himerinoikolimvitestopepb.jpg

Νέος δίσκος των Χειμερών Κολυμβητών με 21 τραγούδια των Κώστα Βάρναλη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Βαρβέρη, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Νίκου Καββαδία, Καϊς εμπν Μουάζ σε μετάφραση Κώστα Τρικογλίδη και διασκευή Αντώνη Μπακιρτζή, Ασίζ Νεζίν σε μετάφραση Στέλιου Μαγιόπουλου, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (από 7-16) σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Ναζίμ Χικμέτ σε μετάφραση Στέλιου Μαγιόπουλου.

Συμμετέχουν η Ελευθερία Αρβανιτάκη και η Χορωδία Δήμου Γλυκών Νερών.


Περιεχόμενα:

01 Άνοιξέ μου, αδελφή μου, φίλη μου (Ελευθερία Αρβανιτάκη/Χειμερινοί Κολυμβητές)
02 Το πέρασμά σου (Αργύρης Μπακιρτζής/Κώστας Σιδέρης)
03 Κάθε πρωί σ’ αναζητώ (Αργύρης Μπακιρτζής)
04 Η τρελή ροδιά (Αργύρης Μπακιρτζής/Κώστας Σιδέρης/Χορωδία Δήμου Γλυκών Νερών)
05 Είσαι ολομόναχος (Αργύρης Μπακιρτζής)
06 Σαν εξομολόγηση (Ελευθερία Αρβανιτάκη/Αργύρης Μπακιρτζής)
07 Έρχεται ο πατέρας [Λόγια του τρελού] (Κώστας Σιδέρης/Χορωδία Φίλων)
08 Έλα να πάμε στα δεσμά μας (Αργύρης Μπακιρτζής)
09 Όχι άλλα κλάματα, όμορφες (Αργύρης Μπακιρτζής/Κώστας Σιδέρης/Χορωδία Φίλων)
10 Σονέτο 114 (Αργύρης Μπακιρτζής)
11 Βγήκε ο καλός με την καλή (Αργύρης Μπακιρτζής/Κώστας Σιδέρης/Χορωδία Φίλων)
12 Ένας άντρας δυο γυναίκες (Αργύρης Μπακιρτζής)
13 Πέστε, ο πόθος που φυτρώνει; (Αργύρης Μπακιρτζής/Χορωδία Φίλων)
14 Μ’ αγέρα και βροχή [Τραγούδι μου τρελό] (Αργύρης Μπακιρτζής/Κώστας Σιδέρης)
15 Σαν ήμουν νιος [Τραγούδι του νεκροθάφτη] (Αργύρης Μπακιρτζής)
16 Κυρά μου, που γυρίζεις μόνη; (Αργύρης Μπακιρτζής/Κώστας Σιδέρης/Χορωδία Φίλων)
17 Το φιλί (Κώστας Σιδέρης)
18 Παραλληλισμοί (Αργύρης Μπακιρτζής)
19 Κλαίουσες ιτιές (Αργύρης Μπακιρτζής)
20 Ερωτικός λόγος (Ελευθερία Αρβανιτάκη/Αργύρης Μπακιρτζής/Χορωδία Δήμου Γλυκών Νερών)
21 Πως πέρασα την Κυριακή μου (Διαβάζει ο Μανώλης Δαβράδος

“Ερωτικός Λόγος” του Γιώργου Σεφέρη
(από την έκδοση “Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα”, Ίκαρος, 1989)
Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Α’

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Β’

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ‘σουν εσύ που θα ‘φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού…

Η νύχτα να ‘ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ’

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

“Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.

Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…”

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…

Δ’

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

Ε’

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης ’29 – Δεκέμβρης ’30

“Η τρελλή ροδιά” του Οδυσσέα Ελύτη

Προσανατολισμοί, Ίκαρος

Πρωινό ερωτηματικό
κέφι a perdre haleine

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελλή
ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο
της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η
τρελλή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου ;

Οταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η
τρελλή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μέσ’ στα χλωρά πανέρια τους τα
φώτα
Πού ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε
μου
Είναι η τρελλή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ
φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η
τρελλή ροδιά
Πού ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα πού ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελλή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά
Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές
του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της
μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου εί-
ναι η τρελλή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπεν-
ταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή
που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των
πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελλή ροδιά;