Όμοιοι με πότες είμαστε,
Πάνω απʼ τον θάνατό μας σκυμμένοι.
Στη σκιά προφάσεων
Θολωμένοι τρεκλίζουμε.
Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό;
Χτυπά κάποιος την πόρτα;
Κανένα μυστικό,
Κανείς δεν χτυπά την πόρτα.
Άσε μας να ζήσουμε!
Η έσχατη ματαιοδοξία μας δυναμώνει,
Μας μεθά και μας θολώνει!
Επίτρεψέ μας μας το όμορφο ψέμα,
Την χορτασμένη χώρα!
Από τι άλλο να ζήσουμε;
Δεν έχουμε ιδέα…
Όμως μιλάμε από δω, από κει
Με λέξεις τυχαίες.
Να δούμε δε θέλουμε τις νύχτες
Χέρια που ορθώνονται από ποτάμι σκοτεινό.
Μέσα μας δάσος πυκνό,
Πάνω από κορφές καμπαναριό;
Μακριά, μακριά!
Ζούμε από δω κι από κει.
Δος μας κανάτα με μαύρο ύπνο!
Άσε μας να ζήσουμε,
Κι άσε μας να πιούμε, να πιούμε!
Αλλά αν ξαγρυπνήσετε!
Αν ξαγρυπνήσω πάνω απʼ τον θάνατό μου!
Πως μου φεύγουν τα πόδια!
Κάτω από φτελιές δεν ξεκουράστηκα.
Ούτε κάπου στάθηκα.
Τα δέντρα σκοτείνιαζαν,
Σα δήμιοι προσμέναν τα βράχια!
Ριχνόμουν σε κάθε φωτιά,
Να καώ μʼ ατέλειωτους πόνους!
Του θανάτου μας είμαστε πότες.
Ζεστά μας σκεπάζουν οι λέξεις.
Σούρουπο και βλέμμα στη λάμπα!
Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό;
Όχι, κανένα μυστικό!
Κοπιάστε λοιπόν και τραγουδήστε!
Και σεις χορεύτριες με τις καστανιέτες!
Εδώ! Τίποτα δεν ξέρουμε.
Να παλέψουμε θέλουμε να παίξουμε.
Αλλά και να πιούμε, άσε μας να πιούμε!
Σχόλιο:
Το λεγόμενο Trinklied, καταχρηστικά εδώ ως Άσμα της Σούρας, έχει μεγάλη παράδοση στους γερμανόφωνους λαούς, όχι μόνο ως λαϊκό τραγούδι διονυσιασμού σε παραδοσιακές γιορτές. Υπήρξε πηγή έμπνευσης για ποιητές αλλά και για συνθέτες κλασικής μουσικής. Ο Franz Werfel (1890-1945), λογοτέχνης του Κύκλου της Πράγας και φίλος του Franz Kafka, διανθίζει εδώ τη σύνθεσή του με στοιχεία του νεοεμφανιζόμενου λυρικού εξπρεσιονισμού. Γεννημένος στην Πράγα, έζησε αργότερα στο Λάιμπτσιχ και στη Βιέννη, παντρεύτηκε την Άλμα Μάλερ, χήρα του γνωστού συνθέτη, έγραψε θεατρικά και μυθιστορήματα, πολέμησε και βγήκε ζωντανός από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι μέσω Γαλλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας κατέφυγε τελικά το 1938 στην Αμερική όπου πέθανε μερικά χρόνια αργότερα.
Βιβλιογραφία:
Dietrich Bode, Gedichte des Expressionismus, Reclam, Stuttgart 2001.
XXXIII Κάρολος Βωδελαίρος, μετφρ. Κώστας Ριτσώνης
MEΘΥΣΤΕ
Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι .Όλα είναι εκεί : αυτό είναι το μοναδικό θέμα . Για να μην αισθάνεσθε το φριχτό βάρος του Χρόνου που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη , πρέπει να μεθάτε χωρίς σταματημό .
Αλλά με τι ; Με κρασί , με ποίηση ή με αρετή , με ότι σας κάνει κέφι . Όμως μεθύστε .
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού , πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου , μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας , ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί , ρωτήστε τον άνεμο , το κύμα , το άστρο , το πουλί , το ρολόι , όλα αυτά που φεύγουν , όλα αυτά που βογγούν , όλα αυτά που κυλούν , όλα αυτά που τραγουδούν , όλα αυτά που μιλούν , ρωτήστε τι ώρα είναι …και ο άνεμος , το κύμα ,το άστρο , το πουλί ,
το ρολόι , θα σας απαντήσουν: -είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου , μεθύστε… μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με κρασί , με ποίηση ή με αρετή , με ότι σας κάνει κέφι .
Νίκο, τί θα έλεγες για μια “ανθολογία της σούρας” ;;;
Γιατρέ μου αγαπημένε
Όταν ο χρόνος σε βαραίνει και δεν
μπορείς να τον σηκώσεις στους ώμους
του φυτεύεις , ένα πυρωμένο μολύβι
στον κρόταφο , αφού πρώτιστα
τον έχεις προστάξει :
Callate hijo de puta
Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε…
Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε…
Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί ‘ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Κ. Καρθαίος
μην τα παίρνετε τοις μετρητοίς τα λόγια των μεγάλων ποιητών…όταν λένε μεθείστε είναι αυτό που αισθάνονται εκείνη τη στιγμή…μετά μετανοούν και επιστρέφουν στην αγνότητα…δεν είναι τελείως αμαρτωλοί…μονάχα λιγουλάκι
Ως Διωνύσου άνακτος καλόν εξάρσαι μέλος οίδα διθύραμβον οίνωι συγκεραυνωθείς φρένας.
Αρχίλοχος
Και δύο ποιήματα απο τον οινοποτέστατον και ερωτικότατον Καβάφη:
ΒΑΚΧΙΚΟΝ
Aπό του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίαν,
εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·
ζωήν κʼ ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·
δότε να πίω.
Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,
αισθάνομʼ ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου
κʼ εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.
Δος μοι να πίω.
Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,
ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·
δότε να πίω.
Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω —
δος, δος να πίω!
Και αν ήναι δηλητήριον, και ανεύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!
(Από τα Αποκηρυγμένα)
ΕΠΗΓΑ
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κʼ επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κʼ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.