Μεταφράσεις έργων των: Claude Haumont, Eugene Guillevic,  Philippe Jaccottet, Jean Follain, Baptiste-Marrey, Jacques Reda

 

“… Γιατί άραγε οι φωνές τους έρχονται από μακρυά; Ούτε με τον τόπο τους με χωρίζουν οι μεγάλες αποστάσεις -δεν κατάγονται από εξωτικές και μυστηριώδεις χώρες, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ελβετία βρίσκονται κοντά μου (αν και η οποιαδήποτε πολιτισμική διαφορά είναι σίγουρο ότι απομακρύνει τη φωνή)- ούτε χρονικά έζησαν μακριά απ’ την εποχή μας· είναι όλοι τους παιδιά του εικοστού αιώνα. (Από τον πιο νέο α’ αυτούς, τον Claude Hammont -γέννηση 1936- απέχω μόλις δέκα χρόνια). Ωστόσο αυτοί πρόλαβαν να ζήσουν κάτι που τους έκανε να μιλήσουν μεσ’ από τη σιωπή. Και αυτή η σιωπή έρχεται από τον θάνατο, τον συσσωρευμένο θάνατο…”

(από την εισαγωγή του ανθολόγου και μεταφραστή, “Σιωπηλή ποίηση”)

1. Claude Haumont

TROM
[απόσπασμα]

Πού πάει ο Τρομ; Στο μυστικό της μικρής γρίλιας.
Πούθε έρχεται ο Τρομ; Από το μαυρόμαλλο αλάτι.
Πού πάει ο Τρομ; Στην άκρη της βελόνας της καρδιάς.
Πούθε έρχεται ο Τρομ; Από το σταχτί γάλα των μητέρων.
Πού πάει ο Τρομ; Στο δέλτα των αρτηριών.
Πούθε έρχεται ο Τρομ; Από τη γαλάζια γλώσσα τού αίματος.
Πού πάει ο Τρομ; Στον άσπρο δρόμο της φλόγας.

***
Ο Τρομ κοροϊδεύει την τάξη των πραγμάτων. Είναι εσωτερικά δέντρο σάρκας κάτω απ΄ τη φλούδα, το από μέσα ενός οστρακόδερμου, το περίφημο βελούδινο χέρι μέσα στο σιδερένιο γάντι. Αν μπορούσε κανείς να τον ξεκολλήσει από το καύκαλό του, θα έμοιαζε με το γδαρμένο σώμα των εικόνων, διακλαδωμένο σε όλες τις ελαστικές σωληνώσεις της Φύσης.
***

 
Για να καταλάβει τη λεπτή αριθμητική των μερμηγκιών, ο Τρομ πέφτει στα τέσσερα και παρατηρεί. Δεν είναι στ΄αλήθεια μόνος. Μια σκιά, η σκιά ενός φυλλώματος, βαραίνει στον ώμο του, που άλλωστε βαστάει όλο το βάρος τ΄ ουρανού. Μα σε ποιο είδος ανήκει λοιπόν; Ούτε ο κλαδευτής των κήπων δεν μπορεί ν΄απαντήσει.

***

Έτσι τον φώναζαν άλλοτε, όταν τα πρωινά ήσαν μάχες κερδισμένες από πρίν. Κ΄ ύστερα, υπήρχε μια παράξενη μορφή, που μετατοπιζόταν ακανόνιστα μέσ΄ στον πελώριο κήπο μ’ ένα λειβάδι συνεχόμενο ακόμα πιο πελώριο, όπου συχνά βέλαζαν πρόβατα, γιατί η μορφή χάραζε επικίνδυνα σημάδια στα δέντρα, ώς κάτω απ’ τη φλούδα. Όμως η μυρωδιά του ευκάλυπτου ερχόταν απ’ τη μικρή κουζίνα, σαν εσπερινό άρωμα για ρετσινάτες νύχτες ημερών που πέρασαν μετρώντας το σχήμα του καιρού.

***

 

Όταν νυχτώνει, ο Τρομ αναρωτιέται πάντα για την αϋπνία. Έπειτα σηκώνεται και πηγαίνει να χαϊδέψει τη γάτα, που νιαουρίζει άθελά της. Οι ώρες γοητεύουν ακόμη με το χτύπημα των βλεφαρίδων τους πάνω στο παλιό εκκρεμές. Τα αντικείμενα φανερώνουν τότε τα μυστικά μιας πετυχημένης κατασκευής. Μερικές φορές ένα βιβλίο υποτάσσεται μετά από λίγες γραμμές. Υπάρχουν πολλά δωμάτια πού έχουν λίγο εξερευνηθεί, μα είναι τόσο κρύα που φοβάσαι ν΄ ανοίξεις τις πόρτες τους. Και αλλού τόσα πράγματα να επισκεφθείς με όλα τα μέρη του σώματος. Τότε το κρεβάτι επιπλέει σαν το τελευταίο ατμόπλοιο που σαλπάρει για τα νησιά που τα αρώματα και τα χρώματά τους, παρ΄ όλη την άμιλλα της φαντασίας σας, δεν θα τα δείτε ίσως ποτέ, γιατί το όνειρο είναι μάλλον άχρωμο, ό,τι κι αν είπαν, του πιο ανέγγιχτου είδους, παρά τις εκλάμψεις του, και τόσο σπάνια χαρούμενο, που καλύτερα είναι να γελάς ολόξυπνος, με σκέψεις και θύμησες για αληθινά αντικείμενα, περιμένοντας το φως της ημέρας.

 
 2. Guillevic

Υδρόγειος
 [επιλογή]

Το ντουλάπι ήταν από δρυ
Και δεν ήταν ανοιχτό.

Ίσως να έπεφταν από μέσα νεκροί,
Ίσως να έπεφτε από μέσα ψωμί.

Πολλοί νεκροί.
Πολύ ψωμί.

***
 Αστυνομικό δελτίο

Έπρεπε λοιπόν να γίνει τόσος θόρυβος
Για μια καρέκλα ;

— Δεν είναι του εγκλήματος.

Είναι παλιό ξύλο
Που αναπαύεται,
Που ξεχνάει το δέντρο –
Και η κακία που κρατάει
Είναι χωρίς εξουσία.

Δεν θέλει πια τίποτα,
Δε χρωστάει πια τίποτα,
Έχει τη δικιά της δίνη,
Είναι αυτάρκης.

***

 Γδαρμένο βόδι
Στον Rene Mejean        

Είναι κρέας όπου περνούσε το αίμα, κρέας
Όπου έτρεμε η θαυματουργή,
Η ακατάληπτη θέρμη των σωμάτων.

Υπάρχει ακόμη
Κάτι από τη λάμψη στο βάθος του ματιού.
Θα μπορούσες ακόμη να χαϊδέψεις αυτό το πλευρό,
Θα μπορούσες ακόμη ν’ ακουμπήσεις εκεί το κεφάλι σου  
Και να σιγοτραγουδήσεις ενάντια στο φόβο.
***

 Όψη

Χώρα από χαλίκια, χώρα από χαμόκλαδα – βράχοι
Θυμωμένοι από την ξηρασία.

Γη
Σαν λαρύγγι ερεθισμένο
Που ζητά γάλα,
Γυναίκα χωρίς αρσενικό, λόφος
Σαν ζεματισμένη μυρμηγκοφωλιά,
Γη δίχως κοιλιά, χάλκινη μουσική :
Όψη
Δικαστή.

   

   ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ
    [απόσπασμα]

 

Δεν είμαι ’γω
Που θα κλείσω,

Που θα φωνάξω
Για το κλείσιμο.

Είναι που θα με κλείσουν.

             *

Το μύρο
Πέρασε στον αέρα,

Ήθελε να μείνει.

             ***

 

 

 

Εδώ
Ο αέρας είναι κοφτερός,

Όπως θάναι
Στο τέλος των ημερών σου.

               ***
Γαλανέ ουρανέ, μεγάλε ουρανέ,
Κοιτάζοντάς σε

Είμαι καλά,
Όταν είμαι εσύ

Και ζωντανός.

               ***

 

Αποκοιμήθηκα
Στη μοίρα του χόρτου.

Εγώ δεν είχα πια.

            ***
Σήμερα, ήμουν δεκάξι χρόνων,
Είσαι λεπτή και άσπρη στο κρεβάτι σου,
Ξαπλωμένη μέσα σε στεφάνια από μαργαριτάρια.

Σήμερα έχω,
Για να ζήσω, την αγάπη σου.

             ***

 
Χλωμό ανθάκι
Ό,τι απομένει.

Ο άνεμος, η βροχή,
Τόσο λίγες φροντίδες.

           ***
Το περιστέρι που ερχόταν
Να πεθάνει πλάι σου,

Που πέθαινε στο χώρο
Όπου θα πρέπει να πεθάνεις.

             ***

3. Philippe Jaccottet
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

 

     I
Θα ξανακατέβω τον δρόμο της ημέρας
από φόβο μήπως άφησα κάτι πίσω.
Θα με καταλάβεις; Δεν έχω τον τρόπο
να μη χάσω τίποτα, γιατί θά ’θελα να μη γεράσω,
αλλά απλά να ωριμάσω απ’ όλα μου τα χρόνια.
(Αυτός αποκρίνεται πως έτσι ζεις τσιγκούνικα τη ζωή σου, πως δεν πιστεύει σε μιαν αγάπη που δε σπαταλά…)
Έτσι λοιπόν θα περπατήσω μόνος σ’ αυτή την  καταχνιά
και θα προχωρήσω στον στενό μώλο,
που ταλαντεύεται ανάμεσα στους γλάρους και στον αφρό.

 

 

   II

Με το χιόνι που έχει λιώσει όταν ξυπνάμε
θα μπορούσα, τούτο το πρωί, να παρομοιάσω την αγάπη
      μου.
Όμως, όταν κατεβαίνω μέσ’ στον ύπνο χαμηλά,
σε βρίσκω ακόμα, πρώτο δάκρυ, μέσα μου.
                                 

 

    III

Ήσουν η φρουρά, η φύλαξή μου,
κάτω απ’ το χόρτο η ομορφιά σου έρρεε κ’ ήταν η πηγή
      μου,
αυτή που κρύβει απ’ τα βλέμματα τη λάμψη της.
Ήσουν η κοίτη τής πιο τέλειας σιωπής.

     IV

Αφού περιπλανήθηκα καιρό στην εξοχή
θύμα των εργατικών, τώρα κοιμόμουν κάτω απ’ τα δέντρα
κ’ ήσουν για μένα η αδιάφορη σκιά τους.
Ύστερα, πουλιά περιγελαστικά ή σκύλοι μ’  έδιωχναν
κατά τη σκόνη. Τέλος, νυχτερινή καμπάνα
με σάλευε σαν το χορτάρι όπου βυθίζονται οι τάφοι.

  V  

Το καλοκαίρι η πόλη κρεμούσε τις γαλάζιες καμάρες της
εκεί που γυρόφερνα, έξω απ’ τα κουραστικά έργα
κι απ’  τους θόρυβους νοικοκυριών με μισάνοιχτες πόρτες.
Ένα πάτωμα πάνω απ’ τους σκονισμένους κήπους,
ανέβαινα προς το Βορρά, όπου ανοίγονταν τα κρύα σου
      μάτια.

 

 

 

4. Jean Follain


ΝΕΚΡΗ ΕΠΟΧΗ

Ένας άντρας άκουγε την αντίρρηση
ενός άλλου
που ήθελε την ψυχή του αθάνατη
σ’ ένα κατώφλι μια γυναίκα
έπαιζε μ’ ένα ζώο
κλαίγοντας
και μέσα στο μαγειρείο έμεναν
τα λαχανικά, το γάλα
οι λεκάνες
με τις αιμάτινες αντανακλάσεις.

***

 ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Ένα κορίτσι με τρίχωμα ζώου
το έδειχναν στους χαζούς
που έπειτα έφευγαν
στη δύση του πανηγυριού
ενώ εκείνη
έχοντας δουλέψει τη μέρα της
έσπαζε το αυγό του δείπνου
μ’  ένα ζοφερό μαχαίρι
για ν’ αποκοιμηθεί μετά
μεσ’ στην οσμή της λαγκαδιάς
που τη σκέπαζε η γιορτή.

***
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Μπαίνει ένα κοριτσάκι για να ζητήσει τον πατέρα του
στην ταβέρνα
αυτός βλαστημάει μα τελικά ακολουθεί
τη χλωμή σιλουέτα με την καλοπλεγμένη κοτσίδα
που πάει μπροστά
γυρνώντας πότε-πότε το κεφάλι
για να βεβαιωθεί ότι έρχεται κατόπι της
αυτός ο άβουλος μεθύστακας με τη γλασέ μπλούζα
που η σύζυγός του χαμογελάει
κι έχει το πανωκόρμι μέσα σε σκιερό κορσέ. 

***
                                                        

 5. Baptiste-Marrey 

                                                                         
TO ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΟΥ / ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΨΩ

          στη Matilde       
To πρόσωπό της ομορφαίνει από τρυφερότητα
Στρογγυλεύει από ένα χαμόγελο σαν Botticelli
Μια διαυγής χάρη / καθρέφτισμα
Ενός άλλου κόσμου όπου βασιλεύει η αγάπη
Φωτίζει τα ροδαλά της μάγουλα / ροδάκινα βαλμένα
Πάνω στο μαξιλάρι / κοντά στο βλέμμα της
Με δάκρυα συγκρατημένα / κοφτή ανάσα
Μάτια κλειστά για να μη δει το πρόσωπό της
Να χάνει το ερωτικό του φως ομολογεί
Ότι δεν μπορεί πια / δεν θέλει πια
Να επιβάλλει στην Alba  / τη γυναίκα του / το μαρτύριο
Να φαντάζεται ώρα με την ώρα τούς έρωτές του
Ήξερε την ίδια στιγμή ότι ποτέ δεν θα ξανάβλεπε
Αυτό το χαμόγελο / αυτό το εγκαταλειμμένο βλέμμα
Που η ευτυχία είχε πλύνει με τα νερά της

Μιλάνο,
16 Αυγούστου 1971,
δεν εστάλθηκε.

 
ΤΗΛΕΦΩΝΟ
        στην Alba

Γερνάω / σημαίνει ελαφρώνω
Από άχρηστα όνειρα
Διαφυλάττω το ουσιώδες
Το χρόνο της τρυφερότητας
Των παρατεταμένων τηλεφώνων
Για να πούμε όλα
Αυτά που δεν καταφέρνουμε
Να πούμε μεταξύ μας / πρόσωπο με πρόσωπο
Τόσο μακριά / τόσο κοντινοί
        San Leonhard,
               24 Σεπτέμβρη 1971.

 
6. Jacques Reda   

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ Ρ.

Πού είμαστε, ανάμεσα στο μελάνι της λήθης και στ’
     αστέρια
Κοιλοπονώντας δυνατά γύρω απ΄αυτή τη μωρουδίστικη
     κούνια
Που η σκέψη στην αέναη έναρξή της
Κατοικεί με μικρές κραυγές?
Ποιοι είμαστε για να δίνουμε ένα νόημα στη σκόνη των
     λέξεών μας
Κι όχι σ’ αυτό το τρεμόπαιγμα της ομιλίας στο χάραμα της
     μέρας, που μας ανατρέπει;
Όμως τι άλλο έχουμ’ εδώ πάρεξ αυτό το φράγμα διαφανών
     φωνηέντων,
Εύθρυπτων συμφώνων που υποχωρούν κάτω απ’ το βάρος
     της νύχτας,
Που πιέζει στα μελίγγια τη χωρίς όρια φωτεινότητα
    περιχυμένη
Στον χώρο του ονείρου και πάνω στις στέγες των σπιτιών
     μας;

 

 

***

              
  Η ΦΩΝΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ
Ίσως πρέπει να μιλήσουμε λίγο χαμηλότερα ακόμα
Έτσι που οι φωνές μας να είναι καταφύγιο της σιωπής?
Να μην πούμε τίποτα περισσότερο απ’ το χορτάρι καθώς
      φυτρώνει
Και την κυψέλη της άμμου κάτω απ’ τον άνεμο.
Το διάστημα που μένει να ονομάσουμε σκοτεινιάζει, όπως
Και το πέρασμα που διασχίζουν οι βραδυνές ακτίνες, όταν
      το ρέμα
Ανεβαίνει μέχρι την εκστατική όψη των δέντρων.
(Στο δάσος κιόλας το σκοτάδι άπλωσε τα βρόχια του,
Οι χαμένοι δρόμοι που επιστρέφουν πνίγονται.)
Να μιλήσουμε πιο χαμηλά, κάτω απ΄ τη μελαγχολία και το
      χόλωμα,
Κι ακόμα χωρίς την ελπίδα ν’ ακουστούμε καλύτερα, αν
      στ’ αλήθεια
Με το χορτάρι και τον άνεμο οι φωνές μας μπορούν να
      δώσουν άσυλο
Στη σιωπή που τις επικυρώνει, μιμούμενη
Την αποχώρηση του ήλιου σαν ένα αβάσταχτο φιλί πάνω
      στα χείλη μας.
***