The Thin Red Line psp

Steel Magnolias video

Tape divx

Money
(ή ας είναι και δολάρια$)

τα πάντα για το χρήμα, φίλε/ να το θυμάσαι

-και η Αγαύη;
-όλα για το χρήμα
-μα είμαι άφραγκος πεσσόα
-τότε θα χάσεις την Αγαύη/ όταν τελειώνει
το πιάτο με τη σούπα/ στον πάτο αναγράφετ’ η τιμή
-και η Αγαύη;
όταν τελειώνουν τα $$$ κάνεις το άγαλμα στην πλατεία Δημοκρατίας

_i need some money_

-ευρώ;
-ας είναι και $$
– για μια χούφτα $$ θα σκότωνες την Αγαύη;
-πως τολμάς;

ας δώσουμε στη βία ό,τι της άρπαξε η ευθύνη/

-μα που χώνεις το χέρι σου;
-στο μουνί σου Β
Α
Θ
Υ
Α μωρό μου
ξέρω• εκεί κρύβεις το χρήμα
τώρα θα παρα(βιάσω) το χρηματιστήριο της Αγαύης_

-και η υπεραξία;
σσσσσσσσσσσσσς…σώπα

-τυλίγεται στις γάμπες σου κι ανεβαίνει κυκλικά αναρριχώμενα βουλεβάρτα

(του Ιησού μας το δίδαγμα/ το μήλο της Αγαύης)

-τώρα λευκαίνει_ στάζει/ στο τέλος πρασινίζει
-δολάρια;
-όχι ωάρια (και ενίοτε σπέρμα)
-πράσινο;
-από χλωροφύλλη

χ λ ω ρ ο φ υ λ ό σ π ε ρ μ α

-μα στην θάλασσα θυμάμαι σ’ είχα πρωτοζαβώσει

-δεν θυμάσαι καλά/ εκείνη ήταν η ΑΓΑΠΗ_

Dust in the wind
(ή η σκουριασμένη εφίδρωση του ελύτη)

όταν ξύπνησα το πρωί
η σκουριά ήταν πιο έντονη
πάνω στην εξώπορτα-
το καφέ χρώμα της σκουριάς
σαν θλίψη-
ένα σκυλί με ασημένιο τρίχωμα (λυκόσκυλο το Σκουριοφάγο)
έγλυφε το κάτω μέρος της-
είναι δύσκολο να τελειώσεις με την σκουριά
όπου ζεις σκουριάζεις
οξειδώνεσαι ζωντανός/ σαν λεμόνι
το αυτί μου ιδρώνει οπωροφόρα σκουριά
σκονισμένη σκουριά (dust in the wind?/ rust in the wind)
στάζει στον λαιμό μου κυλάει στον ώμο μου/ ανεμίζεται-
χρυσίζει σκούρο κακό/ άφθαρτη σοφία
λέξεις σκουριάς σε αποσυνθεμένο χώμα

όπως: Α Γ Α Π Η____________________

βλασταίνει μέσα από εκθαμβωτικούς σκουριόκηπους
της πόλης
ποτίζει με τις όχθες της τα Δυτικά εργοστάσια
οι καμινάδες τους σκουριάζουν κι άλλο
ψηλώνουν ως εκεί που υφαίνεται ο ουρανός
όσο περισσότερη η αγάπη/ τόσο και αυξάνεται
η παραγωγή σκουριάς στους δρόμους (ενδοκρινική αγάπη)
και πιο βαθιά-
για να θυμάσαι ν’ αγαπάς/ οι αδένες της αγάπης
παράγουν κι άλλη σκουριά / σκουριά αγράμματη
παρθένα επένδυση του ύπνου-
τα όνειρα της σκουριάς/ παράτολμα εναρμονισμένα
οργασμικά όνειρα ξεβρασμένα με κάτουρο από εκ-σκουριώσεις
μες απ’ το πληντύριο του ύπνου-
ύπνος από σκουριά/ ρίσκο από σκουριά
ύπνος από ρίσκο/ σκουριά από σκουριά

σκουριά πλην όμως άνθρωπος/ σκουριάνθρωπος
η κοινωνική διαχείριση της σκουριάς ολισθαίνει
αρρωσταίνει/ αλλάζει χέρια/ διολισθαίνει
ευδόκιμη σκουριά-

ευ/ δοκιμή
στα ηλεκτροφόρα καλώδια
ψυχοσωματικών-νευροφυτικών κορμιών
μεταλλάσσεται ντιενεικά (με την διαδικασία της σκουρόλυσης)
μέσω επιμιξιακών διακλαδώσεων από γενιά σε γενιά
(η πολιτική διαχείριση της σκουριάς)

η γενιά της σκουριάς

σκουριασμένη γενιά

πίσω απ’ τα τείχη η σκουριά ξεχειλίζει απ’ την πόλη
μεταφέρεται αργά- σαν ξεραμένο αίμα σε άλλες πόλεις
οι πόλεις σκουριάζονται/ δοξάζονται/ αποθέωση της σκουριάς

εκείνος ο άντρας προχωράει/
πήγαινε να γίνει άντρας κι έγινε σκουριά
η τέχνη της σκουριάς/ αυτή είναι η ζωή

πισίνα χλωριωμένης σκουριάς
η άρθρωση αρθρώνεται/ πληγώνεται/
η άρθρωση σκουριώνεται/ διχάζεται/ εικάζεται
η άρθρωση/ ασθενεί/ εξασθενεί/ λείπει/ εκλείπει

το σώμα ανορθωμένο στην πισίνα
η αγάπη πλημμυρίζει απ’ το στόμα σκουριά (πάνω στο γυμνό στήθος του ποιητή)
ο ποιητής ίπταται/ με μάτια ανοιχτά σκουριασμένα

όλοι οι ποιητές σκουριά στα σύννεφα/ ανυψώθηκαν ηρωικά
όλοι οι νέο- έλληνες ποιητές ονομάζονται
Οδυσσέας Ελύτης-

(ελιτίστικη σκουριά)

From her to eternity
(ή από την αιωνιότητα στη σιωπή)

…επρόκειτο για σκέψεις
επινοημένες να μετανοήσουν
πράγματα
που κάποτε υπήρξαν
ή που ποτέ δεν υπήρξαν
που αιφνιδίως πέρασαν
ή που ποτέ δεν πέρασαν
συγκαλυμμένα κάτω από
μια επείγουσα και
επιτακτική σιωπή:

(έτη μετά από την τραγική κραυγή
του Εδουάρδου Μουνχ)

τη σιωπή που θα σπάσει την λέξη
την εικόνα της λέξης
που θα τσαλαπατηθεί επιτέλους
κάτω από το βάρος-στιλέτο
των τακουνιών της
καθώς η μέρα θα πηγαίνει
αδιάλειπτα μια μέρα πίσω
δυο ερυθρές κόρες ματιών
κόρες υπέρυθρες
θα εξαπλώσουν το σώμα
της εσώτερής μου νύχτας
στο ποτισμένο γρασίδι
των μαλλιών σου
κερνώντας cherry λικέρ
-αμετανόητη Ματίλντι Ντουκάς-
στην τραγική σιωπή του Εδουάρδου
σιωπή βάναυση
υπέρογκη και διασυμπαντική
γυρνώντας στην πρότερη σκέψη
μετανοώντας πράγματα
που δεν υπήρξαν
κοινωνώντας
τα κόκκινά σου νύχια
σ’ αυτήν εδώ μας τη συνάντηση
-στην Givitas Dei-
του επιτροπικού μας θανάτου
κρυμμένοι πίσω από λέξεις
όλο σιωπή/ σβησμένη σιωπή
οι μικρές σου γάμπες βυθίζονται
-στο χώμα για παράδειγμα-
κι εγώ ως χρόνος
φορώντας το blue-black μαγιό μου
κατεβαίνω στον Θερμαϊκό
να καταγράψω την σιωπή
ενός τρίσεκτου έτους
ενώ τα σήμαντρα και οι κραυγές
συνεχίζουν να σιωπούν
οι λέξεις δυο τρεις κάθε μέρα
περισσότερες τη νύχτα
τα παιδιά και οι γλάροι σιωπούν
η α ν ά γ κ η• κυρίως αυτή
πολύ σείω-πει για το τίποτα_

[ας μην βλαστημούμε τη σιωπή- θα μπορούσα να ‘χα πεθάνει εδώ-
μα εγώ συνεχίζω κόλαση οικοδομώ- τα μαλλιά ασπρίζουνε- τα χείλη βρεμένα από γάλα μαύρο μητρικό- έτσι συμβαίνει-η σιωπή αντικαθιστά την ανάγκη]

( σείω το Π κάποτε θα πει: ΠΟΤΕ ξανά!)


The End
(ή μάθημα ανατομίας πως υπήρξες)

ξεκινώ απ’ το τέλος
την μέρα
χωρίς γραμμή
γεμάτη κοιλιά
μάθημα ανατομίας
άβυσσο άβυσσο αναρρώνω
δεν ζούνε τα ποιήματα τα πιο ωραία
μέσα σε πεδιάδες/
παιδιόθεν αυτό το υπέροχο στόμα
πρέπει να εκστομίζει
το βάρος μυαλού/
άντ’ αυτού
η ευφράδεια έρχεται
δια της πόσης του οίνου/
ως οινοχόος
πίνω σοφία απ’ το
κοχύλι του αυτιού σου
κι όμως κρυώνω
για ν’ απελευθερωθώ
απ’ τον εγωισμό μου
γράφω με σύμβολα αλαζονικά
γκρεμίζοντας το άγαλμα
από σεληνόφως που σου
έστησε ο χρόνος/
μεγάλη παγίδα
το άγγιγμα της σάρκας
κάτι ειδωλολατρικό
όπως οι κούκλες που
παίζαμε παιδιά
το μαλλί της μητέρας Βικτώριας
το μπράτσο της Σιμονίδας
το όνειρο του αδελφού Αυτόκτων
κείτομαι εξαντλημένος
στην αμμουδιά και κλαίω
ένα κλάμα μεγάλου έρωτα
και συνωστίζονται οι ουρανοί
να πάρουν σειρά στους κύκλους:
στον limbo οι αβάπτιστοι
στον 2ο οι λάγνοι – στον 3ο λαίμαργοι
στον 4ο οι φιλάργυροι – στον 5ο οι οργισμένοι
στον 6ο οι αιρετικοί – στον 7ο οι βίαιοι
στον 8ο οι δόλιοι – στον 9ο οι προδότες
στην Κάινα – στην Πτολεραία- στην Γιουδέμα

[ο παράδεισος είναι πολύ πιο μεγάλος απ’ ό,τι νόμιζα-
δεν εκπλήσσομαι- είναι παράδεισος κοινός για όλους-
δημόσιος παράδεισος με εξωτερικά ντους στη σειρά
και αγγέλους να παίζουν ρακέτες ελπίζοντας-
εγώ δεν ελπίζω/ ποτίζω τους νεκρούς μου που ξαποσταίνουν
στις ξαπλώστρες και λίγο πριν δύσει ο ήλιος
τους χαλαρώνω απαλά τις γραβάτες –γελώντας
παριστάνω τον Ροβινσώνα και πηδάω απ’ την άκρη του γκρεμού-
εκεί συναντώ εκείνο το καχεκτικό κορίτσι που όλο
παίζει με τις πάνινες κούκλες της- στα σκοτεινά βρόμικα σκαλιά
που κατεβαίνουν στη νύχτα- τώρα ξέρω μαζεύω κυδώνια μαζί της
στην Κάινα και χαμογελώ!]

Βιογραφικό

Ο Γιώργος Αλισάνογλου γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε κοινωνιολογία και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην κλινική κοινωνιολογία και στις διεθνείς σχέσεις. Έχει τυπώσει τέσσερα βιβλία ποίησης, ενώ μετέφρασε διάφορα βιβλία. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες: Εντευκτήριο, Ένεκεν, Πανδώρα, Οδός Πανός, Μανδραγόρας, (δε)κατα, τα Νέα, κ.α. Από τον Νοέμβριο του 2005 διατηρεί το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν» στη Θεσσαλονίκη.