`

Με αφορμή τη συμπλήρωση, σήμερα,40 χρόνων από το θάνατο το Κώστα Βάρναλη, θα μιλήσουμε για τα γενεαλογικά του ποιητή και θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε το πότε γεννήθηκε o ποιητής. Το 1883 ή το 1884;
Η ημερομηνία γέννησης δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Ο ίδιος ο ποιητής σε βιογραφικό του σημείωμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» (αρ. 25, 1975, σελ. 14-15) γράφει: «Πρέπει να γεννήθηκα στα 1883 γιατί βαφτίστηκα στις 14 του Φλεβάρη του 1884. Έχω την επίσημη βεβαίωση της εκκλησίας ʽʼΚοίμησης της Θεοτόκουʼʼ στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας». Το ίδιο επαναλαμβάνεται και σε ένα άλλο αυτοβιογραφικό σημείωμα, της ίδιας περιόδου, που βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή και δημοσιεύτηκε το 2012 στο βιβλίο μου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα του» (εκδόσεις «Εντός»).

`

`

Το ερώτημα για τον χρόνο γέννησης του ποιητή αποκτά άλλη διάσταση αν πάρουμε υπόψη το «Ατομικό Δελτίο Συντακτών» που συμπλήρωσε ο ποιητής ως μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, όπου ως χρόνος γέννησης αναφέρεται το 1881! Το Δελτίο αυτό το συμπλήρωσε ο ποιητής την περίοδο που εργαζόταν στην εφημερίδα «Αυγή» (1953-1959).
Από τη μεταπολίτευση και μετά φαίνεται να ξεκινά μια σύγχυση για τον ακριβή χρόνο γέννησης του Κώστα Βάρναλη, 1883/1884; Χαρακτηριστικά, στο χρονολόγιο που συνοδεύει τα «Φιλολογικά απομνημονεύματα» του ποιητή (εκδόσεις «Κέδρος», 1981) ως χρόνος γέννησης αναφέρεται το 1883 (Στην ηλεκτρονική σελίδα των εκδόσεων «Κέδρος» ως χρόνος γέννησης αναφέρεται το 1884). Το διαπιστώνουμε και σε άλλα βιογραφικά σημειώματα του ποιητή και χρονολόγια.
Η επίσημη βεβαίωση της εκκλησίας «Κοίμησης της Θεοτόκου» που ο ποιητής αναφέρει πράγματι υπάρχει στο αρχείο του (αντίγραφο υπάρχει και στο αρχείο του «Ριζοσπάστη») όμως λέει άλλα πράγματα. Το πιστοποιητικό (το οποίο και δημοσιεύουμε) αναφέρει ότι ο ποιητής γεννήθηκε στις 14 Φλεβάρη 1884 και βαπτίστηκε στις 15 Μάη 1884, με ανάδοχο τον Γεώργιο Ανδρέου.
Αυτό το τεκμήριο από μόνο του υπερέχει κάθε άλλης μαρτυρίας. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία που τεκμηριώνουν το 1884 ως χρόνο γέννησης.
`

Σε συνέντευξη του στον Ν. Κατηφόρη που δημοσιεύτηκε στους «Νέους Πρωτοπόρους» το Φλεβάρη του 1935, υπάρχει η εξής στιχομυθία:
«— Πότε ήρθες στην Αθήνα;
— Στα 1902. Δεκοχτώ χρονώ.
Κάνω το λογαριασμό στο πακέτο και του δείχνω τον αριθμό: 1884.
—Τότε γεννήθηκες;
— Ναι!».

Το τεύχος Φλεβάρη 1935 των «Νέων Πρωτοπόρων» είναι αφιερωμένο στη συμπλήρωση 50 χρόνων (1884 – 1934) από τη γέννηση του ποιητή. Ο ποιητής ξεκινά τα φιλολογικά του Απομνημονεύματα (17 Φλεβάρη 1935, εφημερίδα «Ανεξάρτητος») ως εξής:
«Μερικοί καλοπροαίρετοι φίλοι και συναγωνιστές αποφασίσανε να ʽʼτιμήσουνεʼʼ τα πενηντάχρονά μου, δηλαδή να με ριζιλέψουνε, βγάζοντας στη φόρα την ηλικία μου και τα ʽʼάπλυτάʼʼ μου. Γιʼ αυτό το σκοπό αφιερώσανε το τεύχος Φλεβάρη του περιοδικού ʽʼΝέοι Πρωτοπόροιʼʼ. Αυτό το ʽʼχαρμόσυνοʼʼ για εμένα και τα ελληνικά γράμματα γεγονός αναγκάστηκα να το υποστώ καρτερικά και να κάνω και τον ευχαριστημένο».
`

`

Και τα 80χρονα του ποιητή γιορτάστηκαν το 1964. Όπως προκύπτει από δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, το φλεβάρη του 1964 ξεκίνησαν οι σχετικές εκδηλώσεις. Το Φλεβάρη αυτού του χρόνου εκδήλωση για τα 80χρονα του ποιητή έγινε και στη Μόσχα.
Στα «φιλολογικά Απομνημονεύματα» (σελ. 38 στην έκδοση του «Κέδρου») γράφει ο ποιητής:
«Αν και δεν ήμουν ακόμα πέντε χρονών, με πήραν ένα πρωί οι αδερφές μου από τα δυο μου χέρια και με όλη την ψυχική μου αντίσταση και το καρδιοχτύπι με πήγανε στο σχολειό».
Ο Κώστας Βάρναλης πήγε σχολείο το Σεπτέμβρη του 1887. Με δεδομένο ότι γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1884, πήγε σχολείο σε ηλικία 4 χρόνων και 7 μηνών. Αν θεωρήσουμε ως έτος γέννησης το 1883 (απίθανο) τότε μάλλον πρέπει να προσδιορίσουμε το γεγονός από τέλη Νοέμβρη και μετά.
Συνεκτιμώντας μαρτυρίες και τεκμήρια ο γράφων θεωρεί ότι ο ποιητής γεννήθηκε στις 14 φλεβάρη 1884.
`

Ο Κώστας Βάρναλης ήταν το στερνοπαίδι του Γιάννη (Γιαννάκου) Μπουμπούς και της Ελισάβετ (Αλισάβας) Μαυρομάτη (κατά τον Βαλέτα). Ο πατέρας του Βάρναλη καταγόταν από τη Βάρνα, και η μάνα του από την Αχελώ (Αγχίαλο). Στο πιστοποιητικό το σημείο που αναφέρονται τα ονόματα των γονιών είναι δυσανάγνωστό. Σε χειρόγραφη σημείωση (όχι του Βάρναλη) στο χαρτί του πιστοποιητικού ως αποκατάσταση του δυσανάγνωστου σημείου ο Κώστας Βάρναλης αναφέρεται ως τέκνο των Ιωάννου Κωνσταντίνου και Ελισάβετ Εξάρχου. Αυτό απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Λέει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα που βρέθηκε στο Αρχείο του ποιητή και δημοσιεύτηκε στον «Αγνωστο Βάρναλη» το 2012:

«Ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα κ΄ η μητέρα μου από την Αγχίαλο (Αχελώ, όπως τη λέγαμε). Το επώνυμο του πατέρα μου ήτανε Μπουμπούς (παρατσούκλι του γκρινιάρη παππού μου). Όταν εγκαταστάθηκε στον Πύργο, οι γνωστοί του τον ονομάσανε Βάρναλη. Αλλά στο σκολειό (Αστική Σχολή αρρένων και Αστική Σχολή θηλέων) οι δάσκαλοι καθαρολογήσανε το επώνυμο και γράψαν όλα τα αδέρφια μου ʽʼΒαρναίοςʼʼ. Όταν ύστερα από το θάνατο του πατέρα μου πήγα κ΄ εγώ (4 χρονώ!) στο σκολειό, η μητέρα μου μου παράγγειλε να πω στους δασκάλους πως δεν είμαι Βαρναίος αλλά Βάρναλης. ʽʼΈτσι λέγαν τον μπαμπά σουʼʼ και από μένα πήρε το όνομα όλη η οικογένεια».
`

Τα άλλα του αδέλφια ήταν: Παναγιώτης, έμπορος στη Σοζώπολη, πέθανε το 1920. Νικόλας, σπούδασε στην Ελβετία, σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός στη Σόφια, πέθανε το 1928. Και οι αδελφές Μαριγώ και Ευτυχία (βλ. Θανάσης Μουσόπουλος «Κώστας Βάρναλης Ο κλασικός της ρωμιοσύνης», εκδόσεις Θουκυδίδης, 1986). Κάποιο από τα αδέρφια του το κέρδισε η βουλγαρική προπαγάνδα, και αυτό χρησιμοποιήθηκε αργότερα εναντίον του ποιητή, που τον κατηγόρησαν για Βούλγαρο. Ο Βάρναλης «προέρχεται από τη μεσαία κοινωνική τάξι κιʼ ο πατέρας του ήταν δερματέμπορος, όπως μου είπε η κυρία του, παπουτσής, όπως μου τόνισε ο ίδιος, χωρίς όμως να καταλάβω αν η διαφορά ήταν απλή διαφορά λέξεων. Έχει κάμποσα αδέρφια ακόμα κιʼ ένας μάλιστα απʼ αυτούς χρημάτισε διευθυντής σʼ ένα τραπεζιτικό κατάστημα της Σόφιας»  (βλ. Μια ώρα με τον κ. Κώστα Βάρναλη» (συνέντευξη στο Γιώργο Κοτζιούλα), περ. «Μπουκέτο», Μάρτης 1932.)
Ιστορεί ο ίδιος στο ποίημά του «Μικρογραφία» (στη συλλογή «Ελεύθερος κόσμος», 1966) τα παιδικά του χρόνια.
`

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ
I
Καλωσύνη δε γνώρισα! Παιδάκι
δεν άπλωσε κανείς να με χαηδέψει,
να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τʼ αποσπόρι,

με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μʼ έλεγε κανείς με τʼ όνομά μου.
«Αφτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ! Δεν είσαι
παιδί μας! Σʼ αγοράσαμε από μάβρην

κατσιβέλα μισό τσουβάλι πίτουρα!»
Το πίστεβα και ζάρωνα στην κώχη.
Μάζεμα εγώ και ξένος, δεν κοτούσα
να παίζω, να γυρέβω – ούτε να κλάψω.

Μα κι όταν φανερώθηκε το ψέμα,
πάλι απόμεινα μάζεμα και ξένος!
Πότε θα μεγαλώσω, για να φύγω!…
Από πατέρα ορφάνεψα μωρό

κι ο πρώτος αδερφός και πρώτο μίσος,
μάβρα γυαλιά κι αμίλητος, με πείσμα
με κοπανούσε ολημερίς να στρώσω!
Και νύχτα με ξυπνούσε να με δείρει.

Μιαν τρίτʼ ή τέταρτη άνοιξη ξεπόρτισα.
Ω τι μεγάλος που ναι ο κόσμος έξω!
Χίλιες φορές πιο λαμπερός ο ήλιος!
Τα χελιδόνια χαμηλοπετούσαν

άφοβα ολόγυρά μου – εγώ φοβόμουν!
Να χα κʼ εγώ φτερά για να πετάξω
τʼ αψήλου, όσο μακρύτερʼ από δώθες!…
Λίγο παρέξω καταπράσινη άπλα.

Πρωτόβλεπα χωράφια φυτρωμένα.
Κυνηγημένʼ απʼ τον αγέρα τρέχαν
τα στάχιʼ απανωτά. Τόση ομορφιά
δε βάσταξα και κάθησα να κλαίω!
`

II
Κυριακάδες, Χριστού και Πάσκα η μάνα
στην εκλησιά με τράβαγε νʼ αγιάσω,
νηστικόν αξημέρωτα, γιʼ αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κούραση και πείνα

και δε νογούσα τίποτʼ απʼ τα «γράμματα»!
Κι άμα ο παπάς εσκόλναε, προσκυνούσα
στο εικονοστάσι αράδα τις εικόνες…
κι όξω με καρτερούσε ο Πειρασμός,

λαχταριστά κουλούριʼ αφράτα, λόφοι.
Όλα τα καλοπαίδια μασουλούσαν
κι ο αγέρας μοσκοβόλαγε σουσάμι.
Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! – «Πάρε μου ένα!»

– «Περπάτα!» και μου τράνταξε το χέρι.
Να μην κακομαθαίνουν οι φτωχοί!…
Μεγάλωσα νωρίς και ξενιτέφτηκα.
Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ως τώρα

ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα:
κουβαλούσα τον άμοιρο εαφτό μου…
Πουθενά δεν μπορούσα να ριζώσω.

Ξένος παντού και μάζεμα. Γυναίκες;
Αληθινές! Μα ο χωρισμός φαρμάκι.
Με τον καιρό συχωρεθήκαν όλʼ οι
ξενοδικοί. Αργοπόρησα, σειρά μου!

Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
τα σκοινιά, θα κατέβουν κʼ οι κακίες,
δικές μου κι αλλωνών… Μα το κουλούρι
θα με βαραίνει πρώτο σα μυλόπετρα,

πιότερο κι απʼ του τάφου μου την πλάκα
(αν έχω πλάκα, μα κι αν έχω τάφο
κι αν δε με διώξουν οι νεκροί.) Χωρίς
αγάπη κανενός ανθρώπου ή σκύλου.

Κι αν έζησα ή δεν έζησα, καμιά
διαφορά στον Απάνου ή Κάτου Κόσμο.
Μα κάλλιο να μην είχα γεννηθεί,
για να μην είχα κι αποθάνει απόψε!

Και μακάρι, όσο να χω αδικηθεί,
εγώ να μην αδίκησʼ άθελά μου!…
Και σαν ζυγιάζει ο διάολος την ψυχή μου
με ψέφτικη παλάντζα να με κλέψει,

– «Σταμάτα, βλάμη! Κʼ είμαι παραπάνου
παρʼ όσο θες αμαρτωλός και φταίχτης»!