην ψυχή τους. Του άρεσε η παρέα τους.
– Να σου κάνω, παιδί μου, ένα καφεδάκι;
– Όχι, ρε θεία, τι να τον κάνω τον καφέ; Ο καφές είναι για κείνους που θέλουν να θυμούνται. Εγώ προτιμώ να ξεχνώ. Να μην σκέφτομαι. Να ησυχάζει ο νους μου. Έτσι η μπιρίτσα κάνει καλύτερη δουλειά. Με ζαλίζει. Θολώνει το μυαλό και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Με νιώθεις;
Οι γερόντοι έγνεφαν συγκαταβατικά κι ας μην καταλάβαιναν τίποτα απολύτως. Η ουσία γι’ αυτούς ήταν ότι είχαν μια παρέα. Έναν άνθρωπο να πουν μια κουβέντα. Για τα περασμένα μεγαλεία τους, τους άνδρες που τις τυραννούσαν, για τα παιδιά τους που έλειπαν στα ξένα. Οι περισσότεροι για την εγκατάλειψη που ένιωθαν.
Εκείνος τούς άκουγε. Δεν μαρτυρούσε τα μυστικά τους και το κυριότερο δεν απέρριπτε κανένα. Αντιθέτως τους έδινε με τον δικό του τρόπο δύναμη.
– Έλα, μωρέ θεία. Όλοι λίγο πολύ σταυρωμένοι είμαστε σε αυτό τον ντουνιά. Κάθε σπίτι και καημός. Κάθε άνθρωπος και βάσανα. Είδες εσύ κανένα να μην κουβαλάει σταυρό; Δες και εμένα που είμαι ένα ρεμάλι. Κανείς δε με υπολογίζει. Όλοι με λυπούνται και με φωνάζουν, «τρελό», «κακομοίρη», «άχρηστο». Εντάξει όμως. Ζω και εγώ. Αντέχω. Έφτιαξα τον δικό μου κόσμο και είμαι πρίγκιπας.
Αύριο ξημέρωνε της Σταυροπροσκύνησης. Γιόρταζε. Σκέφτηκε να πάει σπίτι. Να κάνει κανένα μπάνιο. Να αλλάξει τα ρούχα που φορούσε σχεδόν έξι μήνες. Οι γείτονες
του άφηναν στην πόρτα κανένα ρουχαλάκι. Καλά ήταν. Φορεμένα, αλλά καθαρά και σιδερωμένα. Σκέφτηκε ότι είχε να πάει πολύ καιρό στην εκκλησία. Του είχε λείψει. Δεν μπορούσε να παραμείνει πολλή ώρα μέσα στο ναό, μια και δεν ησύχαζε το βήμα του, αλλά
ωστόσο θα άναβε το κερί του και θα έκανε τον Σταυρό του.
Πήγε σπίτι. Πλύθηκε. Έβαλε τα καθαρά ρούχα και κατέβηκε στην εκκλησία. Είχε αρκετό κόσμο. Άναψε κερί και σταμάτησε δίπλα σε ένα παιδί. Εκεί αναπαυόταν. Ένιωθε πιο οικεία. Τους ενήλικες δεν τους εμπιστευόταν.Κάθισε κατάχαμα. Δεν ήθελε τις καρέκλες. Άλλωστε ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να μείνει πολύ. Θα τον έπιανε πάλι αυτή η νευρικότητα. Η τρεχάλα.
Η λειτουργία ήταν υπέροχη. Ένιωθε πολύ όμορφα. Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ που ξέχασε τα τρελά βήματά του. Είχε ειρηνεύσει η ψυχή και το σώμα του. Μια γλυκιά υπερκόσμια ηδονή έρεε μέσα στο είναι του. Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια θαλπωρή. Τέτοιο δυνατό, ζεστό και όμορφο συναίσθημα. Λες και κάποιος τον αγαπούσε. Λες και κάποια τον κρατούσε αγκαλιά.
Αισθάνθηκε έναν γλυκό ύπνο να ξελογιάζει τα μάτια του. Έγειρε το κορμί του στο πάτωμα. Ξάπλωσε. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και μάζεψε τα πόδια του στην κοιλιά του. Έγινε ένα κουβαράκι. Σαν μικρό παιδί.
Μερικοί γέλασαν. Άλλοι πάλι εκνευρίστηκαν με την ασέβειά του. Τι στάση ήταν αυτή μέσα στο ναό και μάλιστα εν ώρα Λειτουργίας; Άσχημα πράγματα Μερικοί είπαν να τον ξυπνήσουν. Να τον σκουντήξουν. Ορισμένοι όμως που τον αγαπούσαν τούς εμπόδισαν.
– Αφήστε τον. Δεν ενοχλεί κανένα.
Εκείνος έδειχνε τόσο ευτυχισμένος. Τόσο χαρούμενος και γαλήνιος. Λουσμένος στο φώς. Έφεγγε μακαριότητα, που έλειπε από όλους τους επικριτές του και ας μιλούσαν με τόσο «σεβασμό» και θρησκευτικό στόμφο για τα τελούμενα μυστήρια. Εκείνος είχε την Χάρη και αυτοί τον νόμο.
Η λειτουργία τελείωσε. Ο Σταυρός ήταν πλέον στην μέση του ναού. Στολισμένος με άνθη που μοσχοβολούσαν ελπίδα. Οι πιστοί είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους, σχηματίζοντας ουρές για το αντίδωρο. Αυτός δεν έλεγε να ξυπνήσει. Στην ίδια θέση γαλήνιος. Στην ίδια στάση ακίνητος και φωτεινός. Ο παπα Χρήστος είπε να φωνάξουν τους επιτρόπους.
– Καλά δε βλέπετε το παλικάρι: Ξυπνήστε τον να πάρει κι αυτός αντίδωρο. Να πάει σπίτι του.
– Σήκω, νεαρέ. Ξύπνα. Τελειώσαμε, είναι ώρα να πηγαίνεις.
Εκείνος όμως είχε μόλις αρχίσει. Στο ναό είχε μείνει μονάχα το σώμα του. Η ψυχή του ταξίδευε.
Στην εξόδιο ακολουθία ο ναός γέμισε από παιδιά και γέρους. Στην αυλή, μπροστά στην πόρτα, είχαν παραταχθεί σκύλοι και γάτες. Λες και κάποιος μυστικά τούς είχε ειδοποιήσει. Οι αγαπημένες του γιαγιάδες ξαγρύπνησαν δίπλα στο λείψανο του γλυκού «τρελού» τους. Όλοι οι «ανώνυμοι» ήταν εκεί.
Τον έθαψαν όπως τον βρήκαν. Σε στάση εμβρύου.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Πρόκειται για δεκαοκτώ διηγήματα. Δεκαοκτώ αυτοτελής ιστορίες από την ζωή και για την ζωή. Τα κείμενα δεν είναι αυτοβιογραφικά, παρά μονάχα από ένα. Ωστόσο όλα έχουν αφορμές και πυρήνα έμπνευσης αληθινά περιστατικά.
Κυρίαρχο αίτημα των διηγημάτων είναι η επαφή με την ζωή. Την ζωή όχι ως μια απλή επιβίωση, αλλά την ζωή ως έκταση και θαύμα.
Το ζητούμενο αυτού του βιβλίο είναι η ανακάλυψη της ζωής ως δώρο. Δυστυχώς ο πολιτισμός μέσα στο οποίο ζούμε μας θέλει δυστυχισμένους. Μας εκπαιδεύει από μικρά παιδιά για την δυστυχία. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να νιώθουμε ένοχοι στην χαρά. Όλη η κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην όποια γεννιόμαστε και αναπτυσσόμαστε, μας εκπαιδεύει ότι εάν θέλουμε να μας δώσουν σημασία, οι γονείς, οι δάσκαλοι ,η γυναίκα μας ή τα παιδιά μας, το κράτος και οι υπηρεσίες, θα πρέπει να είμαστε δυστυχισμένοι, μίζεροι και κακόμοιροι. Αυτό είναι ένα θέατρο, ένα παιγνίδι που συνειδητά ή ασυνείδητα παίζουμε όλοι στην ζωή μας.
Οι ήρωες όμως αυτού του βιβλίου, δεν είναι μίζεροι. Ούτε κακόμοιροι και δυστυχισμένοι. Δεν χρησιμοποιούν τον πόνο και τα βάσανα τους, ως άλλοθι.
Αναλαμβάνουν τις ευθύνες της ζωής τους. Παλεύουν για την πραγμάτωση των προσωπικών τους ονείρων. Δίνουν μάχες για την ατομική τους αξιοπρέπεια και ιδιαιτερότητα. Έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τους κοινωνικούς ρόλους, τους νόμους, την άνευρη ηθική και διεκδικούν το δώρο της στιγμής, το δώρο της ζωής.
Δεν μεταθέτουν την ζωή στην μεταφυσική αλλά στο εδώ και τώρα. Γνωρίζουν ότι εάν εδώ δεν είμαστε καλά, πουθενά αλλού όπως και αν ονομάσουμε αυτόν τον χώρο δεν θα είμαστε καλά. Ο παράδεισος για τους ήρωες του βιβλίου είναι ένας γλυκός καρπός όχι μεταφυσικός, αλλά υπαρκτός στο τώρα της ζωής.
Μια ζωή που αφήνει γλυκιά γεύση και απαλά αποτυπώματα στην ύπαρξης μας, συνεχίζει και μετά θάνατο να λαμπρύνει την ψυχή μας.
Η ομορφιά αυτής της ζωής ανακαλύπτεται από τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων στα απλά και καθημερινά. Η ευτυχία είναι απλή, αλλά δεν μας έμαθαν την τέχνη να την ζούμε. Η ευτυχία κρύβεται μέσα στο πρωινό καφέ, σε ένα περίπατο με συνείδηση. Στην συντροφιά ενός ανθρώπου. Στο βλέμμα ενός παιδιού, στην συνάντηση με τον Θεό, τους ανθρώπους, την φύση. Έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης «Η ευτυχία είναι απλή και λιτοδίαιτη – ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας…»
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, προσπαθούν να βιώσουν την σχέση τους με τον Θεό και τον έρωτα μακριά από ενοχές, τύψεις, ψυχολογισμούς και νομικισμούς, ελεύθερα και αγαπητικά. Κυνηγάνε την ζωή που φεύγει μέσα από τα χέρια τους σκορπισμένη και δωρισμένη σε ένα σύστημα που είναι εναντίον του ανθρώπου.
Ανακαλύπτουν την χαμένη αθωότητα και παρθενικότητα τους στο παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας, αλλά το οποίο πρώιμα και βίαια φιμώσαμε. Του πάψαμε το δικαίωμα να επιθυμεί, δεν του μάθαμε τον τρόπο να πραγματώνει τα όνειρα του.
Κυρίως οι ήρωες των διηγημάτων δρουν πέρα από την συμβατικότητα που μυρίζει θάνατο. Συναντιούνται πρόσωπο με πρόσωπο όπως ελπίζω να πράξετε και όσοι διαβάσετε αυτά τα διηγήματα με το ψέμα και την αλήθεια της ζωής.
Καλημέρα, πάτερ Λίβυε, μου ανοίγετε την ημέρα. Ευχαριστώ με το διήγημα. Πάντως εγώ στον τίτλο της συλλογής διηγημάτων, θα έθετα αναφορά στον Ιάπωνα. Και πάλι καλημέρα σας.
“Τον έθαψαν όπως τον βρήκαν. Σε στάση εμβρύου”.
“Ο Κινέζος”: το υπόβαθρο του παγκόσμιου καταναλωτισμού !
“Η μοναξιά”: μοιραία ή όχι , αναγκαία ή όχι , καταθλιπτική ή όχι
ανάλογη προς το άτομο που την βιώνει !!
“Θεός” ( απʼ το γλωσσάρι μου ) :
ΘΕΟΣ: Η μοναδική λέξη με διαφορά σημαίνοντος και σημαινόμενου .
ΘΕΟΣ: Η λέξη με την μεγαλύτερη αμφισημία.
ΘΕΟΣ : Όλα τα αναπάντητα ερωτήματα των ανθρώπων.
ΘΕΟΣ : Η πλέον ταλαιπωρημένη έννοια
ΘΕΟΣ : Αντισηπτικό συνειδήσεων
ΘΕΟΣ: ( για τον γράφοντα) Άγνωστη έννοια .Αυτό που δεν θα
αισθανθώ ποτέ . Αυτό που δεν θα κατανοήσω ποτέ . Αυτό που
δεν θα δοξάσω ποτέ.
ΘΕΟΣ: Η έννοια που κατασκεύασε ο άνθρωπος , ούτως ώστε
να έχει κάτι να δοξάζει για το υπέρφορτο πεπτικό σύστημά του
κατʼ αρχάς , και όποιας απόλαυσης στη συνέχεια .
ΘΕΟΣ: Υλικό με το οποίο ο άνθρωπος γεμίζει το χαοτικό κενό
της ύπαρξής του .
ΘΕΟΣ: αυτό που οσμώνει την ζωή
Τώρα το κατά πόσο η ζωή είναι δώρο , θέλει μεγάλη συζήτηση και αυτό
δεν είναι το αντικείμενο αυτής της ιστοσελίδας
@ Τυρταίο, απ΄το αναρτηθέν κείμενο: “Όλοι λίγο πολύ σταυρωμένοι είμαστε σε αυτό τον ντουνιά”.
Γεια και χαρά σου κύριε Μίχο με το “El Fuego y La palabra”!. Μόνο, που ως Έλληνες, πιστεύουμε και δε θρησκολογούμε σ΄έναν ύμνο που λέγεται: Τη Υπερμάχω!
Πατέρα Χαράλαμπε, καλή η προσπάθειά σας, αν και τέτοια μυστήρια, όπως αυτά που θέλετε να μεταδώσετε (είναι φανερό ότι έχετε προσωπική θεοπτική εμπειρία), είναι άρρητα.
Ανήκουν στα ἄρρητα εκείνα ῥήματα ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Πώς να περιγραφεί λεκτικά η θεία αυτή ηδονή;
Και δυστυχώς λίγοι, ελάχιστοι εκλεκτοί έχουν τη δύναμη (πίστη=δύναμη, απιστία=αδυναμία) να συμπορευτούν με τέτοιες εμπειρίες.
Η λογοτεχνική φλόγα είθε να καίει πάντοτε εντός σας, μα περισσότερο να σας ζεσταίνει η πνευματική.
Καλή συνέχεια.
Κώστα συμφωνώ με την υπόμνηση σου
και δες πως την αποδέχομαι :
Παρακαταθήκη
[…]Τα χέρια μας τα ρόζιασες , τα μάτωσες ζωή
όμως δε φοβηθήκαμε , αγώνες , βιοπάλη !
Το Γολγοθά ανεβήκαμε , σαν άλλοι εμείς Χριστοί
με δυό σταυρούς στην πλάτη μας κι αγκάθια στο κεφάλι .
Και κάτι ακόμα , για όλους εμάς τους αδύναμους
να συμπορευτούμε με τα άρρητα ρήματα…………..!!
Όση αντίληψη και συνείδηση διαθέτει ένας μονοκύτταρος οργανισμός , ένα
πρωτόζωο , μία αμοιβάδα ένα μικρόβιο , ώστε να αντιληφθεί την ύπαρξη
και την υπόσταση του θεού , άλλο τόσο και ο άνθρωπος .
Χωρίς διάθεση για μωράς συζητήσεις και γενεαλογίας και δίχως καμία όρεξη για άσκοπες αντιπαραθέσεις, ένας στίχος από το βιβλίο των Ψαλμών λέει:
“Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ,
ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ
ἀναγγέλλει τό στερέωμα”
Και είθε ο Λογος, απο τον Ηράκλειτο μέχρι τον Ιωάννη, να μας ενώνει…
Καλή τύχη στο βιβλίο και καλή συνέχεια στον συγγραφέα του.
Πανέμορφο! Τιποτα αλλο.