`

Η ΑΝΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΑΣΧΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΙΝΤΙ

Τί μεγαλομανής, τί ξιπασμένος!
Τεμπελχανάς, φτυστός μυρμηγκοφάγος!
Τʼ αρχίδια του όλο ξύνει αφιονισμένος
σα χάσκας, χασομέρης και αδηφάγος.

Μʼ εφημερίδες και πουράκια ωραία·
μπιλιάρδα, τσίπουρα, χρυσή καδένα.
Παλιάνθρωπος με περικεφαλαία·
κι ανθρώπινο συναίσθημα κανένα.

Μονίμως στις πουτάνες ξενυχτάει,
και πάει σαν αργοκίνητο καράβι.
Μουγκρίζει· το φαΐ του δεν μασάει,
μα μʼ ένα δόντι που ʼχει εκεί, το σκάβει.

Και αν δεις επισταμένως και προσέξεις,
είνʼ κάθηκας – κι αυτό σε καταβάλλει
και σού ʼρχεται (γιατί, πώς ναν τʼ αντέξεις;)
με αξίνα να του ανοίξεις το κεφάλι.

Κρυφά κινείται· και ύπουλος σα φίδι
τρυπώνει ο άθλιος μες στην κάμαρή του.
Και θα ʼψαχνες να τόνε βρεις, πλην ήδη
σʼ τον μαρτυράει από μακριά η οσμή του.

`

*

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΣΤΟ ΣΕΞ

1
Είνʼ ένας που του Σατανά έχει, ναι, τη φάτσα ολόιδια –
κι είνʼ ο χασάπης τούτος κι όλοι οι άλλου απλώς τα βόιδια!
Κακό σκυλί – δεν έχει ψόφο! Μέγας μπουρδελιάρης!
Το μόνο που τον κάνει ζάφτι είναι του αιδοίου η χάρις!
Γουστάρει δεν γουστάρει, θέλοντας και μη, προστρέχει
εκεί όπου η υποταγή στο σεξ καλεί και τον κατέχει.
Τη Βίβλο και τα θεία χέζει· ομοίως και τους νόμους.
Περί παντός του επιστητού ομιλεί, ο δε εγωισμός του
δεν πιάνεται. Οι γυναίκες ξέρει πως είνʼ ο χαμός του,
κι ωστόσο το αποδέχεται, σηκώνοντας τους ώμους.
Η μέρα του μετράει, μόνο αφού μετά το βράδυ
στην κλίνη την ερωτική θάν τού ʼχει βγει το λάδι.

2
Πόσοι άντρες τρελαμένοι ναυαγήσαν –ο έχων ώτα
ακούειν ακουέτω– στης πουτάνας την κυλότα!
Και πόσοι τρέχαν όρκοι απʼ των στομάτων τους τις βάνες,
πριν μες στου νου το σάλεμα τούς θάψουνε οι πουτάνες;
Γουστάρουν δεν γουστάρουν, θέλοντας και μη, προστρέχουν
εκεί όπου οι ιέρειες του σεξ ομήρους τους κατέχουν.
Τη Βίβλο και τα θεία υμνούν, και από κοντά τους νόμους.
Και είναι χριστιανοί. Και αναρχικοί, εν ανάγκη, γίνονται όλοι.
Το μεσημέρι λένε να τους κάψει βιτριόλι,
αν θα ξωκείλουν· μα το απόγευμα είναι σε άλλους δρόμους;.
Το βράδυ πάλι λένε πόση αξία έχει η εγκράτεια,
ενώ, σαν πέσει η νύχτα ορέγονται όλως την ακράτεια.

`

*

ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ ΣΕ ΛΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΠΟΤΑΜΙΑ

1
Το καλοκαίρι το χλωμό, όταν οι άνεμοι όλοι πάνω
απʼ τα φυλλώματα των πιο μεγάλων δέντρων τρέχουν,
στους ποταμούς και στις λιμνούλες πρέπει να τραβάμε,
εκεί που οι λούτσοι και τα φύκια τις μονιές τους έχουν.
Μες στο νερό αλαφραίνει το κορμί. Όποτε το μπράτσο
έξω άβαρο στον ουρανό θα πέσει απʼ το νεράκι,
θαν το ζυγίζει μες στη λήθη το αγεράκι όρθιο
μπερδεύοντάς το με κανένα καφεδί κλαδάκι.

2
Στον ουρανό τα μεσημέρια επικρατεί ησυχία.
Τα μάτια κλείνεις, όταν χελιδόνια ξεπετάνε.
Πατάς ζεστή την άμμο. Κι άμα νιώσεις κρύο ρεύμα,
θα ξέρεις ψάρια γύρω-γύρω σου πως κολυμπάνε.
Το σώμα, η ραχοκοκαλιά και το ήρεμό μου χέρι –
πόσο ήσυχα… τί τέλεια στο νερό είμαστʼ ενωμένοι!
Κι όταν ψυχρά ψαράκια ανάμεσά μας μπαινοβγαίνουν,
στεγνώνει ο ήλιος –νιώθουμε– τη σάρκα τη βρεγμένη.

3
Το βράδυ, με τα μέλη μουχλιασμένα απʼ τη μακριά μας
σιέστα, οπού θα νιώθουμε βαριοί, νωθροί σα βόδια,
χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε θα πρέπει πάντα
να ορμάμε στο νερό τσαλαβουτώντας χέρια-πόδια.
Το πιο καλό όμως είνʼ να καρτεράμε νά ʼρθει βράδυ.
Τότε έρχεται στη γη ο ουρανός ωχρός σαν καρχαρίας,
κακός και πεινασμένος, στα ποτάμια και στα θάμνα,
και τους κυρίους κυνηγώντας φέρνει εις τας κυρίας!

4
Ανάσκελα θα πρέπει να ξαπλώνεσαι – υπτίως.
Νʼ αφήνεσαι να σε πηγαίνει όπου σε πάει το ρεύμα.
Δεν πρέπει καν να κολυμπάς, ειμή μονάχα και όταν
χαλικοβότσαλα απʼ τον βυθό σου κάνουν νεύμα.
Ψηλά, στα ουράνια πάντα τα έναστρα το μάτι νά ʼχεις
γυναίκα λες και σε καλεί σʼ ερωτικά θολάμια.
Χωρίς πολλές κινήσεις λάμνε ωσάν τον Παντοδύναμο
που πέφτει για να δροσιστεί στων θόλων τα ποτάμια.

`

*

Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Α.

1
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι ήταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!
Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ʼβλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, ήταν σʼ άλλες χώρες.

2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.

3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ʼχα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν ήτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι… τότε… που το ξέρω… το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.
Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, νʼ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελιά ίσως νά ʼχει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα. Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!

`

*

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Μιαν άνοιξη ήρθε σʼ ένανε γιαλό να δέσει
σκαρί μπλε, ξένο σαν της θάλασσας τα χάδια,
με μαζεμένα τα πανιά· και πιάνει θέση
πεντάρφανο και φορτωμένο, δίχως άδεια.

Εκεί λιαζόταν –μόνο… – μήνα με το μήνα·
και το ʼβλεπε να λιάζεται το μέγα πλήθος·
κανένας όμως δεν του ετράβαε την καρίνα
να ξεκολλήσει απʼ το γλαυκό και μέγα βύθος.

Τις νύχτες, σύσσωμοι και αρκούντως γητεμένοι,
μια μουσική παράξενη και δίχως βάρος
στα ξάρτια ακούγαμε νʼ ανεβοκατεβαίνει·
μα ούτʼ ένας από ʼμας, που να καταλαβαίνει,
δεν βρήκε στο καράβι νʼ ανεβεί το θάρρος.

Μια νύχτα ακολουθεί το πλοίο ένα μαύρο αστέρι
και, δίχως να το ξέρει, πέφτει σε μια ξέρα·
κι η άνοιξη, σαν μπήκε, φάντασμα σε μέρη
το βρήκε, που ʼνʼ πιο πέρα και απʼ το πέρα.
`
*********************************************************


…«ο προσεκτικός αναγνώστης θα συναντήσει σχεδόν όλα τα πασίγνωστα ποιήματά του (σε νέα μετάφραση εννοείται), αλλά θα ανακαλύψει και πάρα πολλά που κακώς δεν τα γνώριζε. Τα 500 ποιήματα, που απαρτίζουν τούτη την έκδοση, είναι άκρως αντιπροσωπευτικά του όλου έργου του ποιητή. Αντανακλούν, βέβαια, ως προς την επιλογή τους το προσωπικό μου γούστο ως ανθολόγου και μεταφραστή, αλλά πρωτίστως αποτελούν ένα πυκνό ρεζουμέ της ποίησης του Μπρεχτ ως καλλιτεχνικής δημιουργίας, συνθέτοντας την εικόνα του σε όλες τις περιόδους της δράσης του».

[ Από τον Πρόλογο της Έκδοσης]

`

*********************************************************

`

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ – Κυριακή, 11/1/2015 [ αναδημοσίευση συνέντευξης του Γιώργου Κεντρωτή]

`

— Ποια ήταν η αφορμή που σας ώθησε να ασχοληθείτε με μετάφραση έργων του Μπρεχτ; Πόσο καιρό κράτησε αυτή η προσπάθεια μετάφρασης – απόδοσης των ποιημάτων του Μπρεχτ;

— Η αγάπη μου για τον Μπρεχτ είναι πολύ παλιά. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να βιώνει την κοινωνική αδικία και να νιώθει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ως μη φυσική κατάσταση και ως κατ’ εξοχήν ανωμαλία, και να μη συγκινείται από τον μπρεχτικό λόγο. Ετσι κι εγώ. Πρώτα τον γνώρισα μέσω μεταφράσεων και κατόπιν στο πρωτότυπο. Η μεταφραστική ενασχόλησή μου με τα ποιήματά του είναι σχετικά πρόσφατη. Δεν πάει πιο πίσω από τα δέκα χρόνια. Αραιά στην αρχή και συστηματικά κατά τα τρία τελευταία έτη ασχολήθηκα με τη μετάφραση των ποιημάτων του προτείνοντας στον εαυτό μου ένα – επιτρέψτε μου να πω – αποκούμπι συντροφικού λόγου μέσα στη θυελλώδη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμα και εκείνα τα ποιήματα που, όντας ερωτικά ή παιδικά ή σκωπτικά, δεν είναι ακριβώς πολιτικά (αν και δεν υπάρχει μη πολιτική ποίηση) αποδεικνύονταν ανάσα πολιτισμού στην εποχή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Θα έλεγα ότι η στενότερη ενασχόλησή μου με τον ποιητικό λόγο του Μπρεχτ οφείλεται στο ότι στις ζοφερές μέρες που βιώνουμε αναζητούσα έγκυρες απαντήσεις σε ερωτήματα ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την προοπτική του ανθρώπινου πολιτισμού, χωρίς τις αλυσίδες των καταπιεστών. Και στον Μπρεχτ όχι μόνο βρήκα ό,τι ζητούσα, αλλά βρήκα και εκείνο που μας ζητάει ο Μπρεχτ να κάνουμε: Να αμφισβητούμε, να είμαστε σε διαρκή κίνηση, σε αέναη πάλη για το εκάστοτε ανώτερο και καλύτερο που αρμόζει στον άνθρωπο και τιμά την ανθρώπινη ύπαρξη. Από την άλλη μεριά, επειδή ασχολούμαι ο ίδιος με την ποίηση, και δη με τις έμμετρες μορφές της, βρήκα ευκαιρία στο πολυποίκιλο ρυθμικό και μετρικό σύμπαν του Μπρεχτ να δοκιμάσω και να ασκήσω τις δικές μου δυνάμεις στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία, συμμορφούμενος στις αυστηρά ποιητικές επιταγές του πρωτοτύπου. Μετέφρασα, δηλαδή, όλα τα έμμετρα ποιήματά του με αυστηρότητα μέτρου και ομοιοκαταληξίας.
— Γράφετε στον πρόλογο της έκδοσης ότι σε αυτό το βιβλίο οι αναγνώστες θα συναντήσουν πασίγνωστα ποιήματα του Μπρεχτ, αλλά και νέα. Πείτε μας κάτι παραπάνω γι’ αυτά. Ποια είναι αυτά που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά; Ποιο ξεχωρίζετε;
— Ο Μπρεχτ είναι από παλιά γνωστός και πολύ αγαπητός στην Ελλάδα. Είναι δημοφιλέστατος – πιο πολύ βέβαια λόγω των θεατρικών έργων και των μελοποιημένων τραγουδιών του που έχουν ερμηνευθεί αριστουργηματικά από κορυφαίους καλλιτέχνες. Αλλά τα ερωτικά (μερικές φορές και πέραν του άσεμνου) σονέτα του, τα νανουρίσματα, τα παιδικά και τα σατιρικά του ποιήματα, οι ψαλμοί και τα χορικά του (κατευθείαν επηρεασμένα από τη βιβλική γλώσσα), τα πολιτικά του ποιήματα που αποσκοπούν στην «κατήχηση» των μαζών στον αγώνα κατά του ναζισμού και του καπιταλισμού είναι έργα άγνωστα στη γλώσσα μας. Στην έκδοση που επιμελήθηκα φρόντισα να υπάρχουν ποιήματα από όλες τις περιόδους της μπρεχτικής δημιουργίας, έτσι ώστε να προκύπτει στο τέλος όχι μόνο μια ευρύτατη χρηστική ανθολογία «όλου» του Μπρεχτ, αλλά και να απεικάζεται μια αποκαλυπτική νωπογραφία σαν λυρική μαρτυρία για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και για τους ταξικούς αγώνες του προλεταριάτου τόσο κατά τους «πολέμους» όσο και κατά την «ειρήνη» των κεφαλαιοκρατών. Από τα ποιήματα του Μπρεχτ που πολύ αγαπώ είναι το «Οσοι τρέφονται με ελπίδες»:

Δηλαδή τώρα τι περιμένετε;
Ότι οι κουφοί θα σας αφήσουν να μιλήσετε
και ότι οι αχόρταγοι
όλο και κάτι θα σας δώσουν;!
Ότι οι λύκοι θα σας βάλουνε να φάτε
και δεν θα σας καταπιούν αμάσητους;!
Ότι από αίσθημα φιλίας
κινούμενες οι τίγρεις
κοπιάστε θα σας πουν
τα δόντια να μας βγάλετε;!
Τέτοια μού περιμένετε;!
Τέτοια μού προσδοκάτε;!

— Γράφει κάπου ο Μπρεχτ «ο καπιταλισμός δεν απανθρωποποιεί μόνο, αλλά και δημιουργεί ανθρωπιά και συγκεκριμένα με τον ενεργό αγώνα ενάντια στον απανθρωπισμό».

— Σωστά το επισημαίνετε αυτό. Ο Μπρεχτ, ως μέγας διαλεκτικός που ήταν, έκρινε αποκλειστικά με το νυστέρι του διαλεκτικού υλισμού. Η δε κριτική που ασκούσε ήταν ανελέητη: Δεν επέτρεπε ούτε κουκουλώματα ούτε υπεκφυγές ούτε μερεμέτια ούτε συγυρίσματα της πραγματικότητας. Ετσι κατακτούσε την – όπως έλεγε – περιστασιακή αλήθεια που του χρησίμευε να αναζητήσει και να βρει τις ανώτερες μορφές της. Πρότεινε την αμφισβήτηση στους πάντες και στα πάντα, αλλά όχι την οποιαδήποτε οπορτουνιστική ή επιπόλαιη αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση. Πρότεινε τη διαλεκτική αμφισβήτηση που επιτρέπει (αν δεν επιβάλλει κιόλας) την εύρεση της αλήθειας όχι μόνο μέσω των δικών μας αντιλήψεων, αλλά και μέσω όλων των ελλόγων πραγματικών προτάσεων. Να το πω με άλλα λόγια: Για να νικήσεις τον καπιταλισμό πρέπει να τον μάθεις, πρέπει να τον βάλεις να μιλήσει, να τον κατανοήσεις, να τον καταστήσεις κατανοητό στις μάζες, να τον αμφισβητήσεις από θέση ισχύος. Υστερα θα τον νικήσεις. Αυτό μας διδάσκει ο Μπρεχτ.