`

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Στης παλιάς σοφίτας το ημίφως Μάσκες αναπνέουν.
Αναπολώντας δοξασμένα σανίδια,πρόσωπα και ατάκες.
-αγαπημένα-.
Κι έτσι ξεχασμένες από τους προβολείς.
Μοιάζουν κουρασμένες από το ταξίδι τους στην Τέχνη.
Η όψη τους ωχρή,ρυτιδιασμένη.τα μάτια άτονα,μισόκλειστα
Γυρνούν πίσω σε χρόνια ευτυχισμένα
Μόνο η μνήμη τούς απέμεινε πια.-
Λίγο πριν το θάνατο.
Αναζητούν θεατρίνους να τις ζωντανέψουν πάλι.

`

*

(άτιτλο)

Όταν δεν μετράς τη σιωπή σωστά,
Αυτό,
είναι ισοδύναμο του θανάτου.
Χρειάζομαι την απουσία των λέξεών σου
για να χτίσω το ποίημα μου.
Χρειάζομαι όμως και την παρουσία σου
για να χτίσω τη ζωή μου.
Να σε νιώθω κοντά
-και να είσαι-
όταν χάνω το μέτρημα,
να με διορθώνεις.

`

*


Tίτλοι τέλους

Ο σφυγμός κι αυτού του ποιήματος σταμάτησε.
Η καρδιά του έπαψε να χτυπά.
Δεν μιλάει πια μέσα μου.Καθόλου.(Μα καθόλου)
Κάποτε τα ποιήματά σου ήταν η τζούρα μου.
Τα σνίφαρα καθημερινά με μανία,
για να αντέχω που άλλοι μου όριζαν τη ζωή.
‘Ομως,κλείνω τώρα τα βιβλία σου,ποιητή μου.
Μια για πάντα.
Ήρθε το τέλος,φαίνεται.
Αναζητώ άλλο παυσίλυπο,επειγόντως.
Αλλά εσύ μην κατσουφιάζεις,μη!
Θα συνεχίσω να κοιμάμαι μαζί σου τα βράδια.

`

*

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Στον Βασίλη Λαλιώτη

Χθες το πρωί
σού κλέψαν το ποδήλατο
”Κλέβεις ποδήλατο, κλέβεις όνειρο”,
σχολίασε κάποιος φίλος ποιητής.
Ποδηλατώντας
μοιραία σημαίνει ”είσαι ελεύθερη”
Ποδηλατώντας πετάς
μέσα στην πεζή σου πόλη
ξορκίζοντας έτσι
όλους τους αρνητικούς κραδασμούς
της διαβρωμένης ζωής της
(ζωής που οι ίδιοι οι πολίτες της
αφέθηκαν να χάσουν
έχοντας καταντήσει τώρα
αξιοθρήνητα γελοίοι)

`

*


AΡΙΑΔΝΗ

”Μαμά,σ’ αρέσουν τα βιβλία;”,είπες.
”Ναι,μωρό μου,”,είπα.
”Και μένα μ’ αρέσει να γλείφω τα λεμόνια”
Μετά από μικρή παύση,”….και τα βιβλία ρε,”είπες.
Και πήρες ένα βιβλίο και το έσκισες μπροστά μου.
Φύλλο και φτερό το έκανες.
‘Αρχισες από τώρα τις αποδομήσεις
Πέντε χρονών
Λερώνεις τη ζωή
Γράφεις το πρώτο σου ποίημα
Χωρίς τίτλο
Απλώς

`

*


ΦΟΒΟΣ

Πεθαίνουν ποτέ τα αστέρια;
Φταίει ίσως που σχεδόν ασπρίσαν τα μαλλιά σου
Μα εγώ θα πάρω μόνο δύο φέτες της φθοράς σου
Ίσα που να τις βάλω μέσα στο ποίημα.
Η μαγιά μου για την αναδιάρθρωση του κόσμου
Λίγη φθορά για γούρι.
‘Ετσι για να’ μαι περήφανη που παντρεύτητα το χάος,
αλλά δεν αφανίστηκα άπ’ αυτό,ωστόσο.
”Ησύχασε…μια απλή γρίπη είναι μόνο,μωρό μου,”είπες.

`

*

ΦΑΓΟΠΟΤΙ

Είναι γεγονός.
Οι εραστές μου επιστρέφουν πάντα,τελικά.
‘Αλλος το φθινόπωρο,άλλος το χειμώνα,
άλλος την άνοιξη.
Κι ο καθένας τους θέλει κάτι από μένα
Το χέρι μου αυτός
τις γάμπες μου εκείνος
τα χείλη μου ένας τρίτος
Το μουνί
Τα βυζιά
Τα μάτια
Οι κανίβαλοι,
Οι αδηφάγοι
Οι λατρεμένοι μου.
‘Ελα κι εσύ να πάρεις μέρος στο γεύμα.
Έλα και θα’χεις εκλεκτό μεζέ,
σαν εκλεκτός που είσαι.
Τί λες για την ψυχή μου;

`

*


BAθΙΑ ΓΝΩΣΗ

Τώρα πια το ξέρω καλά.
Δεν ήταν η κοιλιά της μάνας μου
εκείνο το υγρό και σκοτεινό μέρος
που περνούσα τις μέρες μου
ως κουλουριασμένο ον,
αυτό που ”έμβρυο” αποκαλείται.
Όχι ,δεν ήταν η κοιλιά της μάνας μου.
Τώρα το βλέπω καθαρά.
Ήταν μια μυστηριώδης
και ανεξιχνίαστη -ως τώρα ακόμη-
κιβωτός,
το Πεπρωμένο μου.

`

*

(άτιτλο)

Ονειρεύτηκα
πως η καρδιά σου διευρύνθηκε.
Απλώθηκε
Κι έγινε μια τρυφερή αγκαλιά
Ονειρεύτηκα
πως η καρδιά σου
υγράνθηκε εν τέλει
άπ’ τα υδάτινα χάδια μου
τα ποτάμια λέξεις μου
τις ρέουσες χορογραφίες μου
στο κρεβάτι του έρωτα.
Ω,ναι!’Εγραψες επιτέλους ένα ποίημα για μένα!”,
αναφωνώ την ώρα που το διαβάζω.
(Το κάτω κείμενο είναι το εξής :
”Φαίνεται πως πρόλαβα να βάλω φρένο
στην επερχόμενη αιώνια ξηρασία σου”)

`

*

Παραμυθία

“Και τώρα τί κάνουμε;”
Ήταν η φράση που έλεγες μικρή.
“Και τώρα τί:”
H νυχτικιά σου τις νύχτες
σέρνεται στο πάτωμα
στραβοχυμένη
πάνω στο σώμα σου
Σκοτεινός όγκος είσαι
εύθραυστη
και θλιμμένη
καθώς πηγαίνεις να ξαπλώσεις πάλι
στο παγερό σου κρεβάτι.
Σε φέρνω στο νου
όπως ήσουν έφηβη,
με μακριά ξανθά μαλλιά
και θαλασσινά μάτια.
“Και τώρα;”
Tα χάπια ποτέ δεν σου είναι αρκετά.
Τώρα πια τα κομμάτια δεν μαζεύονται.
Είναι αργά για αναβιώσεις παλιών ερώτων.
Αργοσβήνεις επειδή αγάπησες βαθιά.
Δεν ήταν μόνο η θλίψη.
Ή ήταν μόνο αυτή;
Eγώ πιάστηκα από τις λέξεις και τα βιβλία.
Παρηγορήθηκα με τα ποιήματα.
Εσένα δεν υπάρχει,άραγε, τίποτα στον κόσμο
που να σε παρηγορεί;
Έλα,άνοιξε τα παράθυρα.
Βγες από τα σκοτάδια.
Μην μου μιλήσεις,
αν δεν θες.
Μόνο σιωπηλή καταδέξου,
για μια φορά,
να πέσεις απλά στην αγκαλιά μου.
Να σου χαιδέψω τα μαλλιά, την πλάτη,
θα σου κρατήσω τρυφερά τα χλωμά σου χέρια,
να σου ψιθυρίσω “είμαι δω. και καταλαβαίνω.
Δεν είμαι γω που θα σε κρίνω, αδελφή μου”.