`

Θα ξεκινήσω με τα λόγια μιας σύγχρονης ομότεχνης του Παρθένη, ένα απόσπασμα από το βιβλιο της Μάγιας Κολτσίδα, «επισκευές στην ουτοπία» , Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2016 με τον τίτλο: «Γιατί ένας αρχιτέκτονας γράφει ποίηση»
`
Γιατί το άκτιστο περιμένει να κτιστεί
Γιατί το κτισμένο περιμένει να ανακαινιστεί.
Γιατί το ανακαινισμένο περιμένει να ανανεωθεί.
Γιατί το ανανεωμένο περιμένει να εκσυγχρονιστεί.
Γιατί το εκσυγχρονισμένο περιμένει να καταργηθεί
Γιατί το κατηργημένο περιμένει να κατεδαφιστεί.
Γιατί το κατεδαφισμένο είναι άκτιστο.

`

Η σχέση αρχιτεκτόνων με την ποίηση,  αλλά και πιο σφαιρικά η συνάφεια αρχιτεκτονικής και ποίηση, έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο συζήτησης. Θυμίζω τον πρωτοπόρο μοντερνιστή αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ποιητής στο σύνολο του έργου του, τον δικό μας σπουδαίο Δημήτρη Πικιώνη βαθύτατο μελετητή της αρχαιοελληνικής ποιητικής πραγματείας, τους συγχρόνους αρχιτέκτονες-πολιτικούς μηχανικούς-ποιητές, Πάνο Θεοδωρίδη, Αλέξανδρο Ίσαρη, τον αγαπημένο φίλο αποδημήσαντα πλέον Κώστα Ριτσώνη και άλλους. Τα σημειώνω αυτά για την αυτονόητη σύνδεσή τους με το επάγγελμα του Παρθένη, αρχιτέκτονας γαρ κυρίως όμως για τη διαλεκτική των τεχνών όπως εμφανίζεται στην ποίησή του. Για αυτό δηλαδή το χωροταξικό πνεύμα το οποίο διαπερνά τα ποιήματά του δίνοντάς τους την στέρεη γη για να οικοδομηθούν οι έννοιες. – «Καιρός του οικοδομήσαι και του καθελείν και πάλι» γράφει στο ξεκίνημα της συλλογής μιλώντας με αρχιτεκτονικούς θα λέγαμε όρους για τα οικοδομήματα της ανθρώπινης ψυχής. Σαν να ανοίγει τον αρχιτεκτονικό του φακό και να εξετάζει τα υλικά δημιουργήματα με μια μεταφυσική γνωμοδότηση, χωρίς όμως αυτή να ολισθαίνει σε φιλοσοφική ποιητική κακομεταχειρισμένη ως αμπελοφιλοσοφική στις μέρες μας. Μένει πάντα οργανικά δεμένη με την χειροτεχνική αφορμή της έμπνευσης.

`
Αντηρίδες κρατούν το καμπαναριό·
λίγες πέτρες στο πλάι: ο αρχαίος βωμός
και πικροδάφνες κυκλάμινα κρινάκια

παλιοί τόποι, νέες προσευχές.

`

Τα ποιητικά υποκείμενα με άλλα λόγια του Παρθένη σε μεγάλο βαθμό έχουν «σώμα» που μεταπράττεται ποιητικά σε πνεύμα ή αίσθημα, καταφέρνει δηλαδή και αποκρυπτογραφεί τα μηνύματα της ύλης. Γράφει χαρακτηριστικά στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΚΣΚΑΦΗΣ

`

Ο τάφος ανατολικά, συλημένος.
Θραύσματα κεραμικού δοχείου
φιάλη από πράσινο γυαλί
κι ανάμεσα στα κάτω οστά
κομμάτι περγαμηνής.

Με πρόχειρα γράμματα
της τελευταίας στιγμής
με κόκκινο μελάνι
σε ντόπια ελληνικά
δυο λέξεις
– ανέγγιχτες

«μου λείπεις».

`

Δίπλα σε αυτά ένας καβαφικός αέρας ο οποίος διατρέχει πολλά από τα ποιήματα της συλλογής όπου η ιστορία, η μυθολογία και το χρονικό παρόν συμπλέκονται με μια λιτή, ακροβοδίκαιη, υπαινικτική αλλά και ειρωνική γραφή που ορθώνει ψηφίδα τη ψηφίδα τον δικό της λόγο.

`

Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ

«Σήμερον εμού αύριον ετέρου», έγραφε.

Κι ήρθαν πόλεμοι
και ξεριζωμοί και προσφυγές και

Και σήμερα
το αίθριο, τις καμάρες της αυλής
–πελεκητές, στο χρώμα της αυγής–
τις σιδεριές τις ζωγραφιές
και τα ταβάνια, με περηφάνια
έδειχνε ο νέος ιδιοκτήτης.

Και δεν πρόσεχε τις λέξεις
στο ανώφλι του σπιτιού:
«ουδέποτε τινός».

`

Οι καταληκτήριοι στίχοι των ποιημάτων, πάντα ολιγόστιχοι λειτουργούν κατά βάση στη λογική μιας ανεστραμμένης πυραμίδας αφού το βασικό σχήμα των ποιημάτων ακολουθεί μια επαγωγική διαδικασία, από το ειδικό κυριολεκτικά οπτικό ή ιστορικό ερέθισμα στη γενίκευση η οποία αποτελεί συνήθως μια διαπίστωση- σχολιασμό που ξεπερνά τα όρια του ποιήματος και λειτουργεί τόσο εντός όσο και εκτός του. Πρόκειται συνήθως για διαπιστώσεις που επαναφέρουν τα ποιητικά υποκείμενα είτε αυτά είναι ιστορικά πρόσωπα και οι ενέργειές τους είτε οικοδοδμήματα σε μια γήινη διάσταση, σε μια ρεαλιστική συνθήκη, στην σκληρή πραγματικότητα.

Μέσα σε μια τέτοια σκληρή ποιητική πραγματικότητα όπου η ποίηση προσπαθεί να βρει τις συντεταγμένες της έχοντας να αναμετρηθεί με δεκάδες άλλες παραποιητικές και παραλογοτεχνικές εν γένει τακτικές,  το βιβλίο του Παρθένη χρειάζεται να παλέψει γενναία για να βρει τους αναγνώστες του.